Κεφάλαιο 12

508 18 13
                                    

Σιωπή. Απόλυτη σιωπή. Εκκωφαντική σιωπή. Μέσα τους. Γύρω τους. Ο χρόνος κολλημένος. Το σύμπαν βουβό. Ο αέρας μουδιασμένος. Μουδιασμένες κι εκείνες. Ο άντρας ανάμεσά τους δεν ήταν απλά ένας αναίσθητος άντρας. Ήταν ένας νεκρός άντρας. Το πρόσωπό του διαλυμένο. Το σώμα του άψυχο. Άψυχες κι εκείνες. Κενές. Πιο άδειες κι από αυτό το άδειο κουφάρι μπροστά τους. Κοιτάχτηκαν. Λουσμένες και οι τρεις στο αίμα του. Τίποτα δεν υπήρχε στα μάτια τους. Ούτε φόβος, ούτε θλίψη, ούτε ικανοποίηση. Τίποτα. Λες και τα τελευταία λεπτά δεν ήταν παρά κάποιος διεστραμμένος εφιάλτης. Λες και δεν είχαν κλέψει την πνοή ενός ανθρώπου. Κοιτάχτηκαν, συνειδητοποιώντας για πρώτη φορά τι είχαν κάνει.

Η πέτρα γλίστρησε από τα χέρια της Δρόσως, που πλέον έτρεμαν ανεξέλεγκτα. Η Ασημίνα κάρφωσε το βλέμμα της παγωμένη στο κενό. Ένοιωσε ξαφνικά να την πλημυρίζει ένας βαθύς τρόμος για την οργή που τις είχε οδηγήσει σε αυτή την πράξη. Η Ελένη προσπάθησε να ξαναφέρει στο μυαλό της κάθε μαρτυρικό δευτερόλεπτο.

Έφτασε στο πατρικό της. Η Ασημίνα δίπλα της, της κρατούσε το χέρι. Άκουσε φωνές. Έτρεξε. Τον είδε εκεί. Μπροστά της. Η μικρή της αδερφή από κάτω του. Φώναζε. Τον χτυπούσε με μανία. Η όρασή της θόλωσε. Τον τράβηξε από πάνω της. Βρόμαγε τσίπουρο. Οι αναθυμιάσεις του αλκοόλ έκαιγαν τα ρουθούνια της. Τον χτύπησε με όση δύναμη είχε. Άκουσε την αδερφή της να κλαίει. Την χτύπησε κι εκείνος. Η δύναμη του την ξάφνιασε. Δεν περίμενε ένας μεθυσμένος να μπορούσε να ελέγξει τόσο καλά το σώμα του. Έπεσε ζαλισμένη. Το μάγουλό της πονούσε. Το εσωτερικό του σκίστηκε στα δόντια της. Το στόμα της πλημύρισε από την μεταλλική γεύση του αίματος. Τώρα; Ποιανού το αίμα ήταν αυτό που γευόταν στα χείλια της; Το δικό της, ή το δικό του;

Το μυαλό της αδυνατούσε να βρει ηρεμία. Οι σκέψεις της ξεσπούσαν σαν καταιγίδα. Οι εικόνες μπλέκονταν αδιάκοπα μεταξύ τους. Την χτύπησε. Τον χτύπησε. Ένοιωσε τα χέρια του γύρω από τον λαιμό της. Άκουσε φωνές. Οι αδερφές της φώναζαν τρομοκρατημένες. Κι αυτός φώναζε. Φώναζε θυμωμένος μέσα στο πρόσωπό του. Η μυρωδιά από το τσίπουρο στην ανάσα του ήταν χαραγμένη στην σκέψη της. Βρώμαγε τσίπουρο.

Κάθε κύτταρο του μυαλού της πάλευε μάταια να βάλει τα γεγονότα σε μια τάξη, να δώσει μια σειρά στις εικόνες που το κατέκλυζαν. Τα πάντα μπερδεμένα σε ένα τρομαχτικό κουβάρι. Οι αδερφές της φώναζαν. Φώναζε κι εκείνος. Τις έβριζε. Τις απειλούσε. Τον είδε να σωριάζεται στο χώμα. Μια πέτρα στο χέρι της. Πότε την σήκωσε το χέρι της από τη γη; Την χτύπησε... Όχι, σκέφτηκε. Εγώ τον χτύπησα. Η εικόνα της Δρόσως από κάτω του επιτέθηκε ξανά στο διαλυμένο μυαλό της. Ένοιωσε να γεμίζει με μια απερίγραπτη οργή, που την έκαιγε σαν πυρκαγιά. Οι αδερφές μου, μόνο αυτό υπήρχε στην σκέψη της. Κοίταξε τα χέρια της. Αντίκρισε το βαθύ κόκκινο χρώμα του αίματος. Οι αδερφές μου...

ΦθινόπωροDove le storie prendono vita. Scoprilo ora