Κεφάλαιο 5

480 24 11
                                    

«Που είναι η αδερφή σας;» ρώτησε ο Γιώργης «Δεν ήρθε στα χωράφια σήμερα». Τα δυο κορίτσια τον κοίταξαν δειλά. Ήξεραν πως άμα του έλεγαν για τον Λάμπρο θα υπέθετε πως ήταν μαζί και θα θύμωνε, ωστόσο, εκείνος ήλπιζε τα δυο παιδιά να είχαν βρεθεί, να είχαν μιλήσει. Ήλπιζε να ερχόταν απόψε μαζί του...

«Είπε θα πήγαινε στη Μερόπη, θα πιάσανε την κουβέντα και θα ξεχάστηκε» είπε ψέματα η Ασημίνα. Η Δρόσω την κοίταξε ελαφρώς ανήσυχη. Πολύ είχε αργήσει η αδερφή τους. «Σίγουρα θα επιστρέψει όπου να 'ναι» είπε και σιωπή απλώθηκε στο δωμάτιο. Ο Γιώργης κοίταξε τις κόρες του. Ήταν δυνατόν να μην συντάθηκε με τον Λάμπρο; Ίσως απλά να μην το ήξεραν τα δυο κορίτσια. Ίσως να το ήξεραν, αλλά να του το έκρυβαν λόγω της προηγούμενης άρνησης απέναντι στην σχέση των δυο παιδιών. Ναι. Σίγουρα κάτι τέτοιο θα συνέβαινε. Θα περίμενε. Και σε λίγο, η Ελένη θα έμπαινε στο σπίτι με ένα δειλό χαμόγελο και θα του ζήταγε ξανά να δεχτεί αυτόν το γάμο. Κι εκείνος θα τον δεχόταν.

Πράγματι, περίπου μισή ώρα αργότερα η Ελένη πέρασε την πόρτα του σπιτιού της, όμως στο πρόσωπό της δεν υπήρχε κανένα χαμόγελο. Αντίθετα, φαινόταν κουρασμένη, χλομή, θλιμμένη. Δεν είπε κουβέντα. Κανένας δεν τόλμησε να μιλήσει. Έκατσαν όλοι μαζί γύρω από το τραπέζι, κι όλη την ώρα τόσο ο πατέρας της όσο και οι αδερφές της την κοίταζαν που σκάλιζε το φαγητό της, χωρίς να το αγγίζει. Αγανακτισμένη πια από την σιωπή που την κύκλωνε, πετάχτηκε από την καρέκλα της, πήρε το πιάτο της και πριν προλάβει να κάνει οτιδήποτε άλλο άκουσε την φωνή του πατέρα της. «Μιλήσατε;» την ρώτησε κι εκείνη πάγωσε στην θέση της. Τον κοίταξε, ίσως για πρώτη φορά από όταν γύρισε στο σπίτι. Κοίταξε τις αδερφές της, οι οποίες της ανταπέδωσαν ένα εξίσου ξαφνιασμένο και μπερδεμένο βλέμμα. Έκατσε και πάλι. Κατάπιε με δυσκολία. «Μόνο όσο χρειάστηκε για του ευχηθώ για τον γάμο του» είπε ξερά. Έλεγε ψέματα. Το είδε.

Το βλέμμα του ήταν πάνω της, εξεταστικό, βαθύ, ήρεμο, στοργικό ακόμη. «Από όσο ξέρω τον διέλυσε τον αρραβώνα του» τα μάτια της Ασημίνας και της Δρόσως στράφηκαν αμέσως στο σκυμμένο πρόσωπο της αδερφής τους. «Έχει ζητήσει και μετάθεση για το χωριό μας» τα μάτια της εκτινάχθηκαν πάνω του. Αυτό δεν το ήξερε. Δεν της το είχε πει. Από την άλλη, δεν του είχε δώσει και την ευκαιρία να της πει οτιδήποτε. «Ας κάνει ότι θέλει. Εμένα δεν με αφορά» είπε απότομα και πήγε πάλι να σηκωθεί. «Ελένη...» είπε μαλακά ο Γιώργης. Την κοίταζε στα μάτια. Αυτό ήταν. Θα τα έλεγε όλα.

ΦθινόπωροWhere stories live. Discover now