59. Μαινάδες

173 3 0
                                    


Μου φαίνεται σαν ψέμα

Αλλού με πάει το ρέμα

Κι η όχθη που με βγάζει

Δεν μου μοιάζει....

(Στίχοι: Ουρανία Πατέλλη)


Χρόνια ολάκερα ένιωθε ανά στιγμές να πνίγεται, το ταβάνι να τον πλακώνει. Ήταν οι στιγμές που η συνείδηση του κι οι τύψεις, που τον βάραιναν, βοούσαν σαν μεθυσμένες μαινάδες και τον κατασπάραζαν αλύπητα για το κρίμα εκείνο που εδώ και μια δεκαετία κουβαλούσε στη ψυχή του. Πολλές φορές απελπιζόταν - "Κι αν είχε φύγει από το δικό μου χέρι; Την ώρα που του περνούσα το σκοινί και ήταν η θηλιά που του κλεψε τη ζωή και όχι τα χέρια του Μελέτη;" - Φυσικά κάτι τέτοιο δεν ίσχυε, μιας και ο ιατροδικαστής το χε πει στον πατέρα του πως οι μελανιές που έφερε ο Γιάννος προήλθαν από πνιγμό δια χειρός και όχι από κάποιο σχοινί... 

Και πάλι όμως... ποτέ δεν μπορεί να ναι κανείς σίγουρος μ'αυτά. Κι έπειτα, ήταν και το άλλο. Γιατί τους άφησε να το κάνουν; Έπρεπε να τους σταματήσει. Τον Γιάννο τον ήξεραν. Δεν έστεκε καλά στα μυαλά του. Δεν έπρεπε να άφηνε τον πατέρα του να διατάξει τέτοιο κακό. Δεν έπρεπε να σταθεί εκεί σα χάνος χωρίς να κανει κάτι να το αποτρέψει. Κιόμως αυτό ακριβώς έκανε. Δεν έκανε τίποτα και έβαψε έτσι τα χέρια του με αίμα. Δεν το βλέπανε οι άλλοι μα εκείνος το έβλεπε. Κάποιες φορές που οι τύψεις χόρευαν γύρω του εκστατικά το έβλεπε ξεκάθαρα. Πήγαινε να πλύνει τα χέρια του, μα αυτά δεν καθάριζαν. Παρέμεναν βρώμικα, με το αίμα να μη φεύγει, να μην τον αφήνει να ηρεμίσει. 

Το κοψε το ποτό μαχαίρι και μαζί μ αυτό δεν ξανάδε αυτή την ζοφερή εικόνα που τον έκανε να τρελαίνεται από τρόμο. Σαν έκλεινε όμως τα μάτια του η εικόνα αυτή ήταν πάντα εκεί, σα θύμηση αυτού που έκανε, και αυτού που δεν έκανε. Σα θύμηση της πιο φρικτής πράξης του, που τόσο μετάνιωσε, από την πρώτη στιγμή, και μετά έθαψε αφού εφησυχάστηκε. Αφού εθελοτύφλησε. 

"Το αίμα ξεπλένεται με αίμα, Κωσταντή" Για καιρό ήταν ήσυχος, το χρέος του το χε κάνει. Εκδικήθηκε το θάνατο του αγαπημένου του αδερφού, του Σέργιου. Σαν η αλήθεια ομως βγήκε στο φως κατέρρευσε. Έγινε κομμάτια. Κατέρρευσε, μα βρήκε χώμα να κρατηθεί στη γη, έναν ώμο να στηριχτεί. Την ίδια τη φόνισσα του αδερφού του. Που όμως δεν έφταιγε, ή ίσως και να έφταιγε εν μέρη για τη κατάντια του, αλλά δεν έφταιγε! Όχι, δεν έφταιγε εκείνη για τα λάθη τους, τα λάθη τα δικά του! Μαζί με τις αδερφές της υπερασπίστηκαν τον εαυτό τους και μετά σώπασαν. Λούφαξαν στο πετσί τους, τι να λεγαν άλλωστε; Δεν γινόταν να ανοίξουν το στόμα τους, κι αυτό το καταλάβαινε καλύτερα από τον καθένα. Όπως κι εκείνος, έτσι κι εκείνες έφεραν ένα βαρύ φορτίο στις πλάτες τους. 

Η αγάπη τα γιατρεύει όλαWhere stories live. Discover now