42. Μάτια κλειστά

215 4 0
                                    


"Μ' ενα κύμα θα ρθω να σε δω και αν έχει θεριό στο δρόμο μου... θα πετάξω! Πάντα ο ουρανός να' ναι ανοιχτός και θα σε φτάσω..."



Δυο βδομάδες νωρίτερα, μια κόλαση δίχως πάτο τους εγκλώβιζε στα δεσμά της. Σύντροφοι του Λάμπρου και συνοδοιπόροι στο κολαστήριο που του έλαχε, ο Προκόπης κι ο Μπάμπης - οι δυο "φυγάδες" που προσπάθησαν να γλυτώσουν από το θεριό που τελικά τους κατασπάραξε κι ο αρωγός τους. Κι αυτό γιατί η μοίρα τα χε αποφασίσει αλλιώς. Γιατί το ριζικό τους που τόσο βίαια άλλαξε ρότα δε μπορούσε να αλλάξει πια.

Ό,τι κι αν έκαναν για να γλυτώσουν, να ξεφύγουν από το δράκο της δικής τους ιστορίας, πάλι τα βήματα τους, τους πήραν πίσω στο ίδιο σημείο. Στην αφετηρία μιας δυσβάσταχτης συνθήκης. Έπρεπε να περάσουν κι αυτή τη δοκιμασία, να διασχίσουν κι αυτό το "καθαρτήριο" κι ας μην είχαν πειράξει άνθρωπο, κι ας μην είχαν βλάψει ψυχή ποτές τους. 


Οσα αντίκρισε ο Λάμπρος εκείνη τη μέρα στην Ημαθία που έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του, εκείνο το μαύρο πρωί που τα κοράκια του κατασπάραξαν ανελέητα ψυχή και σώμα, τα κράτησε για τον εαυτό του. Δεν είπε τίποτα ούτε στον Προκόπη, ούτε στον Μπάμπη. Ήξερε πως αν παραδεχόταν στους Ασφαλίτες ακόμα και το παραμικρό αυτό θα σήμαινε και το τέλος του.  Υπέμεινε τις προσβολές, τις βρισιές, το ανελέητο ξύλο, τις κλωτσιές, τους σφοδρούς πόνους και τα οικτρά βασανιστήρια αλλά δεν παραδέχτηκε τίποτα. Ούτε για τις κατηγορίες που του καταλογούσαν ούτε για τους πέντε που υποτίθεται πως έψαχνε η Ασφάλεια, ενώ στην πραγματικότητα τους είχαν δολοφονήσει αυτοί, οι ίδιοι, οι τάχατες υπερασπιστές της τάξης και του νόμου. 


Στο καράβι για τη Λέρο ήταν οι μόνες στιγμές που κατάφεραν να δουν το φως του ήλιου και να γαληνέψουν έστω και για λίγο τη ψυχή τους πριν τη μεγάλη τους καταδίκη. Το αγέρι γέμισε τα πνευμόνια τους οξυγόνο και παρά την ταλαιπωρία και την εξάντληση κατάφεραν έστω και για λίγο να ηρεμήσουν και να κλείσουν τα μάτια τους. Ν' αφουγκραστούν τη θάλασσα, τ' αγέρι, τους ψιθύρους που φέρνουν τα πελάγη... Ένα παλιο τραγούδι, γνώριμο, ένα τραγούδι που άρεσε πολύ στον πατέρα του και το μαθε κι εκείνος από μικρός κατέκλισε το μυαλό του Λάμπρου. Ένα άσμα που θα γυρόφερνε στον νου και θα τον στιγμάτιζε ψυχικά το επόμενο χρονικό διάστημα...

Η αγάπη τα γιατρεύει όλαOnde as histórias ganham vida. Descobre agora