Κεφάλαιο 17

795 82 28
                                    

<<Είναι ο Αραέλ. >>

Για μια στιγμή, φάνηκε να μην αντιδράει ακούγοντας το όνομα εκείνου του δαίμονα που βρήκε πρώτος την ξεχωριστή ψυχή της Κατρίνας. Αλλά αμέσως μετά, τα μάτια του γούρλωσαν ενώ το χαμόγελο του άρχιζε να εξαφανίζεται.

Του πήρε ακόμη λίγα δευτερόλεπτα για να αλλάξει η έκφραση του προσώπου του, είχε σχηματιστεί μία γκριμάτσα γεμάτη με εκνευρισμό.

<<Είσαι μία ψεύτρα, παλιοθήλυκο...>> Ψέλλισε, με μία βραχνιασμένη φωνή. <<Εκείνος μισεί τους θνητούς. Ποτέ δεν θα πλησίαζε ένα. >>

Εκείνη η πληροφορία την άφησε εμβρόντητη, όμως συγκεντρώθηκε να συνεχίσει να ψεύδεται για να σώσει την ζωή της.

<<Θα τον αντιμετώπιζες; >>

Το αγοράκι έδωσε έμφαση στην έκφραση της οργής του.

<<Ο μαλάκας...>> Ψιθύρισε μέσα από τα δόντια του.

Τα μικρά χείλη του σχημάτισαν μία ευθεία γραμμή και πίεσε με τόση οργή την γνάθο του, που το στρογγυλό πρόσωπο του παραμορφώθηκε.

Τώρα πια δεν την κοιτούσε. Είχε καρφώσει το βλέμμα στο δάπεδο, βυθισμένος στις δικές του σκέψεις. Το κορμί του σχεδόν έτρεμε από θυμό. Όμως, μετά από λίγα δευτερόλεπτα, έσφιξε τις γροθιές του και έκλεισε τα μάτια. Εισέπνευσε και έκπνευσε δύο φορές, σα να προσπαθούσε να χαλαρώσει.

Όταν άνοιξε τα μάτια και πάλι, ένα καινούργιο αίσθημα τρόμου την κατέκλυσε. Οι κόρες των ματιών του δεν ήταν πια χρώματος πράσινου, αλλά ενός γαλάζιου. Μία ριζική αλλαγή.

Μάτια που ήταν αδύνατον να ήταν θνητού.

<<Μάριο! >> Η Κατρίνα ξαφνιάστηκε όταν άκουσε την φωνή μίας γυναίκας, αλλά ο μικρός δαίμονας μπροστά της αγνόησε την μητέρα του που μόλις είχε εισέλθει στην αίθουσα για να τον παραλάβει. <<Μάριο, πρέπει να φύγουμε! >>

Το μικρό αγοράκι, δαίμονας, βλεφάρισε και τα μάτια του επέστρεψαν στο φυσιολογικό τους χρώμα. Ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του καθώς την κοιτούσε κατευθείαν στα μάτια.

<<Θα είμαι πολύ προσεκτικός σε περίπτωση που εκείνος ο άθλιος σε παραμελήσει. >> Είπε με σιγανή φωνή καθώς η μητέρα του πλησίαζε προς το μέρος τους.

Η Κατρίνα κατάπιε με δυσκολία.

Με την ζωγραφιά στο χέρι του, το πεντάχρονο αγοράκι σηκώθηκε από την καρέκλα του και έκανε ένα βήμα μπροστά με σκοπό να σταθεί ακριβώς απέναντι από την δασκάλα του. Έτεινε το χέρι του και η κοπέλα σάστισε.

<<Αυτή η ζωγραφιά είναι για σας, κυρία Σμίθ. >> Χωρίς να έχει άλλη επιλογή, υπό το καρφωμένο βλέμμα της μητέρας του μικρού, δέχτηκε την ζωγραφιά.

Ο μικρός δαίμονας έτρεξε προς την έξοδο της αίθουσας ενώ η γυναίκα περπατούσε με γοργά βήματα για να τον φτάσει. Πριν εξαφανιστεί εντελώς από το οπτικό της πεδίο, της έριξε μία τελευταία ματιά. Μία ανατριχίλα λόγω της αηδίας που ένιωσε διαπέρασε την ραχοκοκαλιά της. Ποτέ δεν είχε δει ένα αγοράκι να μπορεί να εκφράσει πόθος με το βλέμμα του.

Μετά βίας μπόρεσε να αντιληφθεί ότι τόση ώρα κρατούσε την αναπνοή της. Άφησε τον αέρα να φύγει από τους πνεύμονες της όταν ο μικρός σε εμφάνιση δαίμονας εξαφανίστηκε. Ένιωσε ζαλισμένη, αηδιασμένη και τρομαγμένη.

Η άλλη νηπιαγωγός, καλύτερη φίλη της Κατρίνας από μικρή ηλικία, περπάτησε προς το μέρος της. Τοποθέτησε το χέρι στον ώμο της και εκείνη γύρισε από την άλλη τρομαγμένη. Όταν πρόσεξε πως ήταν η Χάνα, χαλάρωσε.

<<Κατρίνα, είσαι καλά; Είσαι χλωμή. >> Ρώτησε ανήσυχη. Δεν απάντησε για αυτό κι συνέχισε: <<Τι σου έκανε εκείνο το αγοράκι; >>

Η Κατρίνα τσαλάκωσε την ζωγραφιά του μικρού δαίμονα και έκλεισε τα βλέφαρα για μια στιγμή για να συγκρατήσει τα δάκρυα που πάσχιζαν να ξεφύγουν αφού τα μάτια της από την στιγμή που έφυγε το πεντάχρονο, άρχισαν να τσούζουν.

Έμεινε σιωπηλά και απλά ζήτησε από την Χάνα να την καλύψει για λίγο και αμέσως μετά κατευθύνθηκε προς την πόρτα που βρισκόταν λίγα τετράγωνα μακριά της. Έσπρωξε την μαύρη ξύλινη πόρτα και βρέθηκε μέσα στις γυναικείες τουαλέτες.

Πλησίασε τον νιπτήρα, ακούμπησε τα χέρια επάνω και κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Βρισκόταν σε χάλια κατάσταση. Μάτια κόκκινα, μαλλιά φριζαρισμένα. Πρόσωπο χλωμό. Πήρε μια βαθιά ανάσα και χαμήλωσε το βλέμμα στα χέρια της, τα οποία έτρεμαν.

Ο Αραέλ δεν έλεγε ψέματα. Τουλάχιστον, όχι σχετικά με την ψυχή της.

Να ξέρει πως δεν την εξαπάτησε την έκανε να χαμογελάσει. Όλα όσα έλεγε σχετικά με την σιωπή που λάμβανε από τις δικές της σκέψεις, σχετικά με το άρωμα και την αορατότητα της ψυχή της, που προφανώς την έκανε διαφορετική, ήταν αλήθεια. Όλα ήταν αλήθεια. Η ανάσα της άρχισε να κλονίζεται, λόγω της αντίληψης.

Ανεξάρτητα από όλα όσα έκανε, από το πόσο άθλιος ή απερίσκεπτος ήτανε και τα πράγματα που έκανε για να την κάνει να χάσει τον έλεγχο, εκείνος της είχε πει την αλήθεια.

Εκείνη την στιγμή, ήθελε να γίνει όπως όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι. Να μην έχει τίποτα το ξεχωριστό, να μην είναι ένα φρικιό, ακόμη και στον υπερφυσικό κόσμο. Και δεν μπόρεσε να αποτρέψει τον εαυτό της από το αναρωτηθεί αν αυτό, εάν η ιδιαιτερότητα της, αντί να είναι κάτι συναρπαστικό ή ελκυστικό, να είχε να κάνει στα αλήθεια με κάποιου είδους κατάρας.

Εάν δηλαδή ήταν κάποιου είδους μαγεία, προορισμένη να την παρασύρει μέχρι το βάθος της αβύσσου. 

Άβυσσος(Soul #1)Where stories live. Discover now