Κεφάλαιο 30

461 17 0
                                    

«Φανούρη μου θα τα καταφέρεις μόνος σου σήμερα;» τον ρώτησε κάπως ανήσυχα. Δεν ήθελε να φύγει από τόσο νωρίς για το σπίτι, αλλά είχε πολύ ζέστη εκείνη τη μέρα, κάτι που της δημιουργούσε μια έντονη δυσφορία. Όσο δυνάμωναν οι ζέστες τόσο πιο έντονη γινόταν κι η κούραση της. Σε λίγες μέρες θα άρχιζαν το θέρισμα κι εκείνη έβλεπε πως ο ήλιος κι οι σκληρή δουλειά δεν ταίριαζε καλά με την εγκυμοσύνη της. Τις τελευταίες μέρες πήγαινε κυρίως για να επιβλέπει τις τελευταίες ετοιμασίες. Καθόταν μόνη κάτω από την σκιά ενός δέντρου και αναπολούσε τα χρόνια που έτρεχε σε αυτά τα χωράφια ως μικρό κοριτσάκι, με τον πατέρα της να την κυνηγάει γελώντας κουρασμένος.

Τα πάντα πλέον έμοιαζαν να την γυρνούν πίσω σε εκείνες τις μέρες. Σαν από ένστικτο πιανόταν από τις πιο όμορφες και μακρινές αναμνήσεις της. Σχεδόν άκουγε τον πατέρα της που της φώναζε να προσέχει για να μη πέσει έτσι άτσαλα που έτρεχε γύρω του όσο εκείνος δούλευε με τον Φανούρη. Τον άκουγε που γελούσε και καμάρωνε. Θυμήθηκε τότε που καθόταν με τον Λάμπρο σε αυτά τα χώματα κι έπαιζαν μαζί. Θυμήθηκε όταν αργότερα ο πατέρας της την έμαθε πως να φροντίζει αυτήν την γη που τόσο αγαπούσαν κι οι δυο. Τις τελευταίες μέρες τον είχε συνέχεια στο μυαλό της.

«Μην ανησυχείς Λενιώ» είπε και έσφιξε καθησυχαστικά τον ώμο της. «Πήγαινε σπίτι σου να ξεκουραστείς, δεν κάνει να είσαι όλη μέρα μες τον ήλιο και στη ζέστη» εκείνη του χαμογέλασε ευγενικά και απομακρύνθηκε ήρεμα. Δεν πήγε όμως στο σπίτι της. Ήταν πολύ νωρίς ακόμα. Οι αδερφές της δεν θα είχαν γυρίσει ακόμα. Ο Λάμπρος ήταν στο σχολείο με τον πατέρα του και τον ξάδερφό του, κι έφτιαχναν τη βιβλιοθήκη του σχολείου. Αν ήταν να κάτσει μόνη της, δε θα το έκανε μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού της.

Κατέβηκε αργά τον δρόμο προς το ρέμα, κι από εκεί προς το χωριό. Τα δέντρα έριχναν τον ίσκιο τους στο χωματόδρομο προστατεύοντάς την από τον ήλιο. Η δροσιά του τρεχούμενου νερού από το ποτάμι έσπαγε γλυκά την αποπνικτική ζέστη. Οι γαλήνιοι ήχοι της φύσης ηρεμούσαν την ψυχή της. Εκεί μπορούσε να χαλαρώσει.

Είχε απορροφηθεί τόσο από την ηρεμία γύρω της που δεν τον είδε παρά μόνο όταν βρέθηκε μπροστά της. «Εσένα έψαχνα» είπε αυτάρεσκα μα για πρώτη φορά εκείνη δεν έδωσε καμία σημασία στην παρουσία του. Του έριξε μια αδιάφορη ματιά κι έκανε να τον προσπεράσει, για να συνεχίσει ήσυχη τον περίπατό της. Έπιασε απότομα το χέρι της, σφίγγοντάς το επώδυνα και την σταμάτησε. Τραβήχτηκε μακριά του ταραγμένη. Ασυναίσθητα το χέρι της κινήθηκε προστατευτικά πάνω από την κοιλιά της.

Φθινόπωροحيث تعيش القصص. اكتشف الآن