Κεφάλαιο 7

501 19 6
                                    

Το επόμενο πρωί όταν άνοιξε τα μάτια της, είδε το χρυσαφένιο φως του ήλιου να ξεχειλίζει το δωμάτιο. Χαμογέλασε. Κάπου ανάμεσα στο καφενείο και το σπίτι, σε μια σκοτεινή γωνιά της νύχτας, είχε αφήσει τις αμφιβολίες και τις σκέψεις. Πλέον ήταν σίγουρη και για το τι ήθελε αλλά για το τι ήταν το σωστό. Σηκώθηκε. Ντύθηκε. Ετοιμάστηκε πριν καν σηκωθούν οι αδερφές της. Την βρήκαν να κάθετε στο τραπέζι. Το πρωινό έτοιμο, το ίδιο κι οι καφέδες. Το πρόσωπό της είχε κάτι απρόσμενο, ευχάριστο, παιδικό. Κάτι που τους έκανε όλους να χαμογελάσουν ευτυχισμένοι, ανακουφισμένοι.

Ο Γιώργης κρατούσε ακόμα έναν μικρό ενδοιασμό. Τον είχε πράγματι συγχωρέσει η κόρη του; Η αλήθεια ήταν πως φοβόταν να το πιστέψει μη και τελικά ήταν ψέμα. Η Ελένη παρά την καλή της διάθεση δεν είπε πολλά. Τα δυο κορίτσια την φίλησαν τρυφερά στο μέτωπο, χαιρέτησαν τον πατέρα τους και έφυγαν για τις δουλειές τους. Την στιγμή που έκλεισε η πόρτα πίσω τους η Λενιώ πετάχτηκε από την καρέκλα της. Έκατσε όσο πιο κοντά του γινόταν. Έκλεισε τα χέρια του με τα δικά της και τον κοίταξε στα μάτια με την ελπίδα να ρέει αδιάκοπα από τα όμορφα χαρακτηριστικά της. «Το εννοούσες αυτό που είπες, πατέρα;» ρώτησε με αγονία «Αλήθεια θα μας δώσεις την ευχή σου;». Αυτός της χαμογέλασε αχνά, ολότελα νικημένος από την αγάπη των δυο παιδιών «Την έχετε ήδη κόρη μου».

Η ανάσα της βγήκε μαζί με ένα ανακουφισμένο γέλιο. Το βλέμμα της έλαμπε σαν τον πιο φωτεινό ήλιο. Η ευτυχία έδινε ζωή στα χαρακτηριστικά της. Φίλησε τα χέρια του πατέρας της και έπειτα χώθηκε στην αγκαλιά του, ακριβώς όπως έκανε όταν ήταν μικρό κορίτσι ακόμα. Ο Γιώργης επιτέλους ηρέμισε.

Πήγαν μαζί στα χωράφια. Δούλεψαν τη γη με την ψυχή και το σώμα τους αναζωογονημένα. Η Ελένη μύριζε το νωπό χώμα και ένοιωθε την ευτυχία που την είχε κατακλείσει να πολλαπλασιάζετε. Είχαν περάσει ώρες όταν σήκωσε πάλι το κεφάλι της. Για μια στιγμή μόνο της φάνηκε πώς είδε κάποιον να παραφυλάει στις σκιές των δέντρων. Ωστόσο, εκείνη η ιδέα της θολής φιγούρας εξαφανίστηκε από το οπτικό της πεδίο όσο γρήγορα και αναπάντεχα είχε εμφανιστεί, έτσι δεν έδωσε καμία σημασία.

Γύρισαν στο σπίτι τους, έφαγαν όπως πάντα όλοι μαζί σαν οικογένεια. Μίλησαν για αρκετή ώρα, ήπιαν κρασί. Τελικά αποφάσισε είχε έρθει η ώρα να κατέβει στο χωριό. Θα πήγαινε να τον βρει. Θα μιλούσαν. Θα του έλεγε πως τον αγαπάει. Όλα θα έπαιρναν τον δρόμο τους. Άλλαξε το λερωμένο από τα χώματα φόρεμά της με ένα καθαρό και ελαφρώς πιο φωτεινό. Φόρεσε το παλτό της. Τύλιξε το σάλι σφιχτά γύρω της και ξεκίνησε για το χωριό.

ΦθινόπωροWhere stories live. Discover now