Κεφάλαιο 3

443 23 3
                                    

Λίγο αφού έφυγε ο Γιώργης κάποιος χτύπησε απαλά την πόρτα τους. Άνοιξε η Ασημίνα και χαμογέλασε πλατιά μόλις αντίκρισε τον Φανούρη. Αμέσως μόλις έμαθε ότι ο Γιώργης θα έφευγε για λίγο από το χωριό, έτρεξε να δει μη και θέλουν τίποτα οι κόρες του. Μα τίποτα δεν ήθελαν εκείνες. Ένοιωθαν ωστόσο ανακούφιση και απεριόριστη ευγνωμοσύνη γνωρίζοντας πως υπήρχε κάποιος να τις συντρέξει κατά την απουσία του πατέρα τους. Καθησύχασαν, λοιπόν, τον οικογενειακό τους φίλο, το μεγάλο τους αδερφό, όπως τον έβλεπαν εκείνες, και του πρόσφεραν ένα γλυκό και μια θέση στο τραπέζι τους.

Μίλησαν με την Ελένη για την δουλειά, ώστε να σιγουρευτούν πως όλα πάνε καλά. Οργάνωσαν τις δουλειές που έπρεπε να γίνουν στα χωράφια τους την επόμενη μέρα. Η Ελένη θέλησε να μάθει πως ήταν η γυναίκα του καλού της φίλου, πως ήταν τα παιδιά του κι ανακοίνωσε τελικώς πως την επομένη θα επισκεπτόταν το σπίτι τους για λίγες ώρες.

Όταν πια έπεσε για τα καλά η νύχτα ο Φανούρης επέστρεψε στην οικογένειά του. Τα τρία κορίτσια μάζεψαν το σπίτι βιαστικά, φροντίζοντας να μην μείνουν πιάτα χωρίς να πλυθούν και πέταξαν μερικά ξύλα ακόμα στο τζάκι προκειμένου να σπάσουν την φθινοπωρινή υγρασία που είχε ποτίσει τους τοίχους του σπιτιού τους. Έπειτα ετοιμάστηκαν και ξάπλωσαν στα μικρά στρώματα τους. Μίλησαν για λίγο οι τρεις τους, όμως η Ελένη, ταλαιπωρημένη από τις δουλειές του σπιτιού και των χωραφιών, γρήγορα αποκοιμήθηκε. Όπως πάντα οι αδερφές τις έμειναν ξύπνιες λίγο παραπάνω, όμως κι εκείνες γρήγορα παραδόθηκαν στον ύπνο, και το σπίτι τους γέμισε από μια μελωδική και πολύχρωμη ησυχία.

Το επόμενο πρωί, αφού ήπιαν τον καφέ τους, έφαγαν ένα βιαστικό και πρόχειρο πρωινό, αφού συμμάζεψαν το σπίτι, αφού ντύθηκαν και καθάρισαν την αυλή, τάισαν τις κότες και πήρε η κάθε μια τον δρόμο της. Η Ελένη έτρεξε στα χωράφια, η Δρόσω συνόδεψε την Ασημίνα μέχρι την δουλειά της στο ραφτάδικο κι ύστερα κατευθύνθηκε μόνη της μέχρι την βρύση. Πήγε νερό στο σπίτι τους και ύστερα πήγε στο σπίτι του κύριου Νέστωρα. Σε μια, δυο ώρες το πολύ θα είχε τελειώσει με τις δουλειές της και θα επέστρεφε στο σπίτι, πιθανότατα μαζί με την Ασημίνα, αν δεν είχαν πολύ δουλεία με την Ουρανία. Θα μαγείρευαν και θα περίμεναν την αδερφή τους να επιστρέψει για να φάνε όλες μαζί όπως πάντα.

Η δουλεία στα χωράφια ήταν σκληρή όμως η Ελένη την έκανε πάντα με ευχαρίστηση και ο πατέρας της την καμάρωνε για αυτό. Έπαιρνε τέτοια ικανοποίηση σαν γέμιζαν τα χέρια της με χώμα και τα ρουθούνια της πλημμυρίζονταν από το άρωμα της γης που ξεχνούσε την κούραση της. Ούτε την ένοιαζε που τα χέρια της είχαν σκληρύνει και είχαν γεμίσει κάλους και πληγές. Τίποτα δεν την ένοιαζε κάθε φορά που τελείωναν το θέρισμα ή την σπορά. Κοίταζε αυτά τα χώματα με την ίδια αγάπη που τα κοίταζε κι ο πατέρας της. Αγαπούσε αυτήν τη γη με την ίδια ένταση που αγαπούσε και τη ζωή.

ΦθινόπωροWhere stories live. Discover now