Κεφάλαιο 2

421 24 8
                                    

Ο Γιώργης είχε μείνει να κοιτάζει τον νεαρό δάσκαλο, με τον αέρα κολλημένο κάπου βαθιά στον λαιμό του. Κι ο δάσκαλος, στεκόταν εκεί σαν άγαλμα, παγωμένος στον χρόνο. Κοίταζε μια το ποτήρι του, μια τον άντρα απέναντί του, μια το κενό γύρω τους και αναμεσά τους. Ακούνητος, ασάλευτος, αμίλητος, αγέλαστος. Ταλαντευόταν κάπου ανάμεσα στην πορφυρή ύπαρξη και την χλομή ανυπαρξία. Το δέρμα του γυάλιζε με ένα λεπτό στρώμα ιδρώτα. Τα χέρια του έτρεμαν. Τα μάτια του φωτίζονταν με κάθε σπίθα που απειλούσε να αναφλέξει την ελπίδα μέσα τους και σκοτείνιαζαν με κάθε ριπή του φοβισμένου ανέμου που τον έπνιγε.

Εκείνη η γλυκιά φλόγα θέριεψε μέσα του, γεμίζοντας το κορμί του με την ζεστασιά της. Αυτός ο άντρας είχε καταφέρει να του δώσει μια χρυσή κλωστή ολοζώντανης ελπίδας. Άφησε την αγάπη του για την παιδική του φίλη να πλημμυρίσει το σώμα του. Ένοιωσε την καρδιά του να χτυπάει γρήγορα, δυνατά, την ανάσα του να τον γεμίζει για πρώτη φορά με φρέσκο, ρόδινο αέρα.

Άδειασε το ποτήρι του και σηκώθηκε αποφασισμένος πια, βέβαιος για το τι έπρεπε να κάνει από εδώ και πέρα. Άρπαξε εκείνη την φωτογραφία από το έπιπλο με τον πατέρα του και την αγαπημένη του μητέρα, κι εκείνη την μικρή με τον αδερφό του, άρπαξε τα βιβλία του που ήταν σκορπισμένα στο δωμάτιο και το γιλέκο του από την άδεια καρέκλα κι εξαφανίστηκε στην καμαρούλα του. Μόνο σε εκείνες τις λίγες στιγμές που ο Γιώργης έμεινε μόνος του, σίγουρος πια ότι ο Λάμπρος θα γύριζε στο χωριό, κατάφερε να αναπνεύσει. Το σώμα του χαλάρωσε ανακουφισμένο, η καρδιά του ηρέμισε ξαλαφρωμένη. Όταν ο νεαρός επέστρεψε στο δωμάτιο, τον κοίταξε με μάτια πλημμυρισμένα από δάκρια και ανυπόμονο φόβο. «Που θα μείνετε το βράδυ κυρ Γιώργη;» ρώτησε σαν να είχε ανακαλύψει κάτι για πρώτη φορά.

Ο άντρας αποκρίθηκε πως θα έβρισκε κάπου να περάσει την νύχτα με ευκολία, πράγμα για το οποίο φαινόταν όντως πολύ αισιόδοξος και σίγουρος. Ο δάσκαλος ωστόσο επέμεινε να τον φιλοξενήσει αυτός το βράδυ. Ήταν σίγουρος ο Γιώργης πως το κακόμοιρο αγόρι δεν αντιλαμβανόταν πλήρως όσα έλεγε ή εξελίσσονταν γύρω του, όμως είχε ένα πείσμα ίδιο με της κόρης του και τελικά δεν κατάφερε να του φέρει αντίρρηση.

Σε μισή ώρα ο Λάμπρος είχε βάλει ρούχα, φωτογραφίες και βιβλία σε δυο μικρές βαλίτσες και καθόταν στον μικρό καναπέ κοιτώντας το κενό ανάμεσα σε εκείνον και τον τοίχο, ή ίσως, το κενό πέρα από τον τοίχο, εκείνο που χανόταν κάπου στο σκοτεινό τίποτα. Μάτι δεν έκλεισε όλη την νύχτα. Σκεφτόταν τι θα έλεγε στην Θεοδοσία και στην οικογένεια της. Σκεφτόταν τι θα έλεγε στον πατέρα του. Σκεφτόταν τι θα έλεγε στην Ελένη. Στην Ελένη... η Ελένη του... Χαμογέλασε στην σκέψη της. Η Ελένη του... Πόσο του είχε λείψει; Το Λενιώ του. Η αγαπημένη του. Η παιδική του φίλη. Η πρώτη του αγάπη. Η μόνη του αγάπη. Στα πόδια της θα έπεφτε, θα την παρακαλούσε να τον συγχωρέσει. Θα δεχόταν την οργή της, την απαξίωση, το σκληρό της βλέμμα, τα πάντα, αρκεί στο τέλος να τον συγχωρούσε. Αρκεί στο τέλος να τον αγαπούσε...

ΦθινόπωροΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα