Κεφάλαιο 18

303 24 6
                                    

Το αεροπλάνο ήταν έτοιμο να απογειωθεί,και εμείς είχαμε πιάσει την κουβέντα περί ανέμων και υδάτων. Για το σεμινάριο, για το τι θα κάναμε εκεί, για το τι θα έκαναν τα αγόρια τώρα που λείπαμε και άλλα διάφορα θέματα.

-«Το πολύ πολύ να βγαίνουν και να καλοπερνάν χωρίς εμάς...» μου είπε η Δέσποινα και γελάσαμε. Ήμασταν οι μόνες που ακουγόμασταν σε ολόκληρο το αεροπλάνο.Κάποια στιγμή πέρασε η αεροσυνοδός και πήγε να μας προσφέρει ροφήματα αλλά κατέληξε να μας κοιτάει αποσβολωμένη.Την ήξερα. Ήταν μία φίλη της μητέρας μου. Ταξίδευε συχνά και έτσι την έβλεπα ελάχιστες φορές τον χρόνο.

-«Μαρία, τι κάνεις;» με ρώτησε.

-«Μια χαρά κυρία Καίτη.Εσείς;»  την ρώτησα. Έστρεψε το βλέμμα της δίπλα μου, προς την Δέσποινα.Πάγωσε.

-«Μία χαρά.» μου είπε. Έσκυψε προς το μέρος μου και μου ψιθύρισε στο αυτί.

-«Την κοπέλα δίπλα σου την ξέρεις;»με ρώτησε.Για να γελάγαμε μαζί νομίζεις ότι δεν την ξέρω;

-«Ναι, είναι η κολλητή μου. Η Δέσποινα.» της είπα. Όμως τόσην ώρα δεν είχα παρατηρήσει ότι η Δέσποινα είχε κοκαλώσει στην θέση της.Τι συμβαίνει εδώ; Κάποιος αν μπορεί να μου εξηγήσει; Χελόου, είμαι και εγώ εδώ...

-«Τι κάνεις εσύ εδώ;» κατάφερε και ψέλλισε η Δέσποινα.Και ύστερα συνέχισε.

-«Που γνωρίζεις την Μαρία;» την ρώτησε ύστερα από λίγο.

-« Είναι η καλύτερη φίλη της μητέρας μου.» της πρόλαβα να πω εγώ πριν μιλήσει η κυρία Καίτη.

-«Εσύ που την ξέρεις;» την ρώτησα ύστερα.Δεν μου απάντησε. Γύρισε στην θέση της.Η φίλη της μητέρας μου είχε συνεχίσει τον δρόμο της προς τους επιβάτες σερβίροντας τους ζεστό καφέ και χυμό.

Για το υπόλοιπο του ταξιδιού δεν μιλάγαμε καθόλου.Εκείνη , χαμένη στις σκέψεις της, δεν είχε καταλάβει πως φτάσαμε.

-«Χελόου,ξύπνα μπουμπού , φτάσαμε.» της είπα.

-«Θέλω γλειφοτζούλι.»  μου είπε και την κοίταξα με ένα δολοφονικό βλέμμα.Κατέβασε το κεφάλι της και συνεχίσαμε τον δρόμο μας.Μόλις φτάσαμε αποβιβαστήκαμε και πήγαμε να πάρουμε τις βαλίτσες μας από τον διάδρομο αποσκευών.

-«Δέσποινα, δεν θα την βγάλουμε έτσι για το υπόλοιπο της διαμονής μας εδώ. Είναι μία χώρα που πάντα θέλαμε να έρθουμε και μία πόλη που θέλαμε όσο τίποτε να επισκεφτούμε.Δεν είναι σωστό αυτό που κάνεις.» της είπα και εκείνη με κοίταξε με ένα βλέμμα όλο λύπη. Μου ζήτησε συγγνώμη. Και συνεχίσαμε να περπατάμε. Σε κάποια στιγμή την νιώθω να με τραβάει και να γέρνει προς τα πίσω. Λιποθυμάει.Αλλά η σύγκρουση με το πάτωμα δεν έγινε πότε.Το παιδί από πίσω την έπιασε.Κάπου τον ήξερα.Κοιτούσε το πρόσωπό της Δέσποινας με ανησυχία. Ο φόβος ήταν ξεκάθαρος μέσα στα γαλάζια μάτια του.Την κρατούσε εκεί. Μες στην αγκαλιά του λες και ήταν εύθραυστη και άμα της ασκούσε λίγο παραπάνω δύναμη θα έσπαγε σε πολλά μικρά μικρά κομματάκια.Ο φίλος του είχε σταθεί σε μία γωνία και μίλαγε στο τηλέφωνο.Ύστερα από λίγο το κλείνει και κατευθύνεται προς το μέρος μας.

Μακριά σου.(Υπό διόρθωση.)Where stories live. Discover now