Κεφάλαιο 37

667 21 0
                                    

Ένοιωσε τις πρώτες αχτίδες του ήλιου να πέφτουν ζεστές στο δέρμα της και άνοιξε δειλά τα μάτια της. Το άρωμα του την πλημύρισε ευχάριστα. Ένοιωσε τα χέρια του γύρω της. Είδε τον σταθερό και ήρεμο τρόπο που κινούταν το στήθος του με κάθε ανάσα. Χαμογέλασε. Χώθηκε πιο βαθιά στην αγκαλιά του. Πέρασε τα χέρια της γύρω από το γυμνό του σώμα. Τον ένοιωσε να την σφίγγει ελαφρά. «Καλημέρα» της ψιθύρισε καθώς χάιδευε απαλά την γυμνή της πλάτη. Εκείνη έκρυψε το πρόσωπό της στον λαιμό του. «Καλημέρα» μουρμούρισε πριν αφήσει ένα γλυκό φιλί στο δέρμα του.

Άφησε το σώμα της να πέσει πίσω στο στρώμα. Τράβηξε ασυναίσθητα μαζί της το σεντόνι, καλύπτοντας την γύμνια της. Το χαμόγελό της λευκό κι αθώο. Τα μάτια της έλαμπαν ζεστά κάτω από το αχνό, πρωινό φως. Αυτός γέλασε ανάλαφρα με τον τρόπο που εξακολουθούσε να κρύβεται κάτω από τα σκεπάσματα, λες και ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπε. Χάιδεψε μαλακά την ράχη της μύτης της με την άκρη του δαχτύλου του. Εκείνη πήρε το χέρι του στο δικό της και φίλησε τρυφερά τη βέρα στο δάχτυλό του.

Απομάκρυνε κάποιες μπερδεμένες μπούκλες των μαλλιών της από το πρόσωπό της. Της χαμογέλασε πλατιά. Την κοίταξε με λατρεία, λες κι αντίκριζε το πιο πολύτιμο πετράδι στον κόσμο, λες και ήταν ένα αστέρι, ή ένας άγγελος, ή ίσως η ίδια του η ψυχή.

Άφησε το βλέμμα του να κυλήσει στο κορμί της. Τράβηξε αργά το σεντόνι από πάνω της. Εκείνη το τράβηξε πάλι από τα χέρια του, εμποδίζοντάς τον. Γέλασαν. Άφησε το χέρι του να γλιστρήσει στην μέση της πάνω από τα σκεπάσματα. Έγειρε κοντά της πλησιάζοντας τα χείλι του στα δικά της. Εισέπνευσε λαίμαργα το άρωμά της, γεμίζοντας τα πνευμόνια του με το φρέσκο οξυγόνο της. Έσκυψε κι άλλο από πάνω της, ενώνοντας τα στόματά τους. Απαλά, με σεβασμό και απέραντη αγάπη. Αυτό το πρώτο φιλί της μέρας ήταν πάντα κάτι σαν προσευχή. Έκρυβε μέσα του την λησμονιά που ύπνου, την αγάπη και τον θαυμασμό, την περηφάνια που καθόριζε την σχέση ανάμεσά τους.

Κοιτάχτηκαν απολαμβάνοντας την γαλήνη που τους τριγύριζε. Προσπάθησε να βολέψει το σώμα της κάπως καλύτερα στο στρώμα. «Που είναι τα μαξιλάρια;» τον ρώτησε συνειδητοποιώντας ξαφνικά τον λόγο που δεν μπορούσε να βολευτεί. Τον άκουσε να γελάει. Κοίταξε γύρω του στιγμιαία. Ανασηκώθηκε και έπιασε το μαξιλάρι της από τα πόδια του κρεβατιού. Σήκωσε το κεφάλι της και εκείνος το ακούμπησε βοηθώντας τη να ξαπλώσει και πάλι. «Καλά, πως κατέληξε εκεί κάτω;» γέλασε υπόκωφα και είδε το βλέμμα του να πέφτει πάνω της πονηρά. «Θες να σου θυμίσω;» τα χείλι του αναζήτησαν ξανά τα δικά της. Το σώμα του έπεσε μαλακά πάνω στο δικό της. Το φιλί του βάθυνε.

ΦθινόπωροWhere stories live. Discover now