Κεφάλαιο 15

8K 789 15
                                    

Ψάχνω σε όλο το σπίτι αλλά δεν ήταν η μάνα μου

Ανεβαίνω πάνω στο δωμάτιο μου και παρατάω εκεί τη βαλίτσα μου. Είναι πολύ ακατάστατο το σπίτι, βασικά πάντα έτσι ήταν..

Εδώ δεν έχουμε καν χρήματα για να πληρώσουμε το νερό ή το ρεύμα! Και τα λεφτά που μου δώσε η μάνα μου πριν φύγω, μέσα από 3 εβδομάδες συνεχόμενα δούλευε, για να τα βγάλει!

"Ελισάβετ?" Ακούω τη φωνή της μητέρας μου, σηκώνομαι από το καναπέ όπου καθόμουνα,  στο σαλόνι. Κλείνει την εξώπορτα. Μάλλον τώρα γύρισε από τη δουλειά της

"Πώς πέρασες?" με αγκαλιάζει

"Καλά!" λέω ξερά

"Δεν είχες σχολείο σήμερα?" αλλάζω το βλέμμα μου

"Όχι δεν είχαμε!" Άπειρες φορές της έχω πει ψέματα πως και καλά, δεν έχω σχολείο. Έχω αρκετές απουσίες αυτή τη χρόνια σε σχέση με πέρσι.

"Εγώ πάω σε κάτι δουλειές που έχω. Φτιάξε μόνη σου, κάτι να φας." αφήνει τη τσάντα της και παίρνει κάτι σακούλες, που είχε παρατήσει δίπλα από τη πόρτα

"Λες και έχουμε κάτι να φάω?" της λέω εκνευρισμένη πριν φύγει. Μάλλον δεν το άκουσε..
Έχω βαρεθεί πια! Τα ίδια και τα ίδια!
Φτιάχνω ένα τοστ σκέτο με τυρί για μεσημεριανό.

Όταν τελειώνω το τοστ μου, παίρνω τηλέφωνο τη Χρύσα

"Έλα!" μου λέει λαχανιασμένη

"Τι έπαθες?" την ρωτάω περίεργη

"Γιατί τι έχω?" ακούγεται κάπως ανύσυχη

"Κατάλαβα χαλάστρα?" υψώνω το βλέμμα μου προς τον ουρανό και κάθομαι ξανά στο καναπέ

"Όχι. Όχι.." κομπιάζει. Ήμουν σίγουρη!

"Καλά σε αφήνω" βγάζω από το αυτί μου το τηλέφωνο

"Όχι ρε! Πες μου τι θες!" μου φωνάζει πριν πατήσω το κουμπί τερματισμού της κλήσης

"Τίποτα απλά έτσι σε πήρα. Βαριόμουνα." ξανά βάζω στο αυτί μου το τηλέφωνο

"Όχι για τίποτε άλλο?" ρωτάει 

"Όχι.." 

"OK θα τα πούμε κάποια άλλη στιγμή"

"Τα λέμε" το κλείνω
Σκέφτομαι να πάρω τον Βασίλη αλλά μάλλον θα είναι στο σχολείο ή χαλάστρα θα κάνω, κι αυτουνού

Ακούω να χτυπάει το τηλέφωνο της μητέρας μου μέσα στην τσάντα της. Νόμιζα πως είχε πάρει έστω το κινητό της. Σηκώνομαι από το καναπέ και ψάχνω στην σκούρο, ροζ τσάντα της

"Ναι?" λέω αόριστα 

"Ναιιι?" φωνάζω λίγο πιο δυνατά αφού δεν μου απαντάι κανεις. Ακούω μόνο κοφτές ανάσες

"Ποιος είναι?" μου το κλείνει στα μούτρα! Ήταν απόκρυψη. Βλέπω πως την είχαν ξαναπάρει αρκετές φορές με απόκρυψη, στις αναπάντητες κλήσεις

Μπαίνει μέσα η μητέρα μου βιαστικά και με βλέπει να κρατάω το κινητό της
"Νόμιζα ότι θα αργούσες!" με πλησιάζει αρκετά γρήγορα και μου αρπάζει το κινητό από τα χέρια μου

"Δεν σου έχω πει να μην κοιτάς τα πράγματα μου?" λέει νευριασμένη

"Δεν έκανα και τίποτα! Ηρέμησε!" ψάχνει το κινητό της για το τι ακριβώς έκανα

"Δεν θα το ξανά πιάσεις!" μου τονίζει.

Φεύγει και κλείνει την εξώπορτα με δύναμη. Πρώτη φορά αντιδράει έτσι. Αν και άλλη μια φορά με είχε πιάσει να χαζεύω το κινητό της αλλά δεν έκανε έτσι! 

---------------

"Ελισάβετ είσαι μόνη σου?" ακούω τη δυνατή φωνή του Βασίλη από έξω και χτυπάει πανικοβλημένος το παράθυρο του σαλονιού

"Ναι γιατί?" σηκώνομαι βιαστικά από το καναπέ και πλησιάζω το παράθυρο

"Πρέπει να μπω μέσα! Άνοιξε μου γρήγορα!" ανοίγω την πόρτα και με σπρώχνει για να μπει μέσα στο σπίτι 

"Τι έγινε? Τι έπαθες?" λέω περίεργη

"Δεν μπορώ να σου πω τώρα! Πρέπει να με κρύψεις Ελιάβετ!" λέει αρκετά πανικοβλημένος και ψάχνει σε όλο το σπίτι κάπου να κρυφτεί

"Σε λίγο θα 'ρθει η μητέρα μου.." έρχεται κοντά μου και με πιάνει από τους ώμους μου με τα δυο του χέρια

"Σε παρακαλώ βοήθησε με! Θα περάσουν από στιγμή σε στιγμή!" με κοιτάει στα μάτια με ανυσυχία

"Έλα μαζί μου" του λέω, ανεβαίνω τις σκάλες για πάνω, βιαστικά και με ακολουθεί. Μπαίνουμε στο δωμάτιο μου και τον βάζω μέσα στη ντουλάπα μου

"Δεν με έχεις δει και δεν με ξέρεις OK?" γνέφω καταφατικά και κλείνει τη πόρτα της ντουλάπας, αθόρυβα.

Πάω κάτω ξανά και κάθομαι στο καναπέ. Τι μαλάκια πήγε και έκανε πάλι?! Παρακολουθώ έξω στο παράθυρο, ανήσυχη, μη τυχόν περάσει κανένας.

Παρατηρώ μια συμμορία, ντυμένοι με μαύρα ρούχα και με μαύρες μηχανές να πλησιάζουν τη περιοχή. Ήταν περίπου στα 6 άτομα. Αυτοί τον ψάχνουν?!

Ο ένας από αυτούς κοιτάζει τριγύρω τη περιοχή. Οι υπόλοιποι χτυπάνε σε διάφορα σπίτια. Αν ψάξουν κι το δικό μου, την έβαψα!

Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, χτυπάνε τη πόρτα. Γυρνάω από την άλλη μεριά με γουρλωμένα μάτια.
🔹🔹🔹🔹🔹🔹🔹🔹🔹












🔪👽👽

Ο ΚΑΣΤΑΝΟΞΑΝΘΟΣ • 𝐅𝐢𝐫𝐬𝐭 𝐁𝐨𝐨𝐤 •Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα