56. Άγριες Μέλισσες

101 3 2
                                    


"Με κυνηγούν οι μέλισσες..."


Ενάμιση περίπου χρόνος έχει περάσει από την μέρα που η μικρή Γιάννα ήρθε στον κόσμο και τα δεύτερα γενέθλια των διδύμων πλησιάζουν. Όπως και η ξαδερφούλα τους όμως, έτσι κι αυτά δεν θα γνωρίσουν παππού και γιαγιά. Μια αλήθεια τους έχει πάρει από κοντά τους τον Αύγουστο του 1968, σαν η Αγορίτσα έσπασε τη σιωπή της. Μια σιωπή που εδώ και μια δεκαετία μέσα της βοούσε, αποκαλύπτοντας ένα τρομερό μυστικό για τον πρωτότοκο τους, τον Σέργιο. 

Ένα μυστικό που δεν μπορούσε, δε γινόταν να κρατήσει άλλο κρυφό. Ένα μυστικό που γλίστρησε απ τα χείλη της σαν ένα σμήνος άγριων, μανιασμένων μελισσών. Όχι γιατί δεν βάσταζε αυτό το βαρίδιο, το κεντρί μιας αλήθειας ανείπωτης που της τρυπούσε τη ψυχή, το βαρίδιο εκείνο της γνώσης για κάτι το τρομερό, αλλά γιατί δεν είχε πια άλλη επιλογή.

Η Μυρσίνη είχε εντοπίσει, μέσω του ντετέκτιβ που προσέλαβε, τη γυναίκα που έγραψε στο γιο της πως ήταν έγκυος. Ή τουλάχιστον αυτό νόμιζε, γιατί η συγκεκριμμένη γυναίκα δεν βρισκόταν πια εν ζωή. Ο Σέργιος την είχε κακοποιήσει, κάνοντας την δική του δια της βίας, και όταν αυτή τον πλησίασε ένα χρόνο αργότερα για να του πει για το παιδί εκείνος τη δολοφόνησε. Μόλις βδομάδες μετά το τραγικό συμβάν έχασε και εκείνος τη ζωή του από τα χέρια της Λενιώς, της Ασημίνας και της Δρόσως, εκείνη την καταραμένη νύχτα που έμελλε να αλλάξει τις ζωές τω τριών κοριτσιών μια για πάντα. 

Το βρέφος, ορφανό από γονείς, πλέον το μεγάλωνε η αδελφή της άτυχης κοπέλας, που δυστυχώς κι αυτή υπήρξε θύμα του. Η Αγορίτσα έμαθε τ'ανείπωτα μερικές βδομάδες μετά τον θάνατο του, μα δεν τόλμησε να πει το οτιδήποτε στους Σεβαστούς. Αντίθετα, φρόντιζε με τις οικονομίες της την κοπέλα και το παιδάκι με την προϋπόθεση πως δε θα αποκάλυπτε καμιά τους τίποτα και σε κανέναν. Αυτή της το ζήτησε γιατί φοβόταν την κοινωνική κατακραυγή, γιατί δεν ήθελε να σπηλωθεί το όνομα της αδερφής της. 

Γιατί για όλα όσα γίνηκαν εκείνην θα θα έφταιγε, σ'εκείνην θα έρχινε τ'ανάθεμα η κλειστή και άκρως συντηρητική κοινωνία του κάμπου. Καλύτερα να μην μάθαινε κανένας και ποτέ τίποτα. Δεν έπρεπε να αμαυρωθεί το όνομα της, δεν έπρεπε να σπηλωθεί η μνήμη της. Γλύστρισε στο ποτάμι και έπεσε. Έτσι χάθηκε. Αυτό ήξεραν οι πάντες και έτσι επρεπε να μείνει. Δεν έπρεπε να μάθει ποτέ και κανείς τίποτα!

Η αγάπη τα γιατρεύει όλαWhere stories live. Discover now