49. Πένθιμες καμπάνες

366 4 2
                                    


"Γέρμα χαράζει... κόσμος που αλλάζει... Δε με βαστά τ'αγέρι... δέντρα, κλαριά ούτε εκείνα βαστούν(Στίχοι: Ουρανία Πατέλλη)


Αθήνα, 27 Δεκεμβρίου 1967.

Εννέα το πρωί.


Ο θάνατος σκόρπισε και ρήμαξε τις ψυχές τους. Τρεις μέρες τώρα, οι μόνες στάλες χαράς που πήρε ήρθαν από το γιο του και το ζωηρό του προσωπάκι που αγνοούε τι συνέβη, που ζούσε τα Χριστούγεννα - την πιο αγαπημένη, για κάθε παιδί, γιορτή του χρόνου. Εκείνη τη μέρα όμως, λίγο πριν το μεσημέρι, ίσως την πιο άχαρη της ημέρας ώρα, θα έλεγαν σε μια πολυαγαπημένη του παρουσία, οικογενειακώς, αντίο. Πώς μπορούσε να βαστάξει κανείς κάτι τέτοιο; Κάτι τόσο βάναυσο, τόσο απρόσμενο, τόσο βίαιο;

Δεν είχε κουράγιο ούτε να ντυθεί. Τόσες μέρες σερνόταν με το ζόρι, δίχως όρεξη να σηκωθεί από το κρεβάτι, και έκανε τον "καραγκιόζη" για να μην καταλάβει τίποτα ο γιος του. Τώρα όμως είχε έρθει η ώρα για το τελευταίο αντίο. Ξεφύσηξε. Έκλεισε μέσα στις παλάμες του το πρόσωπο του και μια κραυγή βγήκε σχεδόν αθόρυβα από τα χείλη του. Σηκώθηκε, έβγαλε τις πυτζάμες του και είδε τον εαυτό του στον καθρέφτη. Τρόμαξε με τη θωριά του. Είχε μείνει μισός και έμοιαζε κομμένος. Μπουκιά δεν κατάφερε να βάλει στο στόμα του χωρίς ο εμετός να του ταράξει το στομάχι αργότερα. Το άχγος του είχε φτάσει στο Θεό και έτρεμε στην ιδέα του τι θα απογίνονταν από δω και μπρος... 

Όποιος τους έκανε ετούτο το κακό, σίγουρα δε θα έμενε με τα χέρια σταυρωμένα. Ίσως αυτό που συνέβη να ταν και ένα πρώτο μήνυμα πριν γίνουν και άλλα, χειρότερα... Το κεφάλι του πάει να σπάσει από τη σύγχυση και την παραζάλη της ψυχολογικής του φόρτησης. Ένα ποτήρι νερό όμως είναι σωτήριο για εκείνον τη δεδομένη στιγμή. Φέρνει το ποτήρι κοντά στα χείλια του και πίνει αχόρταγα, λες και ξαφνικά άνθισε η ζωή, ξανά, μέσα του. 

Ακουμπώντας το ποτήρι πίσω στο κομοδίνο, σκουπίζει τα χείλια του με το πίσω μέρος του αντίχειρα του, που μαζεύει τις στάλες που ξέμειναν στα χείλια του παγιδευμένες. Στη συνέχεια, φέρνει τα δάκτυλα του ανάμεσα στα μαλλιά του ξεφυσώντας. 

Έγυρε το κεφάλι του στο μαξιλάρι και έκλεισε τα μάτια του μόνο για μια στιγμή. Έπειτα τα άνοιξε απότομα ανήσυχος. Όχι, δεν έπρεπε να αργήσουν, έπρεπε να ετοιμαστεί να πάνε στην κηδεία στην ώρα τους. Δεν γινόταν να αργήσουν. Δε γινόταν...

Η αγάπη τα γιατρεύει όλαWhere stories live. Discover now