Κεφάλαιο 40

407 19 0
                                    

Καθόντουσαν ο ένας δίπλα στον άλλον, στρυμωγμένοι στον μικρό καναπέ. Είχαν αποφασίσει να επισκεφτούν τον πατέρα του εκείνο το απόγευμα, και φτάνοντας στο σπίτι, βρήκαν πως αυτός είχε ήδη συντροφιά. Κάθισαν μαζί με την Αννέτ, την Πηνελόπη και τον άντρα της στο μικρό σαλόνι.

Ο Λάμπρος είχε διαρκώς τα μάτια του στη γυναίκα του. Είχε ήδη μπει στον μήνα της, και τις τελευταίες μέρες έβλεπε διαρκώς την δυσφορία που της προκαλούσε η εγκυμοσύνη να αυξάνεται. Το προηγούμενο βράδυ στριφογυρνούσε για ώρες προσπαθώντας να βολευτεί. Το πρωί του παραπονέθηκε και πάλι για εκείνον τον ενοχλητικό πόνο στη μέση της, που τελευταία έμοιαζε να έχει γίνει λίγο πιο έντονος. Και τώρα υπήρχαν στιγμές που την έβλεπε να προσπαθεί να βολευτεί δίπλα του. Κάποια στιγμή νόμιζε ότι την είδε να σμίγει τα φρύδια της, ταραγμένη από κάποια φευγαλέα ενόχληση, όμως δεν ήταν πραγματικά σίγουρος.

«Καρδιά μου, βοήθα με λίγο να σηκωθώ» του ζήτησε ήρεμα. Την κοίταξε εξεταστικά, προσπαθώντας να βεβαιωθεί ότι ήταν καλά. «Πονάς;» τη ρώτησε «Θες να γυρίσουμε στο σπίτι μας;». Ένα αχνό γέλιο πέρασε από τα χείλη της. Χάιδεψε καθησυχαστικά το μάγουλό του. «Απλά θέλω να πάρω λίγο αέρα» του είπε «Ζεσταίνομαι». Ένευσε απλά, με ένα τρυφερό χαμόγελο στο πρόσωπό του.

Τη σήκωσε προσεκτικά, στηρίζοντας το σώμα της με το δικό του. Την άφησε να γύρει ελαφρώς πάνω του. Πέρασε προστατευτικά το χέρι του γύρω από τη μέση της, και την οδήγησε μέχρι την αυλή. Ο ήλιος είχε πέσει από ώρα, κι είχε δώσει τη θέση του στην πανσέληνο. Κοίταξε για λίγο το φεγγάρι, θαυμάζοντας τον τρόπο που χάριζε το φως του στη φύση γύρω της. Εισέπνευσε γαλήνια το άρωμα του ανθισμένου κήπου. «Γιατί δεν κάθεσαι λίγο ψυχή μου» τη ρώτησε. Έσφιξε αμυδρά το χέρι του μέσα στο δικό της. «Έχω πιαστεί» αποκρίθηκε με μια ελαφριά ενόχληση «Πονάει όλο μου το σώμα».

Την κράτησε κοντά του, κι άφησε ένα απαλό φιλί στο μέτωπό της. Την ένοιωσε να σφίγγεται αμυδρά μέσα στην αγκαλιά του. Άκουσε ένα αχνό επιφώνημα να κολλάει στον λαιμό της. Την κοίταξε ανήσυχος. «Τι έγινε;» τη ρώτησε. «Κλωτσάει πολύ σήμερα» του είπε μέσα από το συνοφρύωμα που απλώθηκε στο πρόσωπό της. Χάιδεψε μαλακά την κοιλιά της. «Πάμε σπίτι μας, να ξαπλώσεις κορίτσι μου» την παρακάλεσε «Θα σου κάνει καλό». Το σκέφτηκε για μια στιγμή και του ένευσε συμφωνώντας με την πρότασή του.

Πήγε μέσα για να πάρει τα πράγματά τους, και να καληνυχτίσει τον πατέρα του. Ένοιωσε μια ελαφριά ενόχληση, μα και πάλι δεν έδωσε σημασία. Στήριξε την πλάτη της στον τοίχο, κι ανάσανε βαθιά.

ΦθινόπωροWhere stories live. Discover now