Κεφάλαιο 16

439 10 10
                                    

Κατέβηκε βιαστικά τον δρόμο προς το δασάκι. Τα φύλλα έτριζαν κάτω από τα πόδια της. Ο αέρας πάγωνε το πρόσωπό της. Τράβηξε το παλτό γύρω της, έτριψε τα χέρια της με δύναμη διώχνοντας το τσούξιμο της υγρασίας από το δέρμα της. Την είδε να πλησιάζει και χαμογέλασε ευτυχισμένος. Ήταν τόσο όμορφη. «Γιατί μου ζήτησες να βρεθούμε εδώ;» τον ρώτησε μόλις έφτασε μπροστά του. «Έμαθες κάτι;» εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, χαμηλώνοντας αμυδρά το βλέμμα του.

«Ήθελα να σε δω» η φωνή του ήρεμη, χάιδευε απαλά τα αφτιά και την ψυχή της. Το μαρτύριο του έρωτα. Να αγαπάς αυτόν που δεν μπορείς να έχεις. Να είσαι τόσο κοντά στην ευτυχία κι αυτή να σε προσπερνάει λυπημένη...

«Νικηφόρε...» ξεκίνησε μα αυτός την διέκοψε. «Ξέρω τι θα πεις και ειλικρινά δεν καταλαβαίνω» είπε με μια κούραση κι έναν τρυφερό εκνευρισμό στην χροιά του. «Τι μας εμποδίζει Ασημίνα;» πήρε τα χέρια της μέσα στα δικά του. Χάιδεψε το δέρμα της με τους αντίχειρές του κάνοντάς την να ανατριχιάσει. Το άγγιγμά του την πονούσε σχεδόν όσο κι η απουσία του. «Χρειάζεσαι αλήθεια την ευχή του Δούκα και της Μυρσίνης;» την ρώτησε «Γιατί εγώ ούτε την χρειάζομαι, ούτε και την θέλω». Εκείνη δεν είχε το κουράγιο να ελευθερωθεί από το τρυφερό του άγγιγμα. Έριξε το βλέμμα της στα χέρια τους. Τι τους εμπόδιζε τελικά; Αφού κι εκείνη ένοιωθε την καρδιά της να αναγεννιέται κοντά του. Τι τους κρατούσε μακριά; Ο Σέργιος σκέφτηκε. Σκοτώσαμε τον Σέργιο. Να τη η θηλιά που την έπνιγε, ο γκρεμός που τους χώριζε. Σκότωσαν τον αδερφό του...

«Ούτε η Ελένη θα το δεχτεί» είπε δειλά. Και θα ήταν σωστή να αρνηθεί αυτόν τον γάμο. Θα είχε δίκιο να της πει πως αυτό ήταν λάθος, γιατί ήταν. Η λογική της φώναζε τρέξε, η καρδιά της όμως απαιτούσε να μείνει εκεί, κι η καρδιά δεν υποτάσσεται στην λογική. Πως το είχε πει ο Λάμπρος εκείνο το βράδυ στην αδερφή της; Η αγάπη κι η τρέλα περπατάνε χέρι-χέρι. Δίκιο είχε τελικά.

«Η Ελένη θα καταλάβει» εξήγησε με σιγουριά εκείνος. «Γιατί ξέρει καλά πως είναι μην έχεις τον άνθρωπο που διάλεξε η καρδιά σου» την κοίταξε βαθιά. Ακούμπησε το χέρι της στο στήθος του. Ένοιωσε την καρδιά του να χτυπά δυνατά κάτω από τα δάχτυλά της. «Κι η δικιά μου ανήκει μόνο σε εσένα» η φωνή του ήρεμη, μπλέχτηκε με το απαλό αεράκι και έφτασε στα αφτιά της σαν ζεστό χάδι.

Ανέπνευσε βαθιά. Τα μάτια της γέμισαν από κρυστάλλινα δάκρυα που απειλούσαν να κυλήσουν στα λευκά της μάγουλα. Τον αγαπούσε. Με έναν παράλογο τρόπο που ούτε η ίδια δεν καταλάβαινε. Δεν τον ήξερε σχεδόν, αλλά η ευγένεια κι η καλοσύνη στο πρόσωπό του συγκινούσε τόσο πρωτόγνωρα την ψυχή της. Η αγάπη στο βλέμμα του ξέπλενε τον πόνο που συνόδευε τις τύψεις της. Γιατί να τον αγαπήσει; Εκείνον από όλους στον κόσμο; Γιατί να νοιώθει μόνο μαζί του ζωντανή, ολόκληρη;

Τραβήχτηκε απρόθυμα μακριά του. Όχι. Αυτό ήταν λάθος. Δεν έπρεπε να λυγίσει, να παρασυρθεί από αυτό που ένοιωθε. «Νικηφόρε σε παρακαλώ, μη μου το κάνεις πιο δύσκολο» είπε απότομα «Εμείς οι δυο δεν μπορούμε να είμαστε μαζί». Τον κοίταξε κι αυτός κατάφερε να δει πως όντως πίστευε ότι υπήρχε κάποιο ανυπέρβλητο εμπόδιο ανάμεσά τους. Είδε στο πρόσωπό της έναν φευγαλέο πόνο, μια βαθιά θλίψη.

«Ούτε να μιλάμε δεν θα έπρεπε» είπε κι άκουσε την φωνή της να τρέμει με κάποιο είδος οδύνης.

Μια απόλυτη κι εκκωφαντική σιωπή τους τύλιξε ξαφνικά. Αυτός ήθελε να κάνει τα πάντα για να καταλάβει ποιος τοίχος τους χώριζε και να παλέψει με μανία να τον γκρεμίσει. Αυτή προσπαθούσε να χτίσει τον τοίχο που κατέρρεε ανάμεσά τους, προτού αυτός διαλυθεί και πλακώσει όλες της τις άμυνες.

«Αν δεν έχεις να μου πεις κάτι άλλο...» είπε εκείνη διστακτικά «τότε ίσως είναι καλύτερα να γυρίσω στο σπίτι». Κατάπιε βαριά. Την κοίταξε για λίγο και της έγνεψε να περιμένει.

«Έγινε κάτι που πρέπει να ξέρετε» της απάντησε τελικά. Είδε το σοβαρό και μπερδεμένο ύφος στο πρόσωπό του. Τον πλησίασε ασυναίσθητα. Ότι κι αν ήθελε να της πει ήταν σημαντικό, και αυτή την φορά δεν είχε να κάνει με την σχέση τους, αλλά με τον κοινό τους στόχο. «Πριν μια βδομάδα περίπου ήρθε ένας άντρας στο σπίτι μας» ξεκίνησε «Εγώ πρώτη φορά τον έβλεπα όμως ο πατέρας μου φάνηκε να τον ξέρει πολύ καλά».

«Που είναι το περίεργο; Ο Δούκας έχει γνωριμίες παντού» αποκρίθηκε εκείνη. Είδε κάτι παράξενο και αδιευκρίνιστο στα μάτια του. «Δεν φάνηκε να χαίρεται καθόλου που τον είδε πάντως μια φορά» ο τόνος του έκρυβε έναν ελαφρύ σαρκασμό. «Η Αγορίτσα μου είπε πως ο παππούς μου τον είχε στην δούλεψη του» το βλέμμα της σκοτείνιασε. «Κι ο Κωνσταντής ανάφερε πως τον είχε δει στην κηδεία του αδερφού μας» γέλασε κάπως ειρωνικά «Από ότι φαίνεται ήταν καλοί φίλοι με τον Σέργιο». Η Ασημίνα ένοιωσε να ανατριχιάζει ολόκληρη στο άκουσμα του ονόματός του.

«Δεν καταλαβαίνω Νικηφόρε» αποκρίθηκε εκείνη «Γιατί θεωρείς πως πρέπει να μου τα πεις αυτά; Τι σχέση έχουν όλα αυτά με εμάς;». Τότε ήταν που της είπε γιατί του είχε κάνει τόσο μεγάλη εντύπωση η επίσκεψη αυτού του άντρα. Της είπε πως ο Δούκας κι η Μυρσίνη κλείστηκαν για ώρες στο γραφείο και μίλησαν έντονα. Της είπε όλα όσα άκουσε και την είδε να παγώνει, να χλομιάζει ολόκληρη.

«Οι δικοί μου δεν φάνηκαν να τον πιστεύουν πάντως Ασημίνα» προσπάθησε να την καθησυχάσει όμως δεν τα κατάφερε. «Δεν έχει σημασία» είπε εκείνη αυστηρά «Πρέπει να το πούμε στην Ελένη. Τώρα». Έπιασε το χέρι του και τον τράβηξε με δύναμη. Άρχισαν να περπατούν βιαστικά προς το πατρικό της. Η ανάσα της κομμένη, η καρδιά της φουρτουνιασμένη, το μυαλό της βουβο...

ΦθινόπωροΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα