Κεφάλαιο 11

580 19 5
                                    

Ήταν μια από εκείνες τις σπάνιες μέρες του Μάρτη. Μια από εκείνες τις αφύσικα ζεστές και ηλιόλουστες μέρες που μύριζαν άνοιξη, που έσπαγαν το τσουχτερό κρύο και την διαπεραστική υγρασία της εποχής. Δούλευε στα χωράφια από το πρωί. Ο Φανούρης την πλησίασε για της μιλήσει. Από καιρό τα πράγματα είχαν αρχίσει να δυσκολεύουν. Ο Δούκας Σεβαστός, ο άρχοντας του κάμπου, πίεζε όλο και περισσότερο την Ελένη να πουλήσει τα χωράφια της. Έστελνε τους παρατρεχάμενούς του, να της παζαρεύουν τιμές. Της έβαζε συνεχώς εμπόδια. Εκείνη όμως με κάθε δυσκολία πείσμωνε πιο πολύ. Τελευταία είχαν προβλήματα με τους εργάτες, αυτός ήταν κι ο λόγος που ήθελε να της μιλήσει ο Φανούρης.

Ξύπνησε αργά. Ο ήλιος είχε ανέβει ήδη ψηλά και χάραζε δειλά το δρόμο του μέσα από τις μισάνοιχτες χαραμάδες προς το μαξιλάρι του. Το κεφάλι του πονούσε δαιμονισμένα. Είχε πιει αρκετά χθες. Το στομάχι του ανακατεύτηκε στην μυρωδιά του βούτυρού και του καφέ που έφταναν από την τραπεζαρία. Άκουσε την Αγορίτσα να κουβαλάει δίσκους με πιάτα και ποτήρια βιαστική και χαμογέλασε στον εαυτό του. Ποιος ξέρει ποια παράλογη απαίτηση καρφώθηκε σήμερα στο μυαλό της Μυρσίνης Σεβαστού. Σηκώθηκε σέρνοντας το σώμα του έξω από το κρεβάτι. Φόρεσε το φρεσκοσιδερωμένο του πουκάμισο και το παντελόνι του. Φόρεσε το γκρι του γιλέκο και κοιτάχθηκε στον καθρέφτη χαμογελώντας νωχελικά στο είδωλο του στον καθρέφτη. Δεν πρόλαβε να κατέβει την μεγάλη σκάλα του σπιτιού και ένιωθε ήδη το δωμάτιο να ησυχάζει, οι ψίθυροι να σωπαίνουν, η παρουσία του επιβλητική στους γύρω του πριν καν την κάνει αισθητή.

«Καλημέρα αγόρι μου, να σου βάλω να φας;» είπε η Μυρσίνη αρπάζοντας τη ψωμιέρα από τα χέρια του Κωνσταντή, ο οποίος δεν πρόλαβε να σερβιριστεί.

«Δεν πεινάω, μάνα, θα πιώ έναν καφέ στο καφενείο», αποκρίθηκε ο Σέργιος σκάζοντας ένα φιλί στην Μυρσίνη η οποία έλαμψε από ευτυχία.

«Κωνσταντή, εσύ τι θα κάνεις σήμερα;» ρώτησε τον αδερφό του ο Σέργιος. Καταλάβαινε πως τον κοιτάζει με μισό μάτι και του άρεσε να τον τσιγκλάει συνεχώς.

«Θα πάω στα χωράφια όπως κάθε μέρα. Εσύ δεν θα 'ρθείς;»

«Εγώ έχω πιο σημαντικές δουλειές», αποκρίθηκε ο Σέργιος κλείνοντας το μάτι στον αδερφό του. Τον είδε να σκοτεινιάζει μα δεν τον ένοιαζε. Σύντομα θα ξεχνούσε την δυσαρέσκεια του, όπως όλοι.

«Σέργιε, άσε τις κουβέντες και ακολούθησε με στο γραφείο μου που σε θέλω».

Ο Σέργιος ένιωσε την μέχρι τότε καλή του διάθεση να εξατμίζεται. Ήξερε τι τον ήθελε ο πατέρας του δεδομένης της συζήτησης που είχαν την προηγούμενη μέρα. Ήξερε επίσης τον τρόπο να τον πείσει, όμως ξαφνικά δεν ένιωθε τόσο σίγουρος για τον εαυτό του.

ΦθινόπωροWhere stories live. Discover now