44. Οικογενειακή εστία

375 6 2
                                    


Καμιά φορά, τα κάστρα πέφτουν από μέσα...



4η Νοεμβρίου 1967.

Σταμιρέικο, έξω από το παρασκευαστήριο της Λενιώς.

Αργά το απόγευμα, λίγο πριν σουρουπώσει.


Η Λενιώ βρίσκεται κατάχαμα, είναι ένα με το χώμα και τα χόρτα. Ωρύεται μετά τα άσχημα μαντάτα που έλαβε πως ο Λάμπρος υπέγραψε την καταδίκη του. Το "γιατί" δε λέει να φύγει από τα χείλη της, τον οδυρμό της. Η Ασημίνα την έχει στην αγκαλιά της και προσπαθεί να την παρηγορήσει. Μάταια...   


- Nικηφόρε, πάρε το παιδί πάνω, φωνάζει η Ασημίνα στον σύζυγο της.

- Όχι, θέλω να μείνω κοντά στη θεία μου! 

- Σέργιε, πάμε. Η θεία δεν είναι καλά...

- Όχι, αφήστε με! φωνάζει τρέχοντας καταπάνω στην Ελένη. Μη κλαις, θεία Ελένη, σε παρακαλώ! της απάντησε σφιχταγκαλιάζοντας την πλάτη της.


Δεν είπε τίποτε άλλο. 

Νεκρική σιγή επικρατούσε. 

Μόνο οι λυγμοί της Λενιώς έσπαγαν την αποπνικτική ησυχία που τους κατέκλισε.


- Γιατί Λάμπρο; Γιατί; ψέλλιζε εκείνη ξέπνοα, κλαμένη στην αγκαλιά της Ασημίνας, αφού δεν είχε συνειδητοποιήσει πως ο μικρός ήταν σιμά τους. 


Ο Νικηφόρος που στεκόταν πιο πίσω και η Ασημίνα πάγωσαν στη θέα του μικρού που έτρεξε κι αυτός, όπως και η μάνα του, κοντά στη θεία του. Στη θέα που αυτό το μικρό, αθώο πλασματάκι έσπευσε να παρηγορήσει τη θεία του κι ας μην ήξερε τι είχε συμβεί. Η θέση τους τώρα όλο και δυσκόλευε. Να του πουν τι; Πώς να του εξηγήσουν τι συνέβη; "Ανάθεμα την ώρα..." μουρμούρισε ο Νικηφόρος μέσα απ τα δόντια του φουριόζος. Η Ασημίνα με γουρλωμένα τα μάτια κοίταζε μια το γιο της και την αδελφή της και μια τον Νικηφόρο παραπέρα, ανήμπορη να κάνει το ότιδήποτε, πελαγωμένη. Ο Ζάχος τα χασε κι αυτός. Πώς μπορούσε ένα παιδί ίσα με οχτώ χρονών να παρασταθεί στον έρωτα της ζωής του ενώ αυτός κοτζάμ άντρας τα χασε σαν την είδε να ωρύεται; Σάστισε μα δεν έκανε τίποτα. Έμεινε κι αυτός εκεί παγωμένος και αμήχανος να τους κοιτάζει. 


- Συγνώμη, αγοράκι μου. Δεν έπρεπε να με δεις έτσι... του αποκρίθηκε η Λενιώ ύστερα από λίγο σα γύρισε καταπάνω του, κοιτάζοντας τον στα αθώα ματάκια του που λαμπύριζαν από τον ήλιο, στην προσπάθεια της να σηκωθεί, τινάζοντας συγχρόνως τη φούστα της που ήταν γεμάτη χώματα και ξερόχορτα. Σ'ευχαριστώ, σ' ευχαριστώ, ψυχή μου, που με πήρες αγκαλιά! Ήταν αυτό που χρειαζόμουνα για να νιώσω καλύτερα, συνέχισε τότε η Λενιώ με ένα πικρό χαμόγελο όμως τα μάτια της δήλωναν άλλα, έτσι κατακόκκινα και πρησμένα που ήταν. 

Η αγάπη τα γιατρεύει όλαWhere stories live. Discover now