Ο Κύκλος που κλείνει

By GiannisPit

19K 3.1K 2.9K

Φλεβάρης 1960: Μια νεαρή γυναίκα μεταφέρεται επειγόντως στο νοσοκομείο σοβαρά τραυματισμένη από πτώση. Ο Κύκλ... More

Πρόλογος
Λίγα λόγια για το Μυθιστόρημα
Κεφάλαιο 1: Εκείνη η μέρα του Φλεβάρη
Κεφάλαιο 2α: Μια Πρωτοχρονιά γεμάτη χλιδή
Κεφάλαιο 2β: Κάποιος που ανησυχεί
Κεφάλαιο 2γ: I want to know what love is...
Κεφάλαιο 2δ: Διάλογος με πολλά μηνύματα
Κεφάλαιο 3α: Ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά
Κεφάλαιο 3β: Το ξημέρωμα ενός καινούργιου χρόνου
Κεφάλαιο 4α: Διονύσης Ναρσής
Κεφάλαιο 4β: Ο τρίτος παράγοντας
Κεφάλαιο 5: Σχέδια και στρατηγικές στο παρασκήνιο
Κεφάλαιο 6: Μια συνάντηση προετοιμάζεται
Κεφάλαιο 7: Σκαλίζοντας αντικείμενα από το παρελθόν
Κεφάλαιο 8α: Το πρώτο τετ-α-τετ
Κεφάλαιο 8β: Όλα στην ώρα τους
Κεφάλαιο 8γ: Το τέλος μιας παράξενης νύχτας
Κεφάλαιο 9: Μια φωτογραφία αποκτά ταυτότητα
Κεφάλαιο 10: Σχεδιασμοί πριν την απόφαση της δημοπρασίας
Κεφάλαιο 11: Κουβέντα για ένα "ατύχημα"
Κεφάλαιο 12: Συνάντηση στην σκιά της απόφασης
Κεφάλαιο 13: Οι σκέψεις ενός υπουργού
Κεφάλαιο 14α: Η πρώτη άκρη στην αναζήτηση του Τίμου Αργυριάδη
Κεφάλαιο 15α: Διάλογος που προκαλεί
Κεφάλαιο 15β: Παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι
Κεφάλαιο 15γ: Τα νεύρα στο κόκκινο
Κεφάλαιο 16: Απόλυτος ...εντός έδρας αιφνιδιασμός
Κεφάλαιο 17: Η Θάλεια μαθαίνει τις προθέσεις του Τίμου
Κεφάλαιο 18: Κουβέντες για το παρελθόν και το αύριο
Κεφάλαιο 19: Τα πρώτα στοιχεία
Κεφάλαιο 20: Προτάσεις και σχέδια
Κεφάλαιο 21: Η Θεσσαλονίκη περιμένει
Κεφάλαιο 22: Τρία πρόσωπα στον ίδιο κύκλο
Κεφάλαιο 23: Στη σκιά μιας επερχόμενης συνάντησης
Κεφάλαιο 24: Δύο μέρες απουσίας-Η διαδρομή
Κεφάλαιο 25: Μια αλλόκοτη παρτίδα. 🔞🔞
Κεφάλαιο 26: Στον απόηχο μιας καυτής συνάντησης
Κεφάλαιο 27: Σαββατόβραδο με ένταση και ερωτήματα
Κεφάλαιο 28: Μια δημοσιογράφος που ψάχνει καλά
Κεφάλαιο 29: Στην αγκαλιά ζεστών ανθρώπων
Κεφάλαιο 30: Ένταση και νέα σχέδια
Κεφάλαιο 31: Μεσημβρινή αναμέτρηση 🔞
Κεφάλαιο 32: Το Σάββατο στη "Μαύρη Κορώνα"
Κεφάλαιο 33: Τα φαντάσματα επιστρέφουν
Κεφάλαιο 34: Αναταράξεις στα νερά του βάλτου
Κεφάλαιο 35: Το παρελθόν εντός των ...τειχών;
Κεφάλαιο 36: Οι πληροφορίες τρέχουν
Κεφάλαιο 37: Σε θέσεις αναμέτρησης
Κεφάλαιο 38: Η βροχερή νύχτα εκείνης της Τρίτης
Κεφάλαιο 39: Τα νέα κυκλοφορούν σαν αστραπή
Κεφάλαιο 40: Η ώρα της εφημερίδας
Κεφάλαιο 41: Εξελίξεις σε τρία πεδία
Κεφάλαιο 42: Μια ανακάλυψη από το παρελθόν
Κεφάλαιο 43: Η ένταση παραμονεύει
Κεφάλαιο 44: Ένα μαρτυρικό τετ-α-τετ 🔞🔞
Κεφάλαιο 45: 19 Φλεβάρη 1960: Στα επείγοντα ενός νοσοκομείου
Κεφάλαιο 46: Η δημοπρασία κρίνεται
Κεφάλαιο 47: Τρυφερότητα στη σκιά μιας απειλής
Κεφάλαιο 48
Κεφάλαιο 49: Το παρασκήνιο αλλάζει
Κεφάλαιο 50: Οικογενειακή τραγωδία
Κεφάλαιο 51: Σκέψεις πάνω στα γεγονότα
Κεφάλαιο 52: Εκείνες οι μέρες με τις μεγάλες αλήθειες
Κεφάλαιο 53: Ο Ναρσής αναζητά και σχεδιάζει
Κεφάλαιο 54: Η νύχτα με τις σκιές
Κεφάλαιο 55: Η μέρα που ξημέρωσε
Κεφάλαιο 56: Τα απόνερα της απόπειρας
Κεφάλαιο 57: Σκέψεις που γίνονται και συναντήσεις που κλείνονται
Κεφάλαιο 58: Λίγο πριν
Κεφάλαιο 59: Ώρα για αλήθειες
Κεφάλαιο 60: Νωρίτερα στην έπαυλη της οδού Λητούς
Κεφάλαιο 61: Ο κύκλος που κλείνει
Επίλογος

Κεφάλαιο 14β: Πρώτες αποκαλύψεις απ' το παρελθόν

269 42 65
By GiannisPit


Με τις σκέψεις αυτές έφτασε στο κέντρο του Πειραιά. Στον Άγιο Διονύση έστριψε προς Δραπετσώνα, πήρε την οδό Πλάτωνος, και λίγα λεπτά μετά της εννέα άφηνε το αυτοκίνητό του κοντά στην εκκλησία, στον Άγιο Ευθύμιο. Λίγο πριν, σε ένα γραφικό δρόμο, ήταν μαζεμένες κάμποσες ταβέρνες και μεζεδοπωλεία. Περπάτησε λίγο και βρήκε το κουτούκι που έψαχνε.

Ήταν λίγα σκαλιά κάτω από το επίπεδο του δρόμου. "Οι ξωμάχοι". Ένας χώρος δεμένος με την ατμόσφαιρα της περιοχής. Κατέβηκε τα πρώτα σκαλιά και το άρωμα του βαρελίσιου κρασιού γέμισε τα ρουθούνια του. Κοντοστάθηκε. Στη σάλα στο κουτούκι, ήταν τέσσερις με πέντε παρέες. Σε μία από αυτές ένας μεσόκοπος άντρας έντυνε με τις διακριτικές νότες του μπουζουκιού του την ατμόσφαιρα. Σε ένα τραπέζι στο βάθος, κάθονταν μόνος ένας ηλικιωμένος άντρας. Έδειχνε να έχει κλείσει τα εβδομήντα. Σαν τα μάτια του να καρτερούσαν τον ερχομό του στάθηκαν πάνω του. Το χαμόγελό του λειτούργησε κάπως σαν σύνθημα αναγνώρισης. Ο Τίμος κατέβηκε τα σκαλιά και πήγε κοντά του. Ευγενικά τον ρώτησε:

"Μήπως είστε ο κύριος Σταμάτης Αλαβιανός;"

Εκείνος σηκώθηκε απ' την ψάθινη καρέκλα. Παρά τα χρόνια του ήταν αξιοπρεπής και καλοστεκούμενος. Άπλωσε τα χέρια του ευγενικά.

"Είσαι ο Τίμος;" τον ρώτησε.

"Ναι εγώ είμαι"

"Καλώς όρισες λεβέντη μου, εγώ είμαι ναι. Κάτσε" .

Ο Τίμος έκατσε δίπλα του.

"Ήρθες εύκολα παιδί μου;"

"Ναι, ναι, μια χαρά"

"Από πού ήρθες;"

"Στην Ν. Ιωνία μένω"

"Ολάκερο ταξίδι, με τι ήρθες; Έχεις αυτοκίνητο;"

"Ναι, δεν είχα πρόβλημα, ευτυχώς δεν είχε και κίνηση στο δρόμο, μόνο λίγο στο λιμάνι καθυστέρησα"

Ο κυρ-Σταμάτης έκανε σινιάλο με τα χέρια του στον μαγαζάτορα.

"Αλέκο ...! Πιάσε μια ποικιλία εδώ για το παλικάρι μας και... κρασάκι θα πιείς;" στράφηκε στον Τίμο.

"Ναι εννοείται"

"Να ξέρεις έχει ένα βαρελίσιο σκέτο βάλσαμο"

"Αλέκο, φέρε ένα μισόκιλο ακόμα, ξέρεις το δικό σου"

Ο ταβερνιάρης, μια κλασική φυσιογνωμία του είδους έγνεψε καταφατικά. Ο Τίμος άφησε το μπουφάν του στην πλάτη της καρέκλας και τα τσιγάρα του στο τραπέζι.

"Καπνίζεις γιέ μου;" τον ρώτησε με έγνοια.

"Ναι..."

"Εγώ τόχω κόψει εδώ και δέκα χρόνια, δεν τράβαγε άλλο, θα με έστελνε πριν την ώρα μου, να το κάνεις και εσύ τώρα που είναι νωρίς, άκου με" του είπε με τη φροντίδα στο λόγο του.

"Κυρ Σταμάτη, με τη δουλειά που κάνω δύσκολο το βλέπω..."

"Δημοσιογράφος ε; Μου τόπε η Μαριλένα"

"Σας ενημέρωσε ε; Δεν πιστεύω να σας φούσκωσε τα μυαλά;" του έκανε χαμογελαστός.

"Καλή συντρόφισσα η Μαριλένα, ποτέ της δεν κολακεύει, αν πει κάτι για κάποιον το εννοεί, να την εμπιστεύεσαι, την ξέρεις καιρό;"

"Όχι, πριν λίγες μέρες γνωριστήκαμε με ένα συνάδελφο γνωστό αλλά ναι, είναι πολύ ευχάριστος άνθρωπος".

"Διαμάντι σου λέω...!"


Ο Τίμος έριξε μια ματιά ολόγυρα στην ταβέρνα. Ένα πανέμορφο λαϊκό κουτούκι, ημι-υπόγειο. Όμορφα διακοσμημένο με πολύ γούστο και μεράκι. Πίσω στον μεγάλο τοίχο δύο δρύινα μεγάλα βαρέλια με το περιεχόμενό τους μοσχομύριζαν στη σάλα.

"Είναι όμορφα εδώ" είπε στον κυρ Σταμάτη χωρίς να τον κοιτάζει.

"Εδώ ακουμπάμε εμείς οι ξωμάχοι λίγες ώρες μας λεβέντη μου. Το προτιμάμε από το καφενείο, μαζευόμαστε εδώ, είναι στη γειτονιά μας. Ο Αλέκος που τόχει είναι δικός μας άνθρωπος. Δύσκολα θα βρεις νέους εδώ. Βλέπεις δεν είναι πολυδιαφημισμένο το μαγαζί. Αλλά όποιοι έρχονται γίνονται μόνιμοι"

"Έχετε και μουσικούλα βλέπω" τού είπε ο Τίμος δείχνοντας τον μεσόκοπο που γέμιζε το χώρο με πολύ όμορφα ταξίμια με το μπουζούκι του.

"Ο Νότης....! εδώ, παρέα. Το μπουζούκι μας...! Τα ΣαββατοΚύριακα έρχεται και ένας φίλος του με κιθάρα και ανάβει το γλέντι. Τι να κάνουμε παιδί μου; ακουμπάμε εδώ κάποιες ώρες μας σαν το δεύτερο σπιτικό μας".

Μέσα στον ελάχιστο χρόνο που ήταν εκεί ο Τίμος ένιωσε άλλος άνθρωπος. Μια γαλήνη, μια αλήθεια. Το είχε ανάγκη όλο αυτό. Είχε καιρό να βγει έτσι έξω σε ένα τέτοιο μέρος. Άφησε τα μάτια του να ταξιδεύουν ολόγυρα σε φυσιογνωμίες απλών ανθρώπων ξωμάχων της δουλειάς. Φυσιογνωμίες του ιδρώτα και του αγώνα, άνθρωποι αληθινοί με ένα αβίαστο αληθινό χαμόγελο να είναι ζωγραφισμένο στα χαραγμένα απ' το χρόνο πρόσωπά τους. Το μέρος ήταν γεμάτο αγνότητα και ειλικρίνεια. Έφερε σε αντιπαράσταση την ατμόσφαιρα από την Πρωτοχρονιάτικη δεξίωση στο μέγαρο του Ναρσή και κατάλαβε τη διαφορά των δύο κόσμων. Η ψευτιά, η διαπλοκή, η δολοπλοκία, η επίκτητη λάμψη αντίκρυ στη γνησιότητα των λαϊκών ανθρώπων του μόχθου και της δουλειάς.

Η πιατέλα με τους μεζέδες ήρθε και τού τρύπησε τα ρουθούνια. Ο Κυρ Αλέκος, καλησπέρισε τον Τίμο και άπλωσε τα καλούδια του στο τραπέζι τους. Τους ευχήθηκε καλή όρεξη και έφυγε. Ένα νεαρό παιδί, σερβιτόρος, έφερε το κρασί με ένα ποτήρι ακόμα και νερό.

"Άντε μην ντρέπεσαι" τον παρότρυνε ο Σταμάτης.

Ξεκίνησαν το τσιμπολόγημα και το κρασί τού φάνηκε πράγματι βάλσαμο στο στόμα του. Τα ταξίμια του Νότη με το μπουζούκι του γαλήνεψαν την ψυχή. Ο κυρ-Σταμάτης ο Αλαβιανός ήταν άνθρωπος που σε γέμιζε εμπιστοσύνη. Κάποια στιγμή, αφού ξανοίχτηκαν σε μία ζεστή κουβέντα οι δυο τους ήρθε η ώρα για το θέμα τους.

"Για πες μου Τίμο, κάτι μου είπε η Μαριλένα για τον Λεμπεδιωτάκη έτσι;"

"Κυρ Σταμάτη ναι. Θα ήθελα να μου πεις ότι ακριβώς ξέρεις για κείνον, ότι λεπτομέρεια θυμάσαι. Μού είπε ότι ήσασταν συνάδελφοι"

"Και συνάδελφοι γιε μου και σύντροφοι στον αγώνα...!" αποκρίθηκε εκείνος με μια αίσθηση συγκίνησης στα λόγια του.

"Τον φάγανε τον Κώστα....! Τον φάγανε οι άτιμοι" συνέχισε.

"Ποιος; Ξέρουμε κάτι, αλλά πριν φτάσουμε εκεί θέλω να μου πεις απ' την αρχή κάποια πράγματα, τι γνωρίζεις για εκείνον" τον έβαλε σε μια σειρά ο Τίμος.

Ο κυρ-Σταμάτης ρούφηξε μια καλή γουλιά απ' το κρασί του και ξεκίνησε με τα μάτια του να ταξιδεύουν στο κενό.

"Εγώ στην Ναυτιλιακή δούλευα απ το 1950. Στα γραφεία επάνω. Ότι μπορείς να φανταστείς τότε"

"Εκείνος ήταν εκεί;"

"Όχι, ο Κώστας έπιασε δουλειά το 1955. Εγώ ήμουνα στα μισθολογικά τότε, βάσταγα τα στοιχεία του προσωπικού. Ήταν τότες 35 χρονών."

"Τι άνθρωπος ήταν κυρ-Σταμάτη; Θέλω να πω όχι μονάχα εμφανισιακά αλλά και σαν χαρακτήρας. Ήξερα για αυτόν αλλά ως ιστορική αναφορά. Να εδώ διάβασα περισσότερα"

Ο Τίμος έβγαλε από την τσάντα του το φύλλο του "Ριζοσπάστη" με τη δημοσίευση. Τού έδειξε την φωτογραφία του. Ο Σταμάτης πήρε την εφημερίδα στα χέρια του. Το βλέμμα του πάγωσε στην εικόνα. Σαν να ταξίδευε ο νους του πίσω στα χρόνια εκείνα. Άφησε την εφημερίδα εμπρός του και ξεκίνησε:

"Ήταν λεβέντης. Άντρας αψύς, ψηλός, όμορφος. Και ψυχή καθάρια, γεμάτη καλοσύνη και αλήθεια. Μια καρδιά γεμάτη φλόγα για τον συνάνθρωπό του".

"Ήσασταν φίλοι στενοί ;"

"Κοίτα Τίμο, κάναμε αρκετή παρέα. Δεν μπορώ βέβαια να πω ότι περνάγαμε ώρες έξω απ την εταιρεία. Η σχέση μας περισσότερο συναδελφική. Μάλιστα κάπου στα 1958 , κάνα δυο χρόνια πριν ...τον φάνε, χάθηκε, εννοώ τον έβλεπες και γινότανε όλο και πιο απόμακρος"

"Δηλαδή;"

"Δεν ξέρω, σαν κάτι να άρχισε να τον τρώει. Κάτι τον βασάνιζε ήταν γεγονός"

"Έγινε κάτι στη δουλειά;"

"Όχι τότες στη δουλειά ήταν ήσυχα, μετά έγινε η αντάρα με την απεργία στα Μέγαρα. Κάτι άλλο προσωπικό τον μαράζωνε".

"Μήπως είχε θέματα με το γάμο του;"

Ο Κυρ Σταμάτης γύρισε και τον κοίταξε έντονα

"Δεν ήταν παντρεμένος ο Κώστας...!"

Η πληροφορία έσκασε στα μούτρα του Τίμου με δύναμη.

"Τι; Δεν ήταν παντρεμένος;"

"Όχι, τουλάχιστον εκείνη την εποχή όχι"

Ο Τίμος άρχισε να σφίγγεται. Ρώτησε.

"Μισό λεπτό, μήπως δεν το ήξερες; Το κράταγε κρυφό;"

"Βρε παλικάρι μου, τι να κρατήσει κρυφό, τον γάμο του; Μα δεν θα έφερνε τα χαρτιά του στην εταιρεία να πάρει το επίδομα; Εγώ τα είχα αυτά"

"Κι αν ήταν κάτι σοβαρότερο, να μην ήθελε να το ξέρει κανείς".

"Οχι, όχι, δεν ήταν παντρεμένος ο Κώστας, μια σχέση είχε τα τελευταία χρόνια με μια γυναίκα, αλλά παντρεμένοι δεν ήταν.."

"Είσαι σίγουρος κυρ Σταμάτη;" ρώτησε επιτακτικά ο Τίμος.

"Για το γάμο, ναι, θα το γνώριζα. Και αν δεν το γνώριζα εγώ, το μάθαμε μετά το ...ατύχημα. Δεν θα 'ρχονταν στην κηδεία του η γυναίκα του βρε Τίμο μου;"

"Σωστά" σκέφτηκε φουντωμένος ο Τίμος.

"Εκεί είδαμε μονάχα τη μάνα του, ο πατέρας του είχε πεθάνει απ' ότι ξέραμε. Μια γριά γυναίκα εκείνη μια τραγική φιγούρα, δεν θα ξεχάσω τη μέρα"

"Τι έγινε τότε;"

"Ο Κώστας στα 1960 ήταν σαν χαμένος. Τον είχε πάρει από κάτω. Δεν μίλαγε σε κανέναν, δεν άνοιγε το στόμα του να πει λέξη. Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, τίποτα, άχνα...! Και μετά λίγο πριν την απεργία τον βλέπαμε ανήσυχο"

"Δηλαδή;"

"Να... φοβισμένο, σαν να 'χε κάποια αμάχη κάπου και ανησυχούσε τι θα γίνει"

"Μετά;"

"Μετά ήρθαν τα γεγονότα, η απεργία στα Μέγαρα, το θέμα γενικεύτηκε, ο Κώστας μπήκε μπροστά στις επιτροπές συμπαράστασης στον Πειραιά."

"Και ;"

"Τα άλλα τα διάβασες. Λύσσαξαν...! χτύπησαν την απεργία με μανία. Κυνηγηθήκαμε, χτυπηθήκαμε, πολλοί απολύθηκαν. Κάποια μέρα που είχαμε βγει, θυμάμαι τα λόγια του: 'Σταμάτη, δεν μ αφήνουνε σε χλωρό κλαρί' μού είπε πάνω στο κρασί. Τον ρώτησα, τον σταύρωσα να μού πει. Τίποτα κάτι μισόλογα. Μάλλον τον απειλούσαν τα τσιράκια των αφεντικών. Κάποιες αναφορές σε μια γυναίκα. Για κάτι που έγινε, κάποιους. Ύστερα ένα βράδυ στις 20 του Αυγούστου μάθαμε το μαντάτο. Ένα αμάξι σε ένα στενό κάτω στο λιμάνι τον πήρε σβάρνα τη νύχτα. Ο οδηγός εξαφανίστηκε. Ο Κώστας έμεινε στον τόπο."

Ο γέροντας δάκρυσε. Έσκυψε το βλέμμα στο τραπέζι. Έσφιξε με το χέρι του το ποτήρι με το κρασί και το ήπιε μονορούφι. Ο Τίμος του κράτησε το άλλο χέρι στοργικά.

"Τραγικό ε;"

"Ναι γιε μου... ήμουνα έξι χρόνια μεγαλύτερός του. Εγώ το 1914 εκείνος το 20"

"Ποιος λες να το 'κανε κυρ-Σταμάτη;" ρώτησε συγκινημένος ο Τίμος.

"Ποιος άλλος; Τα τσιράκια των μεγαλοεργολάβων που είχαν το έργο στα Μέγαρα, αυτοί"

"Ονόματα;"

"Τι σημασία έχει τώρα παιδί μου; Θα νοιαστεί κανείς μετά από τόσα χρόνια; Δυστύχημα είπε η αστυνομία και τα έριξε στον οδηγό τον ασυνείδητο που εξαφανίστηκε. Έτσι δεν έκαναν πάντα; Τρώγανε κόσμο στα σκοτάδια και το βαφτίζανε ατύχημα"

"Τον βρήκαν ποτέ;"

"Όχι, κανείς δεν έμαθε ποτέ τίποτα. Όσο για τα ονόματα των εργολάβων, ήταν πολλοί, δεν ήταν ένας, δεν ξέρω".

Μια απόλυτη σιωπή απλώθηκε μεταξύ τους. Για λίγο. Μια σιωπή φορτισμένη με συναισθήματα και με αναμνήσεις κύρια τον άνθρωπο που ο Τίμος είχε μπροστά του. Μια σιωπή που το παραπονεμένο ταξίμι του Νότη με το μπουζούκι του την έκανε πιο στενάχωρη.

"Κυρ Σταμάτη έχεις οικογένεια;"

"Ναι γιε μου, η γυναίκα μου, τα δυο μου παιδιά και τα εγγόνια μου, δόξα το Θεό, με αξίωσε και ζω ήρεμα τα στερνά μου χρόνια...εσύ, παντρεμένος;"

"Όχι, όχι..."

Ο Κυρ Σταμάτης κούνησε το κεφάλι του προσπαθώντας να ανακτήσει την επιστροφή του στο παρόν.

Ο Τίμος προσπάθησε να μαζέψει το μυαλό μου από την εισβολή τόσων πληροφοριών σε εκείνα που έψαχνε για το πρόσωπο που τον ενδιέφερε. Άφησε λίγο τη σκέψη του να χαλαρώσει. Να επιστρέψει γύρω εδώ στο παρόν. Δοκίμασε ακόμα μια δόση από τα γευστικά εδέσματα του κυρ Αλέκου της ταβέρνας αλλά και το εξαίρετο κρασί του.

Κάποια στιγμή επανέφερε την κουβέντα στον Λεμπεδιωτάκη και στο παρελθόν.

"Κυρ Σταμάτη, να σε ρωτήσω κάτι αν ξέρεις"

"Ναι παιδί μου πες μου"

"Υπάρχει κάποιος άνθρωπος εκείνης της εποχής που να είχε στενές σχέσεις με τον Λεμπεδιωτάκη;"

"Εννοείς συγγενής του;"

"Συγγενείς, φίλος, γνωστός αλλά να ήταν πιο στενά δεμένος μαζί του".

"Τι να σου πω Τίμο μου, η μητέρα του φυσικά έχει πεθάνει. Με μας τους συναδέλφους του δεν είχε με κάποιον πολλά-πολλά"

"Στην παλιά του γειτονιά;"

"Ωωω ψάχνεις τώρα μετά από 27 ολάκερα χρόνια άνθρωπο από τη γειτονιά του; Ψύλλους στ΄ άχερα σκαλίζεις, τι να σου πω, απίθανο το θεωρώ".

"Έμενες κοντά του;"

"Αν εννοείς τον Πειραιά ναι, αλλά κοντά του δεν θα το 'λεγα"

"Αν έκανες καμιά προσπάθεια να θυμηθείς ή να σκεφτείς κάποιον από τον πιο στενό του περίγυρο θα μου κάνεις τη χάρη να με ειδοποιήσεις, να σου δώσω το τηλέφωνό μου".

Ο Σταμάτης τον κοίταξε με τα ζεστά γερασμένα μάτια του.

"Δεν μου λες παλικάρι μου τι είναι αυτό που σε τραβάει σ' αυτήν την ιστορία; Για δεν κάνει να μάθω;"

"Όχι κυρ-Σταμάτη, δεν είναι κάτι κρυφό. Όπως σου είπε η Μαριλένα είμαι δημοσιογράφος στα εργατικά θέματα. Πες μια κουβέντα με ένα γνωστό μου πρόσωπο, πες το επαγγελματικό μου ενδιαφέρον αποφασίσαμε να κάνω μια έρευνα για αυτόν τον άνθρωπο και τις συνθήκες θανάτου του"

"Και τι θαρρείς ότι θα καταφέρεις παιδί μου; Έχει παραγραφεί το αδίκημα"

"Δεν έχω τέτοιες αυταπάτες. Το κάνω μονάχα για πολιτικούς και  ιστορικούς λόγους κυρ Σταμάτη. Αν μπορέσω να ρίξω λίγο φως σε εκείνη την ιστορία. Να τιμήσουμε τη μνήμη του".

"Καλή δύναμη παιδί μου τότε. Και να έχεις κατά νου ότι θα σού χρειαστεί...! Δεν θα είναι εύκολο να ανοίξεις κλειστές πόρτες ύστερα από τόσα χρόνια αλλά να έχεις και κατά νου και αντιδράσεις"

"Να 'σαι καλά κυρ Σταμάτη" είπε με σέβαση ο Τίμος "Ξέρω ότι δεν θα είναι εύκολο. Αλλά θα προσπαθήσω. Έτσι για τη μνήμη του και τον αγώνα του".

Πόσο όμορφα ένιωθε με εκείνον τον άνθρωπο δίπλα του. Πόσο ζεστός και αληθινός, να γύρεις στην αγκαλιά του και στην πίστη του.

Άφησαν αυτήν την κουβέντα για το παρελθόν. Αφέθηκαν στις όμορφες στιγμές εκεί ολόγυρα μέσα στο άρωμα από το κρασί και τα εδέσματα του κυρ Αλέκου αλλά και στις νότες του μπουζουκιού που τώρα το άκουσμά τους ήταν πιο χαρούμενο, πιο ρυθμικό.

Η ωρα κύλησε χωρίς να το καταλάβουν. Ο Τίμος έπρεπε να φύγει. Το πρωινό ξύπνημα της επόμενης μέρας τον καρτερούσε νωρίς. Μάζεψε τα πράγματά του, δεν άφησε τον γέροντα να πληρώσει, άφησε μια κάρτα με το τηλέφωνό του στον κυρ-Σταμάτη και σηκώθηκαν και οι δύο.

"Κυρ-Σταμάτη δεν έχω λόγια να σε ευχαριστήσω για την αποψινή βραδιά, χάρηκα απ' την καρδιά μου που σε γνώρισα"

"Μην χαθείς Τίμο μου...! Γιατί εσείς οι νέοι εμάς τα γερόντια εύκολα μας λησμονάτε" του είπε σφίγγοντας εγκάρδια το χέρι του.

"Αυτό που ένιωσα απόψε εδώ δεν θέλω να το αποχωριστώ. Ανεξάρτητα από το θέμα μας, δεν θα χαθώ στο υπόσχομαι"

"Θα κοιτάξω να  'χω το νου μου για αυτό που μου ζήτησες. Θα κάνω καμιά βόλτα στην παλιά του γειτονιά και αν ανακαλύψω κάτι θα σου τηλεφωνήσω".

Τον ευχαρίστησε από καρδιάς. Καληνύχτισε με θέρμη και τον κυρ-Αλέκο της ταβέρνας, έριξε μια τελευταία ματιά στο ζεστό κουτούκι και χάθηκε ανεβαίνοντας τα σκαλιά της εισόδου.

Σε όλη τη διαδρομή με το αυτοκίνητό του για το σπίτι του έφερνε στο νου του την ιστορία του Λεμπεδιωτάκη. Του συγγενή της Θάλειας. Ενός αγωνιστή, ήρωα στα εργατικά στέκια του Πειραιά. Του θείου της, άντρα της αδελφής του πατέρα της. Ενός ανθρώπου που ακριβώς εκείνη την εποχή έδειχνε στην κυριολεξία φορτωμένος με ένα απύθμενο ψυχολογικό βάρος, μια στενοχώρια και έναν κρυφό φόβο για το αύριο. Τι να ήταν άραγε αυτό που βάραινε την καρδιά του; Μα... ο κυρ Σταμάτης ήταν σαφής: Ο Κώστας Λεμπεδιωτάκης δεν ήταν παντρεμένος...! μάλλον είχε μια κάποια σχέση αλλά δεν ήταν παντρεμένος όπως του μετέφερε η Θάλεια.

Όλα αυτά ήταν κενά και ερωτήματα. Όμως όλα αυτά ήθελε να τα ξεκαθαρίσει μαζί της με αφορμή το κυριότερο. Να την δει ξανά...! Αυτό ήταν που τον έκαιγε. Και να εξηγήσει και την απουσία της. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά ήθελε να την συναντήσει. Και πήρε την απόφασή του να το κάνει άμεσα στην πρώτη ευκαιρία χωρίς αναβολή.

(Συνεχίζεται....)

******************************************

Ο Τίμος Αργυριάδης βρήκε την πρώτη άκρη στα στοιχεία που αναζητά για τον Κώστα Λεμπεδιωτάκη. Οι αποκαλύψεις στην ταβέρνα με τον μπάρμπα Σταμάτη Αλαβιανό ήταν σημαντικές. Όπως και οι κάποιες αντιφάσεις σε αυτήν την ιστορία μεταξύ των πληροφοριών που του έδωσε ο παλιός του συνάδελφος και αυτών που του είχε πει η Θάλεια. Αντιφάσεις που καλείται να αποκαταστήσει.

Continue Reading

You'll Also Like

17.9K 2.6K 35
Book 1- The best Christmas Ένα κρίστμας λοβ στόρυ επειδή η φίλη σας η Ρία σκυλοβαριέται στην καραντίνα. ~November 2020, 28th~ 2020-2021
11.1K 1K 39
Αυτό το καλοκαίρι, ο Mr. Love καλεί δέκα εργένηδες στην βίλα του με μοναδικό σκοπό να βρουν το άλλο τους μισό. Θα ζήσουν τον έρωτα μέσα από...
35.2K 1.2K 23
Αυτός μπλεγμένος παντού τι θα γίνει όταν θα του αρέσει κάποια που μια γιαγιά είχε προβλέψει Αυτή γλυκιά χαρούμενη αυτός αυστηρός και κακός
173K 25.3K 132
*16 βιβλίο* 5ο της σειράς Σαντα Ροζα. Ξενια,Σωτήρης και Κυριάκος. Τρεις διαφορετικοί χαρακτήρες που προέρχονται από διαφορετικές οικογένειες. Όνειρα...