Κεφάλαιο 57: Σκέψεις που γίνονται και συναντήσεις που κλείνονται

208 38 33
                                    

Ι.

Ο Ναρσής έμεινε έκπληκτος. Απέναντί του, δίπλα του ο Λεωνίδας Σαρλής άπλωσε το χέρι του. Στην άκρη του κρατούσε το έγγραφο με χέρι που έτρεμε. Εκνευρισμένος εκείνος σχεδόν το άρπαξε. Άρχισε να το ξεφυλλίζει. Στην δεύτερη σελίδα τα μάτια του άρχισαν να παγώνουν και να μεγαλώνουν σταδιακά. Σηκώθηκε όρθιος αργά-αργά. Η ανάσα του άρχισε να δυναμώνει. Έφτασε στα ονόματα των πραγματικών γονιών της Θάλειας Μαζαράκη. Πρώτα το όνομα του πατέρα της. Άρχισε να τρέμει, να ανασαίνει άναρχα. Και ύστερα το όνομα της μητέρας της με το επώνυμό της. Και παράλληλα ως είθισται, το όνομα των δικών της γονιών με όλα τα στοιχεία τους.

"Δεν είναι δυνατόν... πως είναι δυνατόν...." ψέλλισε πισωπατώντας προσπαθώντας να ανοίξει τον κόμπο της γραβάτας του. Άρχισαν να βγαίνουν από μέσα του βόγκοι παράξενοι αλλόκοτοι. Ο Σαρλής τον κοίταζε με δέος.

Ο Ναρσής διάβασε το ιστορικό πως το βρέφος έφτασε στο κέντρο. Άρχισαν παράξενοι άναρθροι βρυχηθμοί να βγαίνουν απ το στόμα του.

"Όχι....! Δεν είναι δυνατόν!, μα πότε...." Κατάφερε να ψελλίσει...ενώ χοντρές στάλες ιδρώτα σάρωσαν το μέτωπό του. Είχε καρφωμένα τα μάτια του στο έγγραφο λες και έβλεπε μπροστά του έναν εφιάλτη. Από μέσα του ανάβλυζε ένα κράμα τρόμου, μίσους και οργής.

"Ώστε αυτό ήταν λοιπόν... και εγώ δεν ήξερα τίποτα, χρόνια στο σκοτάδι...Φίδι!"

Βγήκε από μέσα του η λέξη άξαφνα σαν πιστολιά.

"Φίδι!" φώναξε ξανά δυνατότερα κάνοντας άναρχα βήματα εδώ και εκεί στο σαλόνι με το έγγραφο στα χέρια.

"Μετά από τόσο καιρό! Τρεφόσουνα στο κόρφο μου γλιστερό και μιαρό! Φίδι δηλητηριασμένο!"

Αυτό ήταν πια κραυγή. Οδυρμός. Ντυμένη με μίσος και τρόμο. Παραπάταγε μέσα στο δωμάτιο ουρλιάζοντας σαν μανιακός, άρρωστος, παραμορφωμένος. Με ένα πρόσωπο αποκρουστικό, κατακόκκινο, να στάζει αίμα, χολή και θάνατο. Λες και ήταν πλάσμα ενός άλλου κόσμου χθόνιου και δολερού. Προσπαθούσε να γδάρει λες τα χέρια του, σαν να ήθελε με επιθανάτια αγωνία να απαλλαγεί από κάτι που τον έκαιγε.

Ο Λεωνίδας Σαρλής στεκόταν βουβός εκεί. Κάποια στιγμή κατάλαβε ότι έπρεπε να φύγει. Ήξερε άλλωστε ότι ο ρόλος του τελείωνε κάπου εδώ. Μέχρι εκεί τον έπαιρνε να συνεχίσει. Η ιστορία για αυτόν εδώ έκλεινε τον κύκλο της. Όλα τα άλλα αφορούσαν πλέον αποκλειστικά το αφεντικό του και στενό του συνεργάτη. Έριξε μια τελευταία ματιά, έκλεισε τη βαριά πόρτα πίσω του αφήνοντας τον Διονύση Ναρσή να παραληρεί μόνος σαν φάντασμα στο μεγάλο σαλόνι. Με γοργά βήματα βγήκε από την μεγάλη καγκελόπορτα. Τα μάτια του Μιχάλη Ιγνατιάδη τον ακολούθησαν μέχρι που χάθηκε έξω στο δρόμο ενώ τα αυτιά του έπιαναν τις κραυγές και την έκρηξη του Ναρσή από το εσωτερικό. Ένα τηλέφωνο σηκώθηκε στο βοηθητικό σπίτι και ένας αριθμός σχηματίστηκε από το χέρι του.

Ο Κύκλος που κλείνειΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα