Κεφάλαιο 10

585 24 4
                                    

Η νύχτα είχε πέσει από ώρα. Έξω επικρατούσε το σκοτάδι. Το μοναδικό φως ήταν εκείνη λευκή αύρα του φεγγαριού που απλώνονταν και χάιδευε απαλά την φύση. Το ζεστό, φως της λάμπας γέμιζε το δωμάτιο. Εκείνη σφιχτά τυλιγμένη με την ρόμπα της, πάσχιζε να διαφύγει το διαπεραστικό κρύο. Η φωτιά που έκαιγε από ώρα στο τζάκι στο άλλο δωμάτιο, δεν είχε καταφέρει να την σώσει από την υγρασία. Οι αδερφές της είχαν αποκοιμηθεί ήδη, αυτή όμως δεν έβρισκε ηρεμία. Είχε εκείνη την κρυφή ελπίδα, πως ακόμα και αυτήν την ώρα, που όλο το χωριό κοιμόταν, κι ένας άντρας δεν θα έπρεπε να βρεθεί στο σπίτι μιας ανύπαντρης γυναίκας, εκείνος θα χτύπαγε απαλά την πόρτα της. Ήλπιζε πως θα ερχόταν να την δει για μια στιγμή και να την κρατήσει στην αγκαλιά του για λίγα δευτερόλεπτα. Ας έφευγε μετά. Μερικές στιγμές αρκούσαν.

Έλυσε τα μαλλιά της. Ξέμπλεξε της μπούκλες της, πρώτα με τα δάχτυλά της κι ύστερα με την χτένα. Κάθισε στο κρεβάτι. Είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί πως δεν θα τον έβλεπε απόψε.

Ένας ήχος, αταίριαστος με την τέλεια σιωπή, την τάραξε. Περίμενε για λίγο. Ο ίδιος ήχος έσπασε και πάλι την σιωπή που την κύκλωνε. Έτρεξε στο παράθυρο της. Παραμέρισε την λεπτή κουρτίνα για να δει. Η καρδιά της χτύπαγε όλο και πιο δυνατά με την σκέψη πως θα τον έβλεπε να στέκεται εκεί. Τον είδε. Το χαμόγελό του πλατύ. Του χαμογέλασε κι εκείνη. Άνοιξε το παράθυρο της. Σκαρφάλωσε μια στενή σκάλα για να την συναντήσει. Αυτή γέλασε. Ο γλυκός ήχος τον αγκάλιασε ζεστά σαν χάδι, γλυκά σαν τραγούδι. «Ξέρεις, έχω και πόρτα» τον πείραξε. «Φοβήθηκα μη και δε μου ανοίξεις» συνέχισε κι εκείνος στον ίδιο ανάλαφρο τόνο. Γέλασαν.

Μπήκε μέσα. Το χαμόγελο του μεγάλωσε κι άλλο. Έγινε πιο φωτεινό. Πιο ανυπόμονο. «Νόμιζα πως δεν θα ερχόσουν» είπε και τον τράβηξε κοντά της. Τύλιξε τα χέρια της γύρω του σφιχτά. Κόλλησε το κορμί της πάνω στο δικό του. Της είχε λείψει τόσο πολύ. Η φωνή του. Το άγγιγμά του. Το άρωμα της παρουσίας του. Η ζωηρή δροσιά του δυόσμου στο σώμα του. Η τρυφερή ζέστη της λεβάντας στα ρούχα του. Είχε λησμονήσει το γλυκό πάντρεμα του καλοκαιριού και του χειμώνα στην αύρα του. Την κράτησε πάνω του νοιώθοντας επιτέλους ολόκληρος. Εισέπνευσε το γήινο άρωμά της. Αυτό που λάτρευε από παιδί. Το δέρμα της είχε την νοσταλγική μυρωδιά της πρώτης βροχής. Τα μαλλιά της είχαν την φρέσκια ένταση των ανθισμένων γιασεμιών. Του είχε λείψει αυτή η φυσική - κι αφύσικη - νύξη της άνοιξης με το φθινόπωρο στον αέρα της. Εισέπνευσαν βαθιά, μεθώντας με την αρμονική σύγκλιση των εποχών γύρω τους. Μια ολόκληρη ζωή κρυμμένη σε μια αγκαλιά.

ΦθινόπωροWhere stories live. Discover now