Κεφάλαιο 18

492 17 6
                                    

Μάρτιος 1958, 10 μέρες πριν τον θάνατο του Γιάννου

Όταν του αποκάλυψε την αλήθεια για τον θάνατο του Σέργιου ξαφνιάστηκε. Ένοιωσε μια απίστευτη οργή να τον πλημυρίζει και ταυτόχρονα έναν βαθύτατο πόνο. Η καρδιά του ωστόσο, φώναζε πως η θέση του ήταν εκεί, δίπλα της, να την στηρίζει, να την προστατεύει, και μαζί με εκείνη όλα όσα αγαπούσε. Την κράτησε στην αγκαλιά του λέγοντάς της πως θα την βοηθήσει. Την αποχωρίστηκε θυμίζοντάς της πως την αγαπά.

Ξεκίνησε να πάει στο πατρικό του. Το μυαλό του δούλευε ασταμάτητα. Άρχισε να σκέφτεται πως μπορεί να κάνει πράξη όσα υποσχέθηκε στην Ελένη. Δεν υπήρχαν πολλά που μπορούσε να κάνει για την ώρα, πέρα από το να κρατήσει το στόμα του κλειστό, και τα αφτιά του ανοιχτά. Ήταν όμως και κάτι άλλο που έπρεπε να φροντίσει.

Άλλαξε την πορεία του και κατευθύνθηκε προς το ποτάμι. Εκεί στην άκρη του δρόμου, όπου τα δέντρα ήταν πιο πυκνά και άκουγε το νερό να κυλάει παραπίσω τους. Εκεί όπου κανένας δεν μπορούσε να τον δει. Εκεί πέταξε το δαχτυλίδι του Σέργιου, σφραγίζοντας έτσι την υπόσχεση που της έδωσε. Κανένας δεν θα μάθαινε. Πότε.

Επέστρεψε στο πατρικό του. Σε κανέναν δεν μίλησε για ώρες. Σκεφτόταν. Σκεφτόταν αδιάκοπα τι άλλο μπορούσε να κάνει. Μόνο δύο πράγματα είχαν απομείνει να κάνει. Να είναι δίπλα της. Να την κάνει ευτυχισμένη.

Πήγε στο καφενείο σε σκοπό να σιγουρευτεί από τις συζητήσεις των συγχωριανών του πως κανένας δεν υποψιαζόταν τα κορίτσια. Μετά από ώρες την είδε να μπαίνει κι εκείνη. Τον κοίταξε αβέβαιη για το τι ήταν σωστό να κάνει. Της χαμογέλασε. Της ένευσε να πάει κοντά του κι εκείνη χωρίς δεύτερη σκέψη έκατσε δίπλα του. Ήπιαν κρασί. Ανακοίνωσε τους αρραβώνες τους φέρνοντας την ευτυχία ξανά στα όμορφα μάτια της. Και βλέποντας εκείνο το φως στο πρόσωπό της, ήξερε πως η καρδιά του τον οδηγούσε σωστά. Θα ήταν μαζί. Θα ήταν ευτυχισμένοι...

Την συνόδευσε μέχρι το πατρικό της. Εκείνη αρνήθηκε να μπει μέσα στο σπίτι. Έκατσε κάτω από τις λεύκες αναπνέοντας την δροσιά της νύχτας. Την πλησίασε. Τύλιξε τα χέρια του απαλά γύρω από το κορμί της. Έμπλεξε τα χέρια της με τα δικά του. Ένοιωσε το σώμα του γερό πίσω της, να την στηρίζει ακόμα κι χωρίς να το χρειάζεται. Έμειναν για λίγο χαμένοι στη σιωπή, απολαμβάνοντας την ηρεμία της νύχτας. «Λάμπρο...» ψιθύρισε δειλά. Γύρισε μέσα στην αγκαλιά του για να τον αντικρίσει. Στο βλέμμα της διαγραφόταν ακόμα ο φόβος. «Είμαστε καλά;» η φωνή της έτρεμε. Έμοιαζε ευάλωτη, μικρή. Της χαμογέλασε γλυκά, τρυφερά. Χάιδεψε απαλά το μάγουλό της με τις άκρες των δαχτύλων του. Πέρασε μερικές τούφες των μαλλιών της πίσω από το αφτί της. Την κοίταξε με λατρεία. «Είμαστε καλά» της είπε με άπλετη στοργή να στολίζει την χροιά του. Την κόλλησε απότομα πάνω του, κάνοντάς τη να γελάσει ελαφρά. «Κι είμαστε μαζί» τα μάτια της γέμισαν φως. «Το κατάλαβες αυτό Σταμίρη;» εκείνη έγνεψε με ένα χαμόγελο να ομορφαίνει το υπέροχο πρόσωπό της.

ΦθινόπωροWhere stories live. Discover now