Κεφάλαιο 14

523 16 9
                                    

Καθόντουσαν γύρω από το τραπέζι. Τα βλέμματά τους καρφωμένα στο κενό. «Θα πάω να παραδοθώ» είπε τελικά η Ελένη. «Όχι» είπε αυστηρά η Ασημίνα, με ύφος απόλυτο και επιτακτικό. «Θα το πάρω όλο πάνω μου» συνέχισε εκείνη λες και δεν την είχε ακούσει. «Τι είναι αυτά που λες Λενιώ;» ρώτησε ήρεμα η Δρόσω. Εκείνη έκανα να μιλήσει όμως η Ασημίνα την διέκοψε πριν καν αρχίσει «Όχι Ελένη». Η έκφραση στο πρόσωπο της αδερφής τους φανέρωνε πως είχε πάρει ήδη την απόφασή της.

«Είναι η μόνη λύση που μπορώ να σκεφτώ» είπε κοιτώντας τις αδερφές της γεμάτη βεβαιότητα. «Ο Γιάννος δεν θα μιλήσει» της είπαν ξανά κι ας το ήξερε ήδη. Δεν την ενδιέφερε. Αυτή ήταν η δικαιολογία που έψαχνε για να παραδοθεί, για να βεβαιωθεί πως οι αδερφές της θα γλιτώσουν, για απαλύνει τις τύψεις που την βάραιναν. «Αφού μας είδε πάει και τελείωσε, εγώ δεν θα το πάρω αυτό το ρίσκο» εξήγησε.

Η Ασημίνα την κοίταξε στα μάτια. Η έκφραση της αδερφής της καθρεφτιζόταν στο πρόσωπό της. «Άμα μιλήσεις εσύ, τότε θα το κάνω κι εγώ» δήλωσε το ίδιο αποφασισμένη με την αδερφή της. «Κι εγώ το ίδιο» η φωνή της μικρής ήρεμη καθώς έλεγε αυτές τις λέξεις.

Η Ελένη της κοίταξε έκπληκτη, θυμωμένη ακόμη. «Τρελαθήκατε κι οι δυο σας μωρέ; Τι είναι αυτά που λέτε;» η ταραχή πάντα παρούσα στη χροιά της. «Μαζί το κάναμε Λενιώ, μαζί τον σκοτώσαμε» είπε η Ασημίνα πιάνοντας το χέρι της Δροσούλας, κι έπειτα το δικό της. «Μαζί θα πληρώσουμε» συμπλήρωσε. Μαζί. Σε όλα μαζί. Όπως τις είχε μάθει ο πατέρας τους. Μαζί σε όλα. Μαζί πάντα.

Η Ελένη ένοιωσε να τρελαίνεται στην σκέψη πως θα έσερναν τις αδερφές της σε μια αίθουσα δικαστηρίου. Όχι. Αυτό δεν μπορούσε να το επιτρέψει. Μια ζωή αυτές οι τρείς ήταν μαζί σε όλα, σε αυτό όμως, θα ήταν μόνη της.

Άκουσαν ένα σύντομο χτύπημα στην πόρτα κι η μικρή σηκώθηκε σέρνοντας τα πόδια για να ανοίξει. «Γειά σου Λάμπρο» είπε κάνοντας στην άκρη για να περάσει. Επέστρεψε στην θέση της σιωπηλή. Αυτός χαιρέτησε τα κορίτσια, χάιδεψε απαλά τον ώμο της αγαπημένης του και έσκυψε για να αφήσει ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού της. Έκατσε δίπλα της. Κοίταξε ένα-ένα τα πρόσωπα που τον τριγύριζαν. «Τι πάθατε; Γιατί είστε έτσι;» ρώτησε μόλις είδε τα αναστατωμένα βλέμματά τους. Σιωπή. Η Ελένη αρνήθηκε να μιλήσει. Απλά κοπανούσε το πόδι της εκνευρισμένη αδιάκοπα στο πάτωμα. «Σαν τι να πάθαμε βρε Λάμπρο;» πήρε απρόθυμα τον λόγο η Ασημίνα «Για τα χωράφια μιλούσαμε πάλι». Αυτός παρατήρησε λίγο πιο προσεκτικά τα μάτια τους. Κοίταξε πάλι την αγαπημένη του, που έμοιαζε πολύ θυμωμένη για να στρέψει το βλέμμα της σε οποιονδήποτε. Το χέρια της σφιγμένα σταυρωτά κάτω από το στήθος της.

ΦθινόπωροWo Geschichten leben. Entdecke jetzt