Right Side Of Heaven

By Thania_K

74.7K 5.9K 359

2ο βιβλίο | Απαραίτητο να έχει διαβαστεί το 1ο βιβλίο, Wrong Side Of Heaven | «Κάποιοι άνθρωποι έρχονται στη... More

|Right Side Of Heaven
|0
|1
|2
|3
|4
|5
|6
|7
|8
|9
|10
|11
|12
|13
|14
|15
|16
|17
|18
|19
|20
|21
|23
|24
|25
|26
|27
|28
|29
|30
|31
|32
|33
|34
|35
|36
|37
|38
|39
|40
|Επίλογος

|22

1.6K 139 1
By Thania_K

Το επόμενο πρωί δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση από το προηγούμενο βράδυ. Είχε ξυπνήσει με έναν τρομερό πονοκέφαλο που δεν οφειλόταν στο ποτό, αλλά το κλάμα.

Είχε κλάψει μέχρι να τη πάρει ο ύπνος, τα χάδια της θείας της στη πλάτη της δεν απαλυναν καθόλου τον πόνο της. Ο εφιάλτης που είχε δει ήταν ίσως ο χειρότερος από όλους. Μπορεί στους προηγούμενους να τον έχανε κάθε φορά από μια σφαίρα, σε αυτόν της προηγούμενης νύχτας όμως τον είχε χάσει ενώ ήταν ζωντανός, στην αγκαλιά μιας άλλης γυναίκας. Μιας όμορφης μελαχρινής με γαλάζια μάτια.

Δυσανασχετησε στην ανάμνηση του εφιάλτη και σηκώθηκε από το κρεβάτι της, θέλοντας να απασχολήσει τον εαυτό της με κάτι άλλο. Μπήκε στο μπάνιο της και ύστερα από αρκετά λεπτά βγήκε πιο φρέσκια.

Κατέβηκε στο σαλόνι και έμεινε για λίγο να κοιτάει το δωμάτιο. Έμοιαζε τόσο άδειο χωρίς όλα τα διακοσμητικά. Αμέσως σκέφτηκε πως έμοιαζε σε αυτό το δωμάτιο. Έμοιαζε τόσο άδεια χωρίς τους ανθρώπους που αγαπούσε γύρω της.

Κούνησε γρήγορα το κεφάλι της, διώχνοντας αυτές τις σκέψεις. Περπάτησε ως τη κουζίνα και ξαφνιάστηκε όταν την είδε να κάθετε στο σκαμπό μπροστά από τον πάγκο.

"Καλημέρα." κατάφερε να πει με βραχνή φωνή.

"Καλημέρα."

"Τι κάνεις εδώ;"

Η Κατερίνα άφησε κάτω το περιοδικό που διάβαζε και γύρισε να τη κοιτάξει "Αποφάσισα να μείνω σπίτι σήμερα. Τη δουλειά που έχω για σήμερα μπορώ να την κάνω και από εδώ, οπότε με άφησε το αφεντικό μου."

Η Μυρτώ τη κοίταξε στραβά "Δε χρειάζεται να μείνεις σπίτι για μένα, δε θα κάνω τίποτα τρελό."

"Δε μένω σπίτι για σένα." είπε ψέματα. "Θέλω να χαλαρώσω λίγο κι αν δουλέψω από εδώ θα είναι πιο χαλαρά."

"Εντάξει." είπε απλώς και άνοιξε το ψυγείο για να βρει να φάει κάτι για πρωινό.

"Υπέροχος ήταν για άλλη μια φορά ο μεγάλος επιχειρηματίας Αλέξανδρος Σωτηρίου, με την Βανέσα Πάρκερ πλάι του, στο φιλανθρωπικό γκαλά που κρατήθηκε το χθεσινό βράδυ, στον πύργο του Central Park." άκουσε τη Κατερίνα να λέει.

Γύρισε να την κοιτάξει απότομα και την είδε να διαβάζει το περιοδικό που κρατούσε. Στραβοκαταπιε, προτού την πλησιάσει. Είδε αμέσως τη φωτογραφία του μπροστά από το κτήριο όπου είχε διοργανωθεί το γκαλά.

Ήταν ο Αλέξανδρος με ένα στενό χαμόγελο στα χείλη του, επιτρέποντας μονάχα στο δεξί του λακκάκι να φαίνεται. Θυμόταν η κοπέλα πως εκείνο φαινόταν πάντα πιο εύκολα, έπρεπε να σχηματίσει ένα πλατύ χαμόγελο για να φανούν και τα δύο. Τα μάτια της πήγαν αμέσως στο χέρι του, το οποίο ήταν τυλιγμένο γύρω από την λεπτή μέση της κοπέλας με την οποία βρισκόταν εκεί το προηγούμενο βράδυ.

Βανέσα Πάρκερ...

Το όνομα της θύμιζε κάτι και ένιωθε πως εφόσον εργαζόταν στον χώρο της δημοσιογραφιας, σε περιοδικά γεμάτα με κουτσομπολιά, θα έπρεπε να τη γνωρίζει. Είχε αναρωτηθεί επίσης πως δεν είχε μάθει νωρίτερα πως ο Αλέξανδρος ζούσε, πως δεν τον είχε πετύχει σε κάποιο περιοδικό.

Η αλήθεια ήταν όμως πως στο περιοδικό που δούλευε στην Αγγλία, προσπαθούσαν να μείνουν μακρυά από τα αμερικανικά περιοδικά, για λόγους ανταγωνισμού. Είχε τύχει στο παρελθόν να ισχυριστουν πως το περιοδικό του Ντάνιελ αντέγραφε θέματα και άρθρα.

Καθάρισε αμήχανα τον λαιμό της και προσπάθησε να διώξει όλες τις αναμνήσεις των προηγούμενων 12 ωρών. Επέστρεψε σιωπηλή -καθώς δεν ήξερε τι να πει- στο ψυγείο και συνέχισε την αναζήτηση της για φαγητό.

Άκουσε λίγο θόρυβο πίσω της μας δεν έδωσε σημασία, μέχρι που άκουσε τη θεία της από τη πόρτα της κουζίνας.

"Εεμμ να πηγαίνω πάνω εγώ σιγά σιγά, να δουλέψω."

Γύρισε να τη κοιτάξει και παραλίγο να της πέσει το μπουκάλι με νερό που κρατούσε, όταν αντίκρισε τα γαλανά του μάτια. Πριν προλάβει να τη σταματήσει η Μυρτώ, η θεία της είχε ήδη εξαφανιστεί.

"Εμ καλημέρα..." είπε λίγο αμήχανα κάτω από το έντονο βλέμμα του.

"Καλημέρα." απάντησε εκείνος.

"Τι κάνεις;"

"Αυτό θα σε ρωτούσα κι εγώ..." κατέβασε το βλέμμα του στα γυμνά πόδια της, όπου φαίνονταν ξεκάθαρα τα κοψίματα στους αστραγάλους της και τις φτερνες της.

Κατέβασε κι εκείνη ντροπιασμενη το βλέμμα της.

"Τι συνέβη;" τη ρώτησε. "Που πήγαν όλα τα βάζα από το σαλόνι;"

"Μεγάλη ιστορία..." μουρμούρισε εκείνη.

"Θα μου την πεις ενώ τρώμε πρωινό." είπε απλώς και έκανε να πάει στο σαλόνι, εκείνη όμως τον κράτησε από το χέρι και γύρισε να τη κοιτάξει ξανά.

"Δεν δουλεύεις;"

"Τηλεφώνησα και είπα πως θα αργήσω να πάω 2-3 ώρες."

Έμεινε να τον κοιτάει σιωπηλή για λίγα δευτερόλεπτα, προτού αφήσει το χέρι του και εκείνος πάει να καθίσει στο σαλόνι για να την περιμένει να ετοιμαστεί.

Ανέβηκε αργά της σκάλες, ακόμα βυθισμένη στις σκέψεις της. Ήξερε πόσο σοβαρά έπαιρνε τη δουλειά του και πόσο ενδιαφερόταν για την επίδοση του σε αυτή, οπότε ένιωσε άσχημα που τον έκανε να την αφήσει για να πάει να τη βρει και να πάρει τις απαντήσεις που ήθελε -γιατί ήταν σίγουρη πως ήταν εκεί για να μάθει για τα χθεσινοβραδινα συμβάντα-. Από την άλλη βέβαια, ακριβώς για αυτό ένιωσε και όμορφα, πως κάποιος επιτέλους ενδιαφερόταν για αυτή, αφού άφησε κάτι τόσο σημαντικό για εκείνον για να βρεθεί δίπλα της.

|-|

Έδωσαν τη παραγγελία τους στην ευγενική σερβιτόρα και απομακρυνθεικε από το τραπέζι τους, αφήνοντας τους ξανά μόνους, για κακό της Μυρτώς. Καθ' όλη τη διαδρομή για το καφέ όπου θα έπαιρναν πρωινό, επικρατούσε μια σιωπή μεταξύ τους την οποία έβρισκε η Μυρτώ πολύ ενοχλητική και αμήχανη.

Ήταν συνηθισμένη σε έναν άλλο Δημήτρη, έναν προσχαρο άντρα που πάντα θα έβρισκε να σου πει κάτι για να μην νιώσεις αμήχανα. Την ενοχλούσε επίσης το ότι φαινόταν απόμακρος, δεν της είχε χαμογελάσει ούτε στιγμή, ούτε είχε κάνει κάποια τρυφερή κίνηση προς το μέρος της.

Σταμάτησε αμέσως αυτές τις σκέψεις, καθώς ένιωθε ξαφνικά μπερδεμένη. Λίγες ώρες πριν είχε μάθει πως ο Αλέξανδρος ήταν ζωντανός, γιατί την ένοιαζε ο Δημήτρης;

"Οπότε... Θες να ξεκινήσεις να μου εξηγείς τι συνέβη εχθές το βράδυ;" της απέσπασε την προσοχή με την ερώτηση του.

Κοίταξε τα δάχτυλα της πάνω στο τραπέζι τα οποία έμπλεξε αμήχανα.

"Θα πιστέψεις πιθανότατα πως είμαι τρελή..." μουρμούρισε. "Ή μεθυσμένη..." συμπλήρωσε.

Επιτελούς χασκογέλασε λίγο και την έκανε να νιώσει πιο άνετα.

"Βλέπω ξεκάθαρα πως δεν είσαι μεθυσμένη, για το πρώτο βέβαια δεν είμαι σίγουρος. Πες μου και θα το κρίνω εγώ αυτό..."

Πήρε μια βαθιά ανάσα η κοπέλα, προτού ξεκινήσει να μιλάει. Ποτέ δεν του είχε πει όλες τις λεπτομέρειες για εκείνη και τον Αλέξανδρο, ούτε για τον θάνατο του. Γνώριζε μόνο πως δεν ήταν πια στη ζωή, όταν του τα έλεγε τουλάχιστον. Έτσι ξεκίνησε να του εξηγεί τα πάντα. Για τη γνωριμία τους, τους αγώνες του, τον υπόκοσμο με τον οποίο ήταν μπλεγμένος και τελικά τον 'υποτιθέμενο' θάνατο του, για τον οποίο ευθύνονταν οι παράνομες συνήθειες τους.

Όταν τελείωσε να του εξηγεί τα πάντα, εκείνη προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα στην ανάμνηση της βραδιάς που τον έχασε, ενώ εκείνος την κοιτούσε μπερδεμένος, με το στόμα λίγο ανοιχτό, δίχως να έχει καταφέρει να φάει καν το μισό φαγητό του.

Ακολούθησε μια αμήχανη σιωπή, προτού τη σπάσει τελικά "Ουαου... Όντως ακούγεσαι τρελή."

Τον κοίταξε ξαφνιασμενη η Μυρτώ.

"Δεν εννοώ πως είσαι!" συμπλήρωσε γρήγορα.

Εγνεψε απλώς καταφατικά εκείνη, δίχως να ξέρει τι άλλο να κάνει.

"Είμαι πολύ μπερδεμένος..."

"Κι εγώ..."

"Γιατί να σχεδιάσει τον θάνατο του; Και γιατί δεν αντέδρασε αλλιώς εχθές το βράδυ; Όσο κι αν δεν μου αρέσει η ιδέα, δεν έπρεπε να σε πάρει αγκαλιά, να σε φιλήσει και να φύγετε μαζί;"

Ανασηκωσε τους ώμους της "Κι εγώ το ίδιο σκέφτηκα..."

Ακολούθησε άλλη μια αμήχανη στιγμή απόλυτης ησυχίας.

"Άρα κάπου εδώ εμείς τελειώνουμε;" τη ρώτησε τελικά.

Σήκωσε βιαστικά το βλέμμα της και κοίταξε τα γαλάζια του μάτια.

"Τι; Γιατί;" ρώτησε ξαφνιασμενη.

"Δε θες να προσπαθήσεις να βγάλεις μια άκρη με τον Αλέξανδρο;"

Ένα συνοφρυωμα σχηματίστηκε ανάμεσα στα φρύδια της.

"Όσο κι αν δεν μου αρέσει, ο Αλέξανδρος ανήκει στο παρελθόν μου, εσύ στο παρόν και το μέλλον μου. Είμαι μαζί σου τώρα. Εξάλλου, δεν μου φάνηκε να ενδιαφέρετε για εμένα πια."

Αυτά τα λόγια της ακούγονταν ξένα ακόμα και στα δικά της αυτιά. Αναρωτιόταν τι της είχε συμβεί. Θα έπρεπε να είχε τρέξει από νωρίς το πρωί στο σπίτι του -όπου και αν ήταν αυτό- και να τα είχε βρει μαζί του. Αντιθέτως, βρίσκετε όσο το δυνατών πιο μακριά από εκείνον και προσπαθεί να σώσει τη σχέση της με τον Δημήτρη.

"Δεν είμαι σίγουρος γιαυτό..."

Άπλωσε το χέρι της και έπιασε το δικό του πάνω στο τραπέζι.

"Είμαι με εσένα." επανέλαβε.

Ο άντρας απέναντι της πήρε μια βαθιά ανάσα και εγνεψε τελικά καταφατικά, προτού άφησε τα χείλη του να σχηματίσουν ένα μικρό χαμόγελο.

Το ίδιο έκανε και η Μυρτώ, προσπαθώντας να κρύψει το πόσο μπερδεμένη και χαμένη ήταν. Δεν ήξερε από όσα έλεγε τι εννοούσε και τι όχι, δεν ήξερε απολύτως τίποτα πια...

Continue Reading

You'll Also Like

120K 6.2K 32
"Απορώ, πως μπορείς να υπάρχεις έστω ακόμη και σαν μίσος στην καρδιά μου, απορώ." Αυτό πάντα υπήρχε ανάμεσα στην Έλενα και στο κολλητό του αδελφού τη...
308K 14.4K 83
Εκείνο το καλοκαίρι θα άλλαζαν όλα. Εκεινο το καλοκαίρι θα μου μάθαινε πολλά.
319K 26.3K 50
Και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ' τον άλλον. Γιατί ο έρωτας είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν. Για...
463K 36.6K 58
Η διαθήκη του θείου ήταν σαφής... Ο Αλέξης για να μπορέσει να αποκτήσει την αυτοκρατορία του θείου... θα έπρεπε πρώτα να νυμφευτεί και να γίνει ένας...