Κεφάλαιο 52: Εκείνες οι μέρες με τις μεγάλες αλήθειες

197 36 20
                                    

Καλοκαίρι του 1980

Η μεγάλη βεράντα της κρεβατοκάμαρας στον πάνω όροφο του παλιού νεοκλασικού σπιτιού των Μαζαράκηδων στα Βριλήσσια ήταν λουσμένη στα χρώματα του δειλινού. Το χρώμα της κατακόκκινης βουκαμβίλιας έδενε με το λιόγερμα ενώ το άρωμα του γιασεμιού μοσχοβολούσε ολόγυρα. Ο Βαγγέλης Μαζαράκης, στα 66 του χρόνια, έστω και με επιβαρυμένη την υγεία του διατηρούσε πάντα εκείνη την αρχοντιά του. Το πλήγμα του θανάτου της γυναίκας του Μάγδας πριν δύο χρόνια ήταν δύσκολο να το ξεπεράσει έστω και αν εξωτερικά έδειχνε το αντίθετο. Ήταν η αχώριστη σύντροφός του για μια ολάκερη ζωή. Όσο και αν προσπαθούσε να μην το δείχνει στην μοναχοκόρη του τη Θάλεια, ο ίδιος το βίωνε να είχε περάσει από πάνω του ισοπεδωτικά. Οι γκρίζοι του κρόταφοι, το επιβλητικό του ύφος, η αρχοντιά του, καλά κρατούσαν έστω και σαν ξεθωριασμένη εικόνα ενός κραταιού παρελθόντος νιότης και ωριμότητας.

Ήταν καθισμένος στην μεγάλη ξύλινη σεζ-λονγκ στο μπαλκόνι. Η πρόσφατη νοσηλεία του στο νοσοκομείο με καρδιακή ανεπάρκεια είχε αφήσει πάνω του τα σημάδια της. Πιο δίπλα του, στο μεγάλο μεταλλικό στρογγυλό τραπέζι, στη δική της ξύλινη πολυθρόνα ήταν κρεμασμένη στην κυριολεξία από τα μάτια και το στόμα του η Θάλεια. Η μοναχοκόρη του. Στο τραπέζι ήταν κάποια ποτήρια με χυμούς και νερό διάσπαρτα. Ο Βαγγέλης Μαζαράκης είχε γύρει το κεφάλι του πίσω κοιτώντας ψηλά στον ουρανό. Τα δακρυσμένα μάτια της κόρης του, στα 20 της χρόνια έκρυβαν μια έντονα φορτισμένη ατμόσφαιρα. Έδειχνε συγκλονισμένη. Τα χέρια τους ήταν σφιχτά κρατημένα μεταξύ τους σε ένα δέσιμο τόσο εκφραστικό και δυνατό που το ξεχώριζες από το κοκκινισμένο δέρμα ανάμεσα στα δάχτυλα.

Την παγερή σιωπή που προφανώς βασίλευε έσπασε η φωνή εκείνου. Συγκινημένη, τρεμάμενη. Γύρισε και την κοίταξε εκφραστικά στα μάτια. Ένα βλέμμα που φανέρωνε χωρίς κανέναν δισταγμό ή επιφύλαξη την αγάπη του για την νεαρή γυναίκα που έστεκε απέναντί του. Εκείνη προσπαθούσε να επαναφέρει τις ανάσες της σε κανονικό ρυθμό. Εδώ και ώρα πέρναγε την μεγαλύτερη ταραχή της ζωής της. Ξαφνικά μια σελίδα γύριζε μπροστά της με τόσο θόρυβο, που ένιωσε να μπαίνει σε έναν άλλο κόσμο. Σαν να ξεκινούσε απ'  την αρχή, τα πρώτα της βήματα. Σαν να συστηνόταν ξανά στον εαυτό της. Οι ακατάσχετοι και συνεχόμενοι λυγμοί που την είχαν εδώ και ώρα κυριέψει είχαν πια καταλαγιάσει. Σαν την ξαφνική καταιγίδα που απομακρύνεται σταδιακά αφήνοντας πίσω της μια βαριά συννεφιασμένη γαλήνη.

Ο Κύκλος που κλείνειΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα