Κεφάλαιο 50: Οικογενειακή τραγωδία

177 36 52
                                    

Θα κόντευε πια πέντε το απόγευμα εκείνης της γκρίζας Παρασκευής που έφτασε σε κατάσταση πανικού στον Ερυθρό Σταυρό. Πάρκαρε το αυτοκίνητό του στον περίβολο και κατευθύνθηκε στα Επείγοντα περιστατικά. Στο βάθος του μεγάλου διαδρόμου δεξιά είδε την γυναίκα του τη Βέρα, να στέκεται όρθια ακουμπώντας το κορμί της στον τοίχο έξω από την πόρτα του γραφείου των γιατρών. Είχε γύρει το κεφάλι της στον τοίχο με τα μάτια κλειστά.

"Που είναι; Που τον έχουν;" Η σπασμωδική του φωνή ανάγκασε την γυναίκα του να επανέλθει τρομαγμένη στην πραγματικότητα. Τον κοίταξε με ένα βλέμμα απαίσιο στα μάτια χωρίς να του απαντήσει.

"Που είναι διάβολε; Μίλα, τι έγινε;" Την ταρακούνησε από του ώμους. Για λίγα δευτερόλεπτα τον κοίταζε με αυτό το βλέμμα της απέχθειας. Κάποια στιγμή άνοιξε το στόμα της μιλώντας μηχανικά.

"Ήταν στο σπίτι από το πρωί. Ετοίμαζε τα πράγματά του να φύγουν με την Ιωάννα ένα διήμερο ταξίδι. Η Μητέρα της τον πήρε στο τηλέφωνο...", έκανε μια παύση παίρνοντας μια ανάσα.

"Πάλι αυτή;" Αγρίεψε ο άντρας της. Τον αγνόησε παντελώς και συνέχισε σαν να διάβαζε ανακοινωθέν σε κάποιους τρίτους.

"Η Ιωάννα ήταν στον Ευαγγελισμό. Έκανε απόπειρα αυτοκτονίας γιατί οι τράπεζες σου, με δική σου εντολή, έριξαν τις εγγυητικές του πατέρας της οδηγώντας τον στην καταστροφή. Προσπάθησα να τον σταματήσω..."

Ο Ναρσής τράβηξε τα χέρια του από τους ώμους της, εκείνη συνέχισε να μιλά χωρίς καν να τον βλέπει.

"Έφυγε σαν τρελός με το αυτοκίνητο. Έτρεξα πίσω του, δεν τον πρόλαβα είχε χαθεί. Δεν έφτασε ποτέ στον Ευαγγελισμό. Όταν πήγα εγώ εκεί αργότερα μου είπαν ότι αγνοούσαν την άφιξή του. Με έζωσαν τα φίδια. Είπα στην μητέρα της Ιωάννας να του πει να μου τηλεφωνήσουν σαν έρθει. Γύρισα σπίτι. Σε λίγο χτύπησε το τηλέφωνο που δεν ήθελα να σηκώσω ποτέ. Πριν απαντήσω ήξερα ότι θα άκουγα κάτι άσχημο. Ήταν από την Τροχαία. Στην Κηφισίας έφυγε από το δρόμο και χτύπησε σε ένα στηθαίο...", κόμπιασε προσπαθώντας να ανασάνει, "Τον έχουν στο χειρουργείο, έχει χτυπήσει άσχημα στο κεφάλι".

Μια παγωμένη σιωπή έπεσε ανάμεσά τους. Ο Ναρσής την άφησε και μπήκε στο γραφείο των γιατρών. Πέρασαν πολλά λεπτά μέχρι να βγει, κάτωχρος, με ένα εμφανές τρέμουλο στα χείλη.

"Η Κατάστασή του είναι σοβαρή. Χειρουργείται...", της είπε

Σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε στα μάτια. Αυτό που αντίκρισε στο βλέμμα της ήταν ένα απέραντο σκοτάδι γεμάτο μίσος.

Ο Κύκλος που κλείνειΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα