Κεφάλαιο 2β: Κάποιος που ανησυχεί

397 62 44
                                    

Η Θάλεια έφτασε στο μπαρ που ήταν δεξιά στο μεγάλο σαλόνι. Ένα υπέροχο κομψοτέχνημα φτιαγμένο από ξύλο με όμορφα ξυλόγλυπτα στολίσματα. Οι καθρέφτες πίσω από την πλάτη του μεσόκοπου μπάρμαν αντανακλούσαν όμορφα πράγματα και πρόσωπα των παρευρισκομένων. Η Θάλεια έκατσε στο ψηλό σκαμπό και ζήτησε ένα ουίσκι με πάγο. Ένιωσε τα βλέμματα των διπλανών της να την διαπερνούν απ την κορυφή ως τις όμορφες γάμπες της. Ήταν όμως κάτι που δεν την ενοχλούσε. Θα έλεγε κανείς ότι το απολάμβανε. Τράβηξε από την ταμπακέρα της ένα τσιγάρο και το κράτησε στο χέρι της. Στη στιγμή ένιωσε τη φλόγα ενός ασημένιου μεταλλικού αναπτήρα δίπλα της να προσφέρεται να της ανάψει. Ήταν ένας όμορφος νεαρός με κοντά μαλλιά, φρέσκο χαμογελαστό πρόσωπο, θα τον έλεγες ψηλό. Η Θάλεια άναψε το τσιγάρο, φύσηξε τον καπνό με ένα ευγενικό χαμόγελο..."Ευχαριστώ πολύ"Ο Νεαρός στάθηκε όρθιος αντικριστά της ακουμπώντας το σώμα του στο διπλανό σκαμπό. Άπλωσε το χέρι του αυθόρμητα με χαρά."Αλέξανδρος Ναρσής"


Η Θάλεια έδειξε ένα μικρό ξάφνιασμα και αποκρίθηκε με ευγένεια.
"Χαίρω πολύ, Θάλεια Μαζαράκη, είστε....""Ναι, ναι, ο γιος του Διονύση Ναρσή, αλλά αυτό μόνο τυπικό είναι και θα ήθελα να το ξεχάσουμε..""Λίγο πριν γνώρισα τον πατέρα σας" είπε εκείνη προσπαθώντας να τον κάνει να νιώσει λιγότερο άγχος, "δείχνει ένας εξαίρετος ευχάριστος άνθρωπος" πρόσθεσε στην κουβέντα της."Σίγουρα όταν δεν τον πιάνουν τα πείσματά του" γέλασε ο Αλέξανδρος."Τα πείσματά του ε ;" ρώτησε εκφραστικά η Θάλεια πάλι με τα μάτια της να τρεμοπαίζουν."Ω καλά... αλλά... ας αφήσουμε τον Πατέρα μου, εδώ είμαστε οι δυό μας. Σας είδα πριν και ... δεν είστε από τις παρουσίες που μπορεί να αγνοήσει κανείς" πρόσθεσε με ένα γλυκό βλέμμα."Ω σας ευχαριστώ πολύ", "Λέω να αφήσουμε τον πληθυντικό, στα χρόνια μας φαντάζει σαν μουχλιασμένο ψωμί" της είπε κοιτώντας την στα μάτια."Εντάξει Αλέξανδρε...!" του είπε."Καλή χρονιά Θάλεια...! σου εύχομαι τα καλύτερα", της είπε ζεστά την ίδια στιγμή που άπλωνε το χέρι του για να της ευχηθεί. Θα άγγιζε το δικό της αν οι φωνές από την απέναντι παρέα δεν ηχούσαν με το όνομά του, η Θάλεια το αντιλήφθηκε πρώτη."Σε φωνάζει η συντροφιά σου".Εκείνος έδειξε να επανέρχεται στην ατμόσφαιρα και με διάθεση χαρούμενης δυσφορίας ετοιμάστηκε να πάει."Θα τα πούμε σε λίγο Θάλεια, πηγαίνω, ναι ;" έφυγε προς την πολύβουη παρέα που τον περικύκλωσε με μιας.


Εκείνη άφησε το μπαρ, διέσχισε τη μεγάλη σάλα, που παρά το προχωρημένο της ώρας εξακολουθούσε να έσφυζε από ζωή και βγήκε στο διπλανό δωμάτιο από μια μεγάλη ανοιχτή πόρτα. Ήταν μια εντυπωσιακή βιβλιοθήκη διακοσμημένη με γούστο και πολυτέλεια, με δεκάδες τόμους βιβλίων, όμορφα φωτιστικά και μερικούς πίνακες ζωγραφικής που έδιναν στα γυμνά μέρη των τοίχων εξαίρετη ομορφιά. Με το ποτό της στο χέρι άρχισε να ρίχνει ματιές στα βιβλία όταν μια αντρική φωνή διέκοψε την ηρεμία της."Μπορώ να πάρω σειρά να σου ευχηθώ;"Η Θάλεια γύρισε απότομα από το ξάφνιασμα της διακοπής και αμέσως το πρόσωπό της φωτίστηκε με ένα όμορφο χαμόγελό.

Ο Κύκλος που κλείνειΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα