Κεφάλαιο 22

228 19 2
                                    

3 χρόνια μετά...

"Άντε ρε παιδάκι μου, τέλειωνε.." μου φώναξε ο Ορέστης από κάτω. Μας περιμένει η Δέσποινα με τον Άγγελο να πάμε για μπάνιο. Έδεσα το πάνω μέρος του μαγιό μου, σχηματίζοντας έναν φιόγκο, έβαλα τις παντόφλες μου και αφού πήρα την τσάντα και την πετσέτα μου, κατέβηκα κάτω τρέχοντας. Ο Ορέστης καθόταν στον καναπέ. Δεν με κατάλαβε που κατέβαινα, έτσι εγώ πήγα από πίσω του και το χάιδεψα την κοιλίτσα... Εκείνος ανατρίχιασε. Γαργαλιέται εκεί... Αλλά έχει και κάτι κοιλιακούς... Χάρμα οφθαλμών... Είμαστε μαζί τρία χρόνια. Από τότε στο μπαρ. Πήραμε και τα πτυχία μας. Τώρα, είμαι και επισήμως δικηγόρος. Και εκείνος τώρα, έχει πτυχίο στην Γαλλική Φιλολογία. Η Δέσποινα,και αυτή δικηγόρος τώρα πια και ο Άγγελος με πτυχίο Γερμανικής φιλολογίας.

"Να σου πω, άμα συνεχίσουμε έτσι, δεν μας βλέπω για μπάνιο, αλλά στην μπανιέρα." μου είπε και γέλασε. Τον έπιασα από το χέρι και τον τράβηξα.

"Καλά τα ανέκδοτα σου και τα πονηρά υπονοούμενα, αλλά είναι ώρα να πηγαίνουμε σιγά σιγά, δεν νομίζεις;" του είπα. Βγήκαμε έξω και είδαμε τα παιδιά να μας περιμένουν μέσα στο αμάξι. Αλλά ήταν σε μία φάση φάσωμα- έτοιμοι να το κάνουμε μέσα στο αμάξι, έτσι ξερόβηξα για να μας καταλάβουν. Εκείνοι γύρισαν τρομαγμένοι. Είχαν πολύ πλάκα. Η Δέσποινα είχε έναν κότσο στο κεφάλι, αλλά τώρα, τα μαλλιά της πέταγαν από εδώ και από εκεί, και ήταν λες και είχε μπει στην πρίζα. Μπήκαμε στα πίσω καθίσματα και ξεκινήσαμε. Σε περίπου 2 ώρες ήμασταν Αίγινα. Επιτέλους...Διακοπές και μπάνιο, και διακοπές και ύπνος, και διακοπές και φίλοι ,και διακοπές...Ο αέρας ήταν φρέσκος και μύριζε θάλασσα. Αν και στο καράβι κόντευε να με πιάσει ναυτία, επέζησα. Η Αίγινα ήταν πολύ ωραία. Περπατήσαμε λίγο, ενώ τα παιδιά είχαν πάει τα πράγματα στο σπίτι. Ήμασταν αγκαλιά. Με τις οδηγίες που μας έδωσε η Δέσποινα , κατευθυνθήκαμε σε μία πανέμορφη  παραλία. Τα νερά είναι γαλαζοπράσινα και έχει άμμο. Έβγαλα τα ρούχα μου και έτρεξα μέσα στην θάλασσα. Ο Ορέστης ακολούθησε. 

Έπειτα από κάνα εικοσάλεπτο, εμφανίζεται και η Δέσποινα με τον Άγγελο. Εκείνη φοράει ένα γαλάζιο φόρεμα, ενώ ο Άγγελος, ένα μωβ σορτσάκι. Βγάζει το φόρεμα και μπαίνει μέσα, αλλά ξανά βγαίνει, γιατί μάλλον πάγωσε. Η θάλασσα ήταν λίγο κρύα, αλλά αυτό δεν με απασχολούσε εμένα. Αλλά θα έμπαινε. Κολύμπησα γρήγορα μέχρι την ακτή και την άρπαξα από το χέρι. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει και έπεσε μέσα σαν βόμβα στην θάλασσα. Βγήκε στην επιφάνεια φανερά θυμωμένη και άρχισε να μου πετάει νερά. Ο Άγγελος με έπιασε από την μέση και με πέταξε μέσα. Η Δέσποινα γελούσε. Της έκανα πατητή. Ο Ορέστης ήρθε και με πήρε και με πέταξε μέσα στην θάλασσα, και ύστερα, άρχισε να πετάει νερά στον Άγγελο. Και τότε σκέφτηκα... Είκοσι τέσσερα- εικοσιπέντε χρονών γαϊδούρια και παίζουμε μπουγέλο στην θάλασσα. Δεν πάμε καλά... Αλλά εγώ άφησα τις σκέψεις μου στην άκρη και έπεσα επάνω στον Ορέστη. Συνεχίσαμε το παιχνίδι.

Μακριά σου.(Υπό διόρθωση.)Where stories live. Discover now