6. Φως στο σκοτάδι

411 7 0
                                    

- Σέργιε!

Η φωνή της μαμάς του τον ξάφνιασε. Ήταν εκεί κατάχαμα, στην άκρη του κήπου και ονειροπολούσε.

- Έλα αγόρι μου, το φαγητό είναι έτοιμο.

- Έρχομαι μανούλα!

- Βρε! Πάλι μέσα στα χώματα ήσουνα; του είπε και του ανακάτεψε τα μαλλιά, δίνοντας του ένα πεταχτό φιλί στο μέτωπο. Μάντεψε ποιος πρέπει να κάνει τώρα μπάνιο; τον μάλωσε παιχνιδιάρικα.

- Όχι τώρα μαμαά!

- Καλά πάμε να βάλεις τουλάχιστον άλλα ρούχα και θα κάνουμε μπανάκι μετά. Τώρα μας περιμένουν οι καλεσμένοι μας και δεν είναι σωστό να καθυστερήσουμε. Τι σόι οικοδεσπότες είμαστε;

Η Ασημίνα τον αγαπούσε πολύ τον Σέργιο. Ήταν η ζωή της. Ένιωθε τεράστιες τύψεις που βασάνισαν το παιδί τόσο καιρό μα η αλήθεια έπρεπε να βγει στο φως. Έπρεπε... «Μακάρι να μη γίνονταν τόσα λάθη, μακάρι να μη φτάναμε σ' αυτό το σημείο.» Αναστέναξε. Είχε ρίξει όλη την ευθύνη πάνω της και αυτό την έπνιγε. Τώρα όμως τα πράγματα ήταν αλλιώς.

Η αδελφή της η Δρόσω, η Δροσούλα της ήταν το μεγαλύτερο αγκάθι στη σχέση της με το Νικηφόρο. Ο μικρός όμως στάθηκε η ευκαιρία να τα ξαναβρούνε. Μπορεί αυτό που έκανε η Δρόσω να ήταν αισχρό - που τους κυνήγησε δικαστικά και την εκβίασε - όμως καταβάθος τη δικαιολογούσε. Γιατί η Ασημίνα της πήρε το παιδί από εκδίκηση και μετά την έδιωξε αφήνοντας την να βουλιάξει στο βούρκο. 

Τα ξέσπασματα όμως του μικρού στάθηκαν η αφορμή για να ξαναβρεί πραγματικά η μια την άλλη. Η διάλυση της οικογένειας τους, προκάλεσε τόση ταραρχή στη ψυχούλα του μικρού που συχνά παραμιλούσε στον ύπνο του, παρακαλώντας τους γονείς του να τα ξαναβρούν. Η Δρόσω σα βουβή θεατής στο δράμα του παιδιού της κλείδωνε, ένιωθε ανήμπορη να αντιδράσει, η ψυχή της πονούσε, πονούσε όσο ποτέ άλλωτε στη ζωή της. Η Ασημίνα στο προσκεφάλι του πάντα κατάφερνε να τον ηρεμίζει με τη καρδιά της κάθε φορά να γίνεται κομμάτια. 

Ένα πρωί που ο μικρός έφυγε από νωρίς με τον Λάμπρο για το σχολείο, η Δρόσω ξέσπασε με λιγμούς. Γιατί κατάλαβε. Κατάλαβε πόσο κακό έκανε στο παιδί της, το σπλάχνο της. Τα συγνώμη της φάνηκαν φτωχά, τόσο φτωχά που όσα και να ξεστόμισε ένιωθε πως ο ήχος τους ήταν κοροϊδευτικός, φτηνός, ξέπνοος. Χώθηκε στην αγκαλιά της Ασημίνας και έκλαιγε γοερά.

- Συγνώμη, Ασημινα, συγνώμη, συγνώμη, συγνώμη, συγνωμη.... Δεν έπρεπε... δεν έπρεπε... 

Η αγάπη τα γιατρεύει όλαWhere stories live. Discover now