Jimin
Δυο ημέρες στο καινούριο σπίτι και δεν αντέχεται. Δεν μπορώ να χωνέψω πως παρατήσαμε τη γειτονιά μας και χρειάστηκε να αλλάξω σχολείο, για να έρθουμε εδώ. Σε ένα μέρος ξένο. Νιώθω λες και ο Jungkook προσπαθεί να κάνει χειρότερη τη ζωή μου. Η γνώμη μου δεν μετράει σε τίποτα και αυτός -σαν μεγαλύτερος- κάνει κουμάντο. Φυσικά φταίει και η μητέρα μου που το ανέχεται. Είναι βυθισμένη στον κόσμο της. Δεν μας δίνει ιδιαίτερη σημασία. Δεν μπορεί να κρύψει πως τον αγαπάει περισσότερο... πως είναι το καμάρι της. Ίσως δεν με αγαπάει τόσο εξαιτίας του πατέρα μου. Δεν τον γνώρισα, αλλά έχω ακούσει μόνο άσχημα πράγματα για αυτόν. Αντίθετα για τον πατέρα του Jungkook, που υπήρξε και σύζυγος της, έχει να θυμάται τα καλύτερα. Την πληγώνει ακόμα ο θάνατος του. Η στάση της δεν έχει αλλάξει ούτε σε αυτό το σπίτι. Το ίδιο ισχύει και για τους καβγάδες μου με τον αδερφό μου. Θέλει πάντα να με ελέγχει. Θέλει πάντα να έχει τον τελευταίο λόγο ή καλύτερα να επιβάλλει το λόγο του.
Έτσι, αργά το βράδυ βρίσκομαι πάλι απέναντι του να φωνάζουμε ο ένας στον άλλον. Για την ακρίβεια είναι ο δεύτερος μας καβγάς μέσα στην ίδια ημέρα. Νωρίτερα μαλώσαμε για το μηχανάκι που είχε υποσχεθεί να μου πάρει και τελικά αθέτησε και αυτή την υπόσχεση του. Ποτέ δεν κάνει αυτά που λέει.
«Γιατί να μην πάω στο πάρτι;» Είναι αδύνατον να μη του φωνάζω. Μου ρουφάει τη ζωή με τις παράλογες απαγορεύσεις του.
«Όχι πάλι τα ίδια. Το συζητήσαμε και νωρίτερα.»
«Εγώ θα πάω.» Θέλω να πάω. Θέλω να δω τους φίλους μου. Δεν αρκεί που δεν τους βλέπω πια στο σχολείο;»
«Γιατί δεν θέλεις να καταλάβεις τι σου λέω; Είναι ήδη 11 και το πάρτι είναι πολύ μακριά. Αύριο έχεις σχολείο και εγώ επιστρέφω στην δουλειά. Δεν γίνεται να αργήσω. Πήγαινε κοιμήσου.»
«Θα πάω μόνος μου. Θα πάρω ταξί.» Δεν τον έχω ανάγκη.
«Είναι επικίνδυνο να πας νύχτα κάπου τόσο μακριά. Ο κόσμος είναι επικίνδυνος.» Σωστά... μέρες είχε να το πει αυτό.
«Δεν φοβάμαι να ζήσω. Δεν είμαι δειλός σαν κι εσένα.»
«Δεν είμαι δειλός.»
«Και τι είσαι; Η ντροπή της αστυνομίας είσαι.»
«Στο δωμάτιο σου. Τώρα.» Θέλει να με κάνει να φοβηθώ με τα νεύρα του, αλλά δεν θα του κάνω τη χάρη. Δεν θα τον αφήσω να επιβληθεί ξανά.
«Μην με διατάζεις γαμώτο. Δεν είσαι πατέρας μου. Δεν είσαι καν κανονικός αδερφός.»
«Εξαφανίσου.»
«Τι έγινε σε στεναχώρησα; Θα τρέξεις στην ψυχολόγο σου να κλάψεις;» Ακριβώς τη στιγμή που τελειώνω τη φράση μου, νιώθω το χέρι του να χτυπάει με δύναμη το μάγουλο μου. Αυτό δεν το έχει κάνει ποτέ ξανά. Πόσο χειρότερος αδερφός μπορεί να γίνει;
«Συγγνώμη.» Λέει με αδύναμη φωνή. Με κοιτάει με δακρυσμένα μάτια. Τι πιστεύει; Αν κλάψει, θα τον συγχωρήσω πιο εύκολα;
«Σε μισώ», του φωνάζω με όλη την δύναμη μου και τρέχω προς την εξώπορτα. Τρέχω μέχρι να βγω και από τον κήπο. Βγαίνω στον δρόμο. Άδειος. Έρημος. Χωρίς ούτε καν μια λάμπα. Θέλω να φωνάξω και να βρίσω, αλλά δεν βγαίνει φωνή από μέσα μου. Μια ώθηση μέσα μου με κάνει να θέλω να τρέξω, να ξεφύγω, όμως παράλληλα για κάποιο λόγο δεν κουνιέμαι. Δεν έχω που να πάω. Κοιτάω πίσω μου να δω, αν ο Jungkook έτρεξε πίσω μου ή αν έχει ανοίξει έστω την πόρτα. Αντί να δω τον "πολυαγαπημένο" μου αδερφό, βλέπω τον Yoongi, τον γείτονα. Στηριγμένος στα κάγκελα καπνίζει. Καπνίζει και με κοιτάει. Ακριβώς αυτό χρειάζομαι... να έχω γίνει ρεζίλι.
«Πού πας τόσο αργά;»με ρωτάει λες και του πέφτει λόγος.
«Τι σε νοιάζει εσένα;»
«Τι έγινε μικρέ; Νευράκια;»
«Μικρό είναι το μάτι σου.»
«Για καλό μίλησα, αλλά μάλλον θα βρω τον μπελά μου.»
«Και φοβάσαι;» Τον ρωτάω κοιτώντας τον στα μάτια.
Πετάει το τσιγάρο κάτω και με πλησιάζει με ένα ηλίθιο χαμόγελο. Έρχεται αρκετά κοντά μου. Καταλαβαίνω πως για λίγα δευτερόλεπτα κοιτάζει το μάγουλο μου. Είμαι σίγουρος πως έχει κοκκινίσει από το χτύπημα.
«Να φοβηθώ εσένα; Γιατί ρε μωράκι; Έχεις δόντια να με δαγκώσεις;»
«Άντε γαμήσου κι εσύ.»
Νιώθω πως είμαι έτοιμος να κλάψω, αλλά συγκρατούμαι.
Με πιάνει από τον αγκώνα.
«Ηρέμησε.»
«Θέλω να φύγω από εδώ.»
«Θα έρθω μαζί σου.»
«Όχι. Δεν χρειάζομαι κανέναν.»
«Βγες στην ερημιά και κλάψε μόνος για την άθλια ζωή σου.»
Τα λόγια του με χτυπάνε. Ούτε καν με ξέρει, αλλά είναι αλήθεια πως έχω άθλια ζωή. Μια άθλια ζωή που μισώ και ψάχνω κάπου απεγνωσμένα λίγη χαρά.
Κοιτάω δεξιά και βλέπω μια μηχανή. Είναι δική του, τον έχω δει να την οδηγάει.
«Θα με πας μια βόλτα με τη μηχανή; Μια μεγάλη βόλτα.»
Περιμένω να μου αρνηθεί. Μου απαντάει αμέσως χωρίς τον παραμικρό δισταγμό.
«Όπου θέλεις.»
«Δεν με νοιάζει που. Απλώς θέλω να τρέξουμε με τη μηχανή στον δρόμο. Δεν θέλω να μιλήσουμε άλλο. Καθόλου.»
Κουνάει το κεφάλι του δείχνοντας κάποια κατανόηση. Δεν λέει τίποτα άλλο. Πλησιάζουμε τη μηχανή, μου προσφέρει ένα κράνος και ανεβαίνουμε. Σφίγγω τα χέρια μου γύρω από τη μέση του. Στηρίζω τον κορμό μου πάνω στην πλάτη του και νιώθω σιγά- σιγά να έρχεται μια ηρεμία μέσα μου, όσο οδηγεί. Νιώθω τον αέρα να έρχεται κατά πάνω μας. Σαν να προσπαθεί να μας ρίξει, να μας διαλύσει, αλλά δεν τα καταφέρνει. Κρατιέμαι τόσο σφιχτά πάνω του και για λίγο αισθάνομαι πως κανείς δεν μπορεί να με αγγίξει. Κάνουμε μια μεγάλη βόλτα, όπως του ζήτησα. Σταματάμε για λίγο σε ένα ύψωμα. Χαζεύουμε την θέα. Την γαλήνη. Το σκοτάδι. Το σκοτάδι του ουρανού. Το κοιτάω και σκέφτομαι πόσο όμορφο είναι. Είναι τόσο όμορφο όμως μπορεί τόσο εύκολα να μας πνίξει, να μας καταπιεί, αν θέλει, και να χαθούμε για πάντα. Καθόλη τη διάρκεια δεν μιλάμε. Δεν ανταλλάσσουμε ούτε μία κουβέντα. Μόνο λίγα βλέμματα, που δεν μπορώ να μεταφράσω ακριβώς. Δεν ξέρω τι σημαίνουν, αλλά με κάνουν να αισθάνομαι καλά. Δεν αγχώνομαι. Δεν φοβάμαι. Είναι όμορφα. Όλα. Η βόλτα. Η βραδιά. Αυτός. Όλα είναι όμορφα.
Χωρίς να το καταλάβω έχουν περάσει ώρες. Σε λίγο ξημερώνει.
Γυρνάμε σπίτι. Όταν του δίνω πίσω το κράνος, κοιτιόμαστε. Με κοιτάει βαθιά. Νιώθω το βλέμμα του να με διαπερνάει ολόκληρο. Είμαι έτοιμος να του πω ευχαριστώ, όμως περπατάει σιωπηλός προς την είσοδο του σπιτιού του. Μπαίνει μέσα χωρίς να μου πει τίποτα. Μου αρέσει που άκουσε το αίτημα του να μην μιλάμε καθόλου... Μου αρέσει.
Στέκομαι έξω από την πόρτα μας και νιώθω για λίγο τυχερός που έχω μαζί μου κλειδιά και δεν χρειάζεται να χτυπήσω για να μου ανοίξουν. Αν τα είχα ξεχάσει, όπως συνέβη με το κινητό μου, δεν υπήρχε περίπτωση να χτυπήσω. Θα περίμενα μέχρι να ξημερώσει τελείως.
Μπαίνω μέσα και βρίσκω τον Jungkook ξύπνιο να κάθεται στην πολυθρόνα. Αμέσως σηκώνεται και με πλησιάζει.
«Επιτέλους. Με τρόμαξες. Δεν είχες καν μαζί σου το κινητό.» Δεν του απαντάω. Δεν είμαι πια τόσο πολύ νευριασμένος μαζί του, αλλά δεν έχω ξεχάσει τι έκανε. Συνεχίζει να μου μιλάει.
«Συγγνώμη. Δεν ξέρω πως το έκανα. Ξέρεις πως δεν είμαι πολύ καλά τελευταία. Δεν ήθελα...» Δεν κάθομαι να τον ακούσω παραπάνω. Τον αγνοώ και ανεβαίνω τις σκάλες να πάω στο δωμάτιο μου.
.
.
Αν σας άρεσε, μην αμελήσετε να πατήσετε το αστεράκι!
YOU ARE READING
•Darkness•
FanfictionΣκοτάδι... όλοι το έχουμε μέσα μας... άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο. Άλλοι το αγκαλιάζουμε, άλλοι αρνούμαστε να το αποδεχτούμε. * Yoonmin Taekook *
