30. Μάνα, η αλήθεια σιγοκαίει

304 5 3
                                    

Σάββατο, 1η Ιουλίου 1967.

Σεβαστέικο, Λάρισα.

Αναβρασμός και αναταραχή βασιλεύει στο πλουσιόσπιτο των Σεβαστών. Η Αγορίτσα τους μεταφέρει τα απρόσμενα νέα. Άμεσες αποφάσεις πρέπει να ληφθούν, κάτι που βρίσκει τη διστακτικότητα της Μυρσίνης προ τετελεσμένων των γεγονότων.

- Τι λες, Αγορίτσα; Πότε το αποφάσισαν;

- Πέτάνε στις έξι Ιουλίου, κυρά μου. Κι εγώ μόλις πριν λίγο το έμαθα από την Τασία... Φεύγουν αύριο για την Αθήνα...

- Ακούς, Δούκα; Ο γιος σου παίρνει την οικογένεια του και φεύγουνε πάλι.

- Και τι θέλεις να κάνω, Μυρσίνη, ε; Να τους δέσω χειροπόδαρα;

- Να πάμε να τους δούμε θέλω, καλέ μου.

- Το ξέρεις ότι δε θέλουν να μας βλέπουν ούτε ζωγραφιστούς, της απάντησε ο Δούκας νευρικά.

- Αγορίτσα μου πήγαινε, δε θα σε χρειαστώ άλλο για την ώρα.

Η Μυρσίνη περίμενε την Αγορίτσα να αποχωρίσει και μετά να του μιλήσει. Τα νέα την είχαν ταράξει πολύ. Έπρεπε να πάει να τους δει. Δε γινόταν να φύγουν και να μη δει το εγγόνι της, έστω μια τελευταία φορά. Να μη δει την Ασημίνα... Τη νύφη της που τώρα θα ταν στον πέμπτο μήνα της εγκυμοσύνης της, αν τα χε υπολογίσει σωστά. Έπρεπε να τον πείσει να πάνε. Θα της ήταν πολύ δύσκολο να πάει μόνη της.

- Το ξέρω αλλά εγώ θέλω να κερδίσω πίσω τα παιδιά μου. Τα παιδιά μας, Δούκα, του είπε ξέπνοα, κοιτάζοντας τον στα μάτια σχεδόν δακρυσμένη. Και το ξέρω, το ίδιο θες και συ. Το βλέπω στα μάτια σου. Πάντα ήθελες να έχεις τα παιδιά μας κοντά σου να παίζεις με τα εγγόνια μας... Τα εγγόνια μας Δούκα. Ίσως τα μοναδικά εγγόνια που θα αποκτήσουμε ποτέ.

- Μπα, τι έγινε; Σταμάτησε η Ασημίνα να είναι η φόνισσα που μπήκε στο σπίτι μας και το μαγάρισε; Και για ποια εγγόνια μου τσαμπουνάς, τελοσπάντων; Έναν εγγονό έχουμε, τον Σέργιο κι αυτόν ούτε που μας αφήνουν να τον πλησιάσουμε.

- Η Ασημίνα είναι έγκυος, του απάντησε ξερά. Μέχρι το τέλος του μήνα θα χει μπει στον έκτο.

- Τι; Και τώρα μου το λες;

- Δεν ήξερα πως να το διαχειριστώ, Δούκα! Αυτή η σκέψη μου τριβελίζει το μυαλό, μήνες τώρα... του είπε καθώς η φωνή της έσβηνε από απελπισία.

- Και τόσο καιρό δε λες τίποτα; Κουβέντα; Εγώ δεν είχα δικαίωμα να ξέρω; Και τώρα τι; Θα συγχωρέσεις ως δια μαγείας τη φόνισσα του γιου σου; Σε ποιον τα πουλάς αυτά, Μυρσίνη;

Η αγάπη τα γιατρεύει όλαWhere stories live. Discover now