Κεφάλαιο 15

350 28 2
                                    

Μόλις φτάσαμε στην Αθήνα, τα παιδιά ήρθαν σπίτι μας και κάθισαν κάνα δίωρο. Μετά φύγανε αφήνοντας εμένα και τον Άρη μόνους μας.

-«Δυστυχώς αγάπη μου είμαι πτώμα. Πάω να κάνω ένα μπάνιο και πάω για ύπνο.Καληνύχτα.» του είπα και του έδωσα ένα τρυφερό φιλί για καληνύχτα.

-«Και εγώ θα μπω μετά από εσένα. Το χρειάζομαι.»μου είπε. Ανέβηκα στον επάνω όροφο , πήγα στο δωμάτιο και πήρα ρούχα. Μπήκα στο μπάνιο και αφού ξεντύθηκα, άφησα το καυτό νερό να τρέξει πάνω μου, χαλαρώνοντας κάθε νεύρο και μυ στο σώμα μου.Μόλις τέλειωσα, σκουπίστηκα καλά και έβαλα τα ρούχα μου.Στέγνωσα τα βρεγμένα μου μαλλιά και πήγα στο δωμάτιό μου να ξαπλώσω. Μόλις ξάπλωσα ,μπήκε μέσα ο Άρης.Πήρε ρούχα και σε λίγα δευτερόλεπτα άκουσα την πόρτα του μπάνιου να κλείνει και το νερό της μπανιέρας να τρέχει. Ύστερα από κάνα μισάωρο, ήρθε και εκείνος και είδαμε λίγο τηλεόραση αλλά με πήρε ο ύπνος στην αγκαλιά του.

-«Καληνύχτα άγγελε μου» ήταν τα λόγια του πριν με πάρει ο Μορφέας στο μακρύ και απολαυστικό ταξίδι του ύπνου, της χαλάρωσης και της ξεκούρασης.

-«Τρέχα, τρέξε για την ζωή.Αν θες να παραμείνεις ζωντανή...»

-«Όχι, δεν μπορώ να σε αφήσω»του είπα καθώς προσπαθώ να σταματήσω την ακατάσχετη αιμορραγία από το σημείο της κοιλιακής του περιοχής.

-«Δεν προλαβαίνεις, θα σε πιάσει.Ούτως ή άλλως είμαι ετοιμοθάνατος.Δεν μπορείς να με σώσεις. Τρέξε. Εμπόδισε τον να πάρει αυτήν την απόλαυση.» μου είπε. Τον φίλησα στο κούτελο , του χαμογέλασα και άρχισα να τρέχω, προς το δάσος.Το πιο σκοτεινό δάσος που έχω πάει ποτέ μου.Πατάω τα ξερά κλαδιά των δέντρων και ο ήχος τους, όπως και το θρόισμα των φύλλων των δέντρων από το ελαφρύ αεράκι είναι τρομακτικά και πραγματικά δεν ξέρεις αν θα σωθείς. Φτάνω. Λίγο ακόμα.Φτάνω. Ύστερα από πέντε λεπτά τρεξίματος, κατάφερα και έφτασα στον δρόμο. Έτρεχα κατα μκος του, χωρίς να ξέρω που οδηγεί. Αν οδηγεί στην κόλαση ή στον πολιτισμό. Αν θα μου φτάσουν οι δυνάμεις μου να σώσω τον εαυτό μου και να τηρήσω την υπόσχεσή μου σε εκείνον.

Εκείνη την ώρα, που ήμουν απασχολημένη με τον εσωτερικό μου μονόλογο δεν κατάλαβα πως ένα αμάξι πέρναγε. Έκανα οτοστόπ.

-«Κοπέλα μου είσαι καλά;Τι έπαθες και τρέχεις τέτοια ώρα σε αυτόν τον απομονωμένο δρόμο;» με ρώτησε ο κύριος.Όμως την ώρα που πήγε να βγει, αναγνώρισα το πρόσωπό του... Όχι δεν γίνεται, πότε πρόλαβε. Εκείνη την ώρα βγάζει ένα μαχαίρι και...

Μακριά σου.(Υπό διόρθωση.)Where stories live. Discover now