Η κυρία με τα κόκκινα μαλλιά

بواسطة just-feel-free

8.2K 723 5.6K

Αθήνα, Αύγουστος 1990 Η ιστορία ξεκινά. Στοιχείο που χαρακτηρίζει τούτο το βιβλίο; Η φωτιά. Η φωτιά που ξεχει... المزيد

Πρόλογος
Μέρος 1ο - Αθήνα 1990: Αρχή, ήμισυ του παντός
Η Μάγισσα
Μακρινές Αντανακλάσεις
Της νύχτας τα καμώματα...
Όνειρο Απατηλό
Αστέρι γεννιέσαι
Ανοιχτοί Λογαριασμοί
Και τώρα οι δυο μας
Συγγνώμη
Σ' αγαπώ
Η δικαιοσύνη είναι τυφλή
Αποκάλυψη
Μέρος 2ο - Αθήνα 2004: Η Επιστροφή
Μάτια που δεν βλέπονται
Αντίπαλα Στρατόπεδα
Ο άγγελος μου
Τράβα Σκανδάλη
Η κυρία Μεταξά
Παίζοντας με τη φωτιά
Η κόρη μας

Τα ξένα φιλιά βρωμάνε

200 22 176
بواسطة just-feel-free

Το σκοτάδι κυριαρχούσε στο χώρο, με μόνο φως εκείνο της λάμπας από το κομοδίνο που υπήρχε στη μεριά της. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα στο κρεβάτι, με το λευκό σεντόνι να καλύπτει το σώμα του από τη μέση και κάτω. Κάπνιζε το τσιγάρο του και κοιτούσε το ταβάνι, έχοντάς τη ξαπλωμένη μπρούμυτα δίπλα του. Τα χέρια της ήταν τυλιγμένα κάτω από το μαξιλάρι και τα ξανθά μαλλιά της απελευθερώνονταν αρμονικά στην πλάτη της.

Τον παρατηρούσε εκατοστό το εκατοστό. Κοιτούσε επίμονα το πρόσωπό του, τους μύες του, τους κοιλιακούς, τις φλέβες στα χέρια του. Σκέψεις περνούσαν σαν τρένο στο μυαλό της με καμία να μην επικρατεί κυρίως, αλλά όλες, ως σύνολο να δημιουργούν ένα αποτέλεσμα. Να την μπερδεύουν.

Τι όμορφος που είναι...
Τον αγαπάω...
Ναι, αλλά έχεις άντρα.
Πώς το κάνω αυτό στον Ανδρέα;
Τι θα πει η Ραφαέλλα όταν μεγαλώσει, αν μάθει τι κάνω;
Έχω παρατήσει το παιδί μου μόνο του, κι εγώ καλοπερνάω...
Απαίσια σύζυγος, απαίσια μάνα...

«Τι σκέφτεσαι;», άκουσε τη βραχνή και σιγανή φωνή του να τη ρωτάει.

Το βλέμμα της κινήθηκε αστραπιαία στα μάτια του. Του χαμογέλασε. «Τη μικρή. Λογικά θα την έχει κοιμήσει τώρα η μητέρα μου...»

Ο Φίλιππος γύρισε στο πλάι, στηρίζοντας το κεφάλι του στο χέρι του. Το τσιγάρο βρισκόταν μεταξύ του δείκτη και του μέσου του. «Πρώτη φορά που κοιμάσαι μακριά της;»

«Όχι, απλά πρώτη φορά που την αποχωρίζομαι, αλλά δεν είναι λόγω της δουλειάς. Νιώθω λίγο τύψεις που την έχω αφήσει μόνη της, αλλά είναι για την ασφάλειά της».

«Ακριβώς μωρό μου», της χάιδεψε απαλά το μάγουλο και τη φίλησε γλυκά. «Δεν μου έχεις πει, πώς τα πάτε με τη μητέρα σου;»

«Έχουμε αρχίσει να επιβιώνουμε...», είπε χαριτολογώντας.

«Δηλαδή;»

«Κοίτα... Προσπαθώ να τη συγχωρήσω, αλλά δεν καταπίνετε εύκολα. Απορώ με εσένα ειδικά, που είσαι άντρας, πώς το αντιμετώπισες όταν έμαθες ότι η μάνα σου ήταν πόρνη;»

Τον είδε να ξεφυσάει ελαφρά. «Δεν μπορώ να πω ότι εμάς μας το έκρυψε η μάνα μας ποτέ... Βασικά, το μάθαμε μετά από έναν καβγά που είχε με τον πατέρα μου». Ακούμπησε απαλά τα μαλλιά της και τύλιξε μια τούφα της γύρω από τα δάκτυλά του, πριν συνεχίσει. «Άρχισε να την φωνάζει πουτάνα κατά τη διάρκεια του τσακωμού κι όταν σε κάποια φάση η Αναστασία του φώναξε να μην της μιλάει έτσι, εκείνος μας ξεφούρνισε την αλήθεια. Ακόμα θυμάμαι την έκφρασή της. Είχε κοκκινήσει και είχε σκύψει το κεφάλι της ενώ έκλαιγε... Πόσο πρέπει να είχε ντραπεί εκείνη την ώρα!»

Η Θάλεια χαμογέλασε στην αφήγησή του και κούρνιασε περισσότερο κοντά του, αφήνοντάς τον να συνεχίσει. «Το βράδυ δεν είχα ύπνο και άκουσα ένα θόρυβο από το σαλόνι, εκεί που καθόμουν. Πήγα να δω τι είναι και τη βρήκα να κλαίει. Αυτό ήταν για εμένα. Μια που την είδα έτσι και μία που την είχα συγχωρέσει για όλα».

«Είσαι και πονόψυχος, εκτός από όλα τα άλλα σου χαρίσματα», του γέλασε και εκείνος τη γαργάλησε ελαφρά στη μέση, κάνοντάς τη να χαχανίσει δυνατότερα από πριν.

«Απλά, ξέρεις ποια είναι εμένα η άποψή μου;», τη ρώτησε σοβαρά, όταν εκείνη ηρέμησε. Κούνησε το κεφάλι της περίεργα, δίνοντάς του έναυσμα να συνεχίσει. «Προσπάθησε να μπεις λίγο στη θέση της τώρα που είσαι μάνα. Μπορεί να τη δικαιολογήσεις για πολλά περισσότερα απ' όσα φαντάζεσαι».

«Δεν είναι ότι δεν την αγαπάω...», πήγε να του δικαιολογηθεί.

«Το ξέρω Θάλεια μου... Όμως – πίστεψέ με – και η Δόμνα σε αγαπάει... Πολύ».

Δύο αναμνήσεις κυριάρχησαν στα μυαλά και των δύο. Και οι δύο στον ίδιο χωροχρόνο. Η μία, το τέλος μιας αρχής. Η άλλη, η αρχή ενός τέλους. Μα πες μου, αλήθεια, τι χωρίζει μια αρχή από ένα τέλος, τι ενώνει τα δύο μισά ενός ολόκληρου και τι μπορεί να σχηματίζουν τα κομμάτια ενός παζλ που φαινομενικά δεν ενώνονται;
Η κατάρα των ενθυμήσεων θα ζωντανέψει μπροστά σου, σαν μακρινή αντανάκλαση μιας πραγματικότητας που μπορεί να μην θυμάσαι καν.
Ή τουλάχιστον, που δεν θες να θυμάσαι.

***

Θεσσαλονίκη, Ιανουάριος 1991
13 χρόνια νωρίτερα...

Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και είχαν μείνει, σχεδόν ολομόναχοι να περπατούν στο λιμάνι. Χαζογελούσαν λίγο ζαλισμένοι απ' το κρασί. Η βραδιά τους στο νυχτερινό κέντρο του φίλου του Φίλιππου είχε λήξει, με τη Θάλεια να προσλαμβάνεται και να της ανακοινώνεται ότι θα πιάσει δουλειά την άλλη εβδομάδα.

Την έκανε μια στροφή και εκείνη ανασηκώθηκε ελαφρά στις μύτες, όσο τα κόκκινα μαλλιά της και το πράσινο φόρεμά της ανέμιζαν στον αέρα. Πήγε ξανά κοντά του και τύλιξε τα χέρια της γύρω από το μπράτσο του. «Τελικά, είναι πολύ όμορφη η Θεσσαλονίκη το βράδυ».

«Πράγματι. Να κάνουμε πιο συχνά βραδινές βόλτες, αν σου αρέσει τόσο πολύ», της χαμογέλασε.

«Δεν θα μπορούμε... Αφού τώρα εγώ θα δουλεύω!»

«Ε και; Θα πηγαίνουμε στο σχόλασμα. Θα βλέπουμε και την ανατολή».

Ένας ήχος από σπάσιμο γυαλιού ακούστηκε μέσα στο σκοτάδι. Τα φώτα από τις ψηλές κολώνες δεν κάλυπταν εκείνο το σημείο, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να καταλάβουν τι είχε συμβεί. Ο Φίλιππος σταμάτησε και τράβηξε απότομα τη Θάλεια από τον καρπό, βάζοντάς τη πίσω του. «Μείνε πίσω μου και μην βγάλεις άχνα», της έκανε επιτακτικά.

Περπάτησε δύο βήματα μπροστά και φώναξε προς εκείνη την κατεύθυνση. «Ποιος είναι;»

Λίγα λεπτά αργότερα ένας άντρας με σκισμένα και λερωμένα ρούχα εμφανίστηκε μπροστά τους, ελαφρώς ζαλισμένος. Κρατούσε στα χέρια του ένα άδειο, γυάλινο μπουκάλι. Τα βήματά του ήταν ασταθή, αναγκάζοντάς τον να πιαστεί από την κολώνα πίσω του. Σιγά σιγά, άρχισε να πέφτει προς το έδαφος, μέχρι που κάθισε σε αυτό, με την απόλυτη ησυχία να επικρατεί.

Ο Φίλιππος και η Θάλεια παρέμεναν λίγα βήματα μακριά, σχεδόν χωρίς ανάσα, να παρατηρούν εκείνον τον άντρα. Έβγαλε το περίστροφο από τη ζώνη του και το κράτησε στο χέρι του, κρύβοντάς το διακριτικά πίσω από την πλάτη του. Έκανε μερικά βήματα για να παρατηρήσει τον άντρα λίγο καλύτερα.

Ξαφνικά, εκείνος σήκωσε το μπουκάλι που κρατούσε στα χέρια του και το πέταξε στην άλλη πλευρά του δρόμου, με αποτέλεσμα εκείνο να σπάσει στο έδαφος, εκατοστά μακριά από τη Θάλεια, η οποία είχε χώσει το κεφάλι της ανάμεσα στα χέρια της επειδή τρόμαξε. Ο άντρας, με κλειστά μάτια σήκωσε το κεφάλι του προς τα πάνω και το ακούμπησε στην κολώνα πίσω του.

Το βλέμμα του νεαρού, ξανθού άντρα απέναντί του κοκκάλωσε. Ένιωσε τα άκρα του να μουδιάζουν, σε αντίθεση με το αίμα του που έβραζε, από εκείνο το κόκκινο συναίσθημα που είχε να νιώσει πολλά χρόνια. Η φωνή του τρεμόπαιξε στο λαιμό του, με μια λέξη να ξεχωρίζει αμυδρά, μια λέξη που ποτέ δεν φανταζόταν ότι θα ξεστόμιζε ξανά. «Πατέρα;»

Η Θάλεια τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. «Ποιος;»

Εκείνη την ώρα ο άντρας εκείνος ξεκίνησε να βήχει. Ο ήχος που έβγαινε από μέσα του ακουγόταν πολύ δυνατός, ξηρός κι επώδυνος. Ο Φίλιππος πισωπάτησε, φτάνοντας τη Θάλεια. «Πάω να του πάρω ένα μπουκάλι νερό». Έσπρωξε το όπλο στα χέρια της και την ανάγκασε να το κρατήσει. «Πρόσεχε».

Το έσφιξε στην παλάμη της και το έκρυψε διακριτικά πίσω της. Ο άντρας απέναντί της, έμοιαζε σαν να κοιμάται, γερμένος πάνω στην κολώνα, με αποτέλεσμα εκείνη να αρχίζει σταδιακά να χαλαρώνει.

Δύο λεπτά μετά, άνοιξε τα βλέφαρά του και την κοίταξε κατάματα. Σηκώθηκε αργά από τη θέση του με το σώμα του να παρασύρεται από τη βαρύτητα και πότε πότε να σκουπίζει το έδαφος. Η Θάλεια, τρομαγμένη άρχισε να κάνει μικρά βήματα προς τα πίσω, σφίγγοντας κι άλλο το πιστόλι στα χέρια της.

Ήταν όρθιος απέναντί της. «Τι έγινε κούκλα; Πόσο πάει;»

«Μείνε μακριά μου!», του φώναξε. Η φωνή της έσπαγε σε σημεία, όμως η έντασή της φαινόταν στην χροιά της. Άρχισε να την πλησιάζει.

Έπεσε πάνω της και ξεκίνησε να την αγγίζει βίαια. Τα χέρια της είχαν αιχμαλωτιστεί πίσω από το σώμα της με τα δικά του να τα κρατούν εκεί παγιδευμένα και τα δόντια του να δαγκώνουν, κάθε άλλο παρά ερωτιάρικα, το λαιμό της. Η αναπνοή του έζεχνε αλκοόλ και τσιγάρο, όμως παραξενεύτηκε διότι τις μυρωδιές αυτές τις ήξερε καλά. Τις είχε συνηθίσει. Τέτοιο άρωμα είχαν τα φιλιά που τις χαρίζονταν. Κι όμως, τώρα βρωμούσαν.

Του φώναζε να την αφήσει με εκείνον να την αγνοεί. Κατάφερε να οπλίσει, με πολύ μεγάλη δυσκολία. Ήταν γεμάτο. Βοήθησε με το αριστερό της χέρι να γυρίσει η κάνη του όπλου προς τα πάνω και τράβηξε γρήγορα τη σκανδάλη, πριν να αισθανθεί εκείνος το οτιδήποτε. Ο εκκωφαντικός θόρυβος έσκισε τον αέρα, μαζί με την κραυγή πόνου του. Η σφαίρα διαπέρασε το χέρι του, τραυματίζοντας ελαφρώς και την ίδια.

Τραβήχτηκε πίσω απότομα και κράτησε το αιματοβαμμένο χέρι του. Τα μάτια του είχαν γουρλώσει και η ανάσα του έγινε βαριά. Το σώμα της έτρεμε και ένιωθε την καρδιά της να χτυπά γρήγορα. Γύρισε και την κοίταξε με το πιο ανατριχιαστικό βλέμμα που θα μπορούσε να αντικρύσει ποτέ στη ζωή της.

Έτρεξε κατά πάνω της. Η Θάλεια ύψωσε το όπλο της, με εκείνον να την αφοπλίζει και να το πετάει στο έδαφος. Έπιασε τα χέρια της και την έριξε κάτω. Εγκλώβισε το σώμα της κάτω από το δικό του με εκείνη να φωνάζει.

«Σκάσε! Σου αρέσει να το παίζεις δύσκολη;», οι φωνές του και η μεθυσμένη του ανάσα έσκαγαν στο πρόσωπό της. Δάκρυα απόγνωσης άρχισαν να κυλούν, όσο εκείνος με το χέρι του άνοιξε τα πόδια της και προσπάθησε να σηκώσει το φόρεμά της.

Το βλέμμα της κοιτούσε τον ξάστερο χειμερινό ουρανό, με τα δάκρυα να ποτίζουν τα μάγουλά της και την ίδια να νιώθει πιο ταπεινωμένη από ποτέ. Με τη λιγοστή δύναμη που είχε, κατάφερε να φωνάξει. «Φίλιππε!»

Ένα χαστούκι έσκασε στο μάγουλό της. Ένιωσε τον ιδιωτικό της χώρο να παραβιάζεται. Έκλεισε τα μάτια και απλά προσευχήθηκε. Η ανάσα του έσκαγε ζεστή στο πρόσωπό της. Άκουσε έναν ξαφνικό γδούπο και ένα βάρος να φεύγει από το σώμα της. Τα μάτια της άνοιξαν απότομα αλλά το βλέμμα της έμεινε καρφωμένο στον ουρανό. Συνέχιζε να κοιτά ψηλά, όντας το μόνο πράγμα που την παρηγορούσε εκείνη τη στιγμή.

Λίγα μέτρα μακριά της, το μεθυσμένο σώμα του άντρα ήταν στο έδαφος με τον Φίλιππο να τον χτυπά, ματώνοντας τις γροθιές του. Τον έκανε να δεχτεί το ίδιο του το δηλητήριο. Τον μεταμόρφωνε σε θύμα. Δεν τον ένοιαζε που δεν ήταν αρκετά νηφάλιος για να το αντιληφθεί. Η δική του ψυχή αγαλλίαζε. «Τόλμησες να την αγγίξεις ρε καριόλη; Σήμερα θα σε σκοτώσω, εδώ θα γίνει ο τάφος σου!»

Η φωνή του ξέσκιζε τα αυτιά της και παράλληλα την έκανε να νιώθει ζεστασιά. Πίεσε τα χέρια της στην άσφαλτο και σήκωσε ελάχιστα το σώμα της. Άρπαξε το – πεσμένο λίγα μέτρα μακριά – όπλο της και του έδωσε ώθηση κάνοντάς το να συρθεί στο έδαφος.

Σταμάτησε δίπλα στο σώμα του Φίλιππου, ο οποίος το πήρε και σηκώθηκε από το σώμα του πατέρα του. Στάθηκε απέναντί του και όπλισε. Έτεινε το όπλο προς το μέρος του. Το σώμα του είχε μείνει πεσμένο στο έδαφος, αναίσθητο. Η Θάλεια στάθηκε όρθια δίπλα του, τρεμάμενη. Το ένα της χέρι ήταν διπλωμένο και κρατούσε τον αγκώνα του άλλου, σε μια στάση σώματος φανερά προστατευτική.

Τράβηξε τη σκανδάλη και η σφαίρα διαπέρασε το ένα πόδι του πατέρα του. Γύρισε στη Θάλεια απότομα. «Βγάλε τα παπούτσια σου».

«Τι;», του απάντησε χαμένα.

«Βγάλε τα παπούτσια σου, γαμώτο! Βγάλ' τα!»

Κατέβηκε από τα τακούνια της, με εκείνον να σκύβει και να τα παίρνει στα χέρια του. Πλησίασε την άκρη του δρόμου, παίρνοντας φόρα και πέταξε μέσα στη θάλασσα τα παπούτσια της. Έτρεξε ξανά κοντά της, τη σήκωσε στα χέρια του και άρχισε να κατευθύνεται με ταχύτητα στους δρόμους της Θεσσαλονίκης.

Έφτασαν λίγα λεπτά αργότερα. Την άφησε κάτω και η ανάσα της έτρεμε. Την έσφιξε πάνω του και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά. Έτριψε ελαφρά την πλάτη της με τα ματωμένα ακροδάχτυλά του. «Ηρέμησε μωρό μου, τελείωσε τώρα».

***

Θεσσαλονίκη, Μάιος 1991
13 χρόνια νωρίτερα...

Έβαλε τα μακαρόνια στην κατσαρόλα να βράσουν, ενώ ταυτόχρονα χάζευε απ' έξω τον βροχερό καιρό. Το κολάν διέγραφε απόλυτα το κάτω μέρος του σώματός της και η φαρδιά, κοντομάνικη μπλούζα του Φίλιππου ισοστάθμιζε την μορφή της. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα ψηλά με ένα κλάμερ και δύο μόνο τούφες έπεφταν στα μάτια της.

Είχε βάλει έναν από τους δίσκους του Φίλιππου να παίζει στο πικάπ και είχε αρχίσει να τραγουδάει παράλληλα με τη φωνή της τραγουδίστριας. Οι γλυκές και – πού και πού – υψηλές της νότες γέμιζαν το χώρο με όμορφες μελωδίες.

Άκουσε την πόρτα να ανοίγει και να κλείνει πίσω της, αλλά παρόλα αυτά δεν σταμάτησε. Πήγε στο πικάπ και άλλαξε γρήγορα δίσκο βάζοντας μια νέα καλλιτέχνιδα της οποίας τα τραγούδια της άρεσαν πολύ. Κατέβασε τη βελόνα και άρχισε να ακούγεται το τραγούδι.

Ο Φίλιππος μπήκε μέσα στην κουζίνα και έβγαλε το σακάκι του παρακολουθώντας τη προσεκτικά. Χαμογέλασε βλέποντάς τη να χορεύει στην εισαγωγή του τραγουδιού. Λικνιζόταν στο ρυθμό μέσα στην κουζίνα και έπιασε μια κουτάλα από τον πάγκο κάνοντάς τη μικρόφωνο.

«Πρέπει να ξέρω τι θα του πω
όταν τον δω δεν πρέπει να τα χάσω
Θα του προτείνω ένα ποτό
για μουσική κουβέντα θα του πιάσω»

Τον κοιτούσε κατάματα και τον πλησίαζε σε κάθε στίχο. Ο δείκτης του χεριού της γλίστρησε πάνω στο στήθος του, σχηματίζοντας μια κάθετη γραμμή.

«Σκέψου αυτός να θέλει να μου ριχτεί
Σκέψου να απλώσει τότε κάνα χέρι
εγώ θα θέλω από αυτόν πιο πολύ
μα όχι να το ξέρει»

Τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του, και εκείνος ανταποκρίθηκε τυλίγοντας τα δικά του γύρω από τη μέση της. Εγκλωβισμένη κοντά του, κατέβασε τα χέρια της στη γραβάτα του και άρχισε να του τη λύνει. Την έβγαλε από τον λαιμό του και με την άκρη της του χτύπησε ελαφρά τη μύτη. Απομακρύνθηκε ξανά και χόρεψε έντονα στο ρεφρέν.

«

"Τι ζώδιο είσαι;" εγώ θα του πω
κι άμα μου πει "δεν έχει σημασία"
τότε τι λένε, ε κάτι θα βρω
πρέπει να έχω λίγη φαντασία»

Τον πλησίασε με γρήγορα βήματα κι άρχισε να περπατάει γύρω του. Στάθηκε πίσω του και του κάλυψε τα μάτια με τη γραβάτα του, κάνοντάς τον να γελάσει.

«Τι να φορέσω τώρα που 'χω μπλεχτεί
στο παρά πέντε είμαι κι έχω κολλήσει
Θέλω ν' αρέσω απόψε πάρα πολύ
μα σκέψου να με στήσει»

Την τράβηξε από το χέρι και την κόλλησε ξανά πάνω του. «Μπορώ να σου λύσω εγώ το δίλημμα».

«Ποιο δίλημμα;», τον ρώτησε λαχανιασμένη.

«Για το τι να βάλεις... Ή καλύτερα, το τι να βγάλεις».

Τη σήκωσε και εκείνη τύλιξε τα πόδια της γύρω του. Την ακούμπησε πάνω στον πάγκο της κουζίνας και άρχισε να τη φιλάει, όσο εκείνη του ξεκούμπωνε το πουκάμισο. Το ύφασμα έπεσε από το σώμα του αποκαλύπτοντας το ογκώδες σώμα του. Το επόμενο κομμάτι ύφασμα που αφαιρέθηκε ήταν η μπλούζα της.

Φιλούσε το σώμα της και το στήθος της παθιασμένα. Έριξε το κεφάλι της πίσω χαζογελώντας και αφήνοντας μικρούς αναστεναγμούς. Ελευθέρωσε από τους ώμους της τις τιράντες από το σουτιέν της με εκείνη να χαλαρώνει στα χάδια του, ξεχνώντας το πικάπ να παίζει, ξεχνώντας την κατσαρόλα στο μάτι και ξεχνώντας την πρωινή της ανακάλυψη ότι η περίοδός της έχει καθυστερήσει δύο εβδομάδες.

Πρόβα, πρόβα
στον καθρέφτη κάνω πρόβα, πρόβα
πριν από το ραντεβού.
Στον καθρέφτη κάνω πρόβα, πρόβα
τι θα πω στον Καζανόβα, πρόβα
έχω απόψε ραντεβού.

***

Η Δέσποινα και η Αναστασία άνοιξαν την πόρτα του ενοικιασμένου – για δέκα μέρες από τον αδερφό της δεύτερης – επιπλωμένου διαμερίσματός τους στο Σούνιο. Η ομάδα είχε διασκορπιστεί, έτσι ώστε σε περίπτωση που ο Μελέτης τους κυνηγούσε, από ένα σημείο και μετά, να έχαναν τα ίχνη τους.

Μπήκαν μέσα και άφησαν τα πράγματά τους στο πάτωμα, κοιτώντας το χώρο γύρω τους. «Πάντως δεν μπορώ να πω... Ο αδερφός σου έχει γούστο στα σπίτια».

«Μόνο; Στα σπίτια, στα αυτοκίνητα, στις γυναίκες... Εντάξει, ας πούμε ότι η Αλεξία ήταν μια άτυχη στιγμή», απάντησε η Αναστασία.

«Γιατί, τη μετράμε για γυναίκα του; Εμένα αν με ρωτήσεις ποια είναι η γυναίκα του Μεταξά, τη Θάλεια θα σου πω».

«Και δεν θα έχεις και άδικο...», σταμάτησε και κοίταξε για λίγο το ρολόι της. Ήταν πέντε το χάραμα και σε λίγη ώρα θα ξημέρωνε. Η Δέσποινα την κοίταξε και κρυφογέλασε. Την πλησίασε και την ακούμπησε απαλά στον ώμο. Η Αναστασία γύρισε και της χαμογέλασε. «Τι είναι;»

«Την κόρη σου σκέφτεσαι;», τη ρώτησε γλυκά.

«Ναι... Σε δύο ώρες θα την ξυπνήσει η μητέρα μου για να την πάει στο σχολείο...»

«Νόμιζα ότι ήταν με την Αλεξία».

Η Αναστασία γέλασε ειρωνικά. «Είσαι με τα καλά σου; Θα εμπιστευόμουν ποτέ την κόρη μου στην Αλεξία; Όχι βέβαια... Μπορεί να έχει πάρει τον Δημήτρη και να μένουν με τη μάνα μου αυτές τις μέρες, αλλά υπεύθυνη για την Κλέλια όσο λείπω είναι η μητέρα μου. Η Αλεξία δεν ανακατεύεται σε τίποτα μαζί μου. Με σιχαίνεται όσο τη σιχαίνομαι».

«Αμοιβαία τα αισθήματα», γέλασε η Δέσποινα.

«Δεν έχει πολλές επιλογές. Είναι παντρεμένη με τον αδερφό μου. Ο γιος της είναι ανιψιός μου. Δεν μπορεί να με αποφύγει, ούτε εμένα ούτε τη μητέρα μου. Άσε που ο Δημητράκης μας είναι γλυκύτατο πλάσμα. Τον αγαπώ πολύ και προσπαθούμε με το Φίλιππο τα ξαδέρφια να έχουν όση περισσότερη επαφή γίνεται. Ειδικά από τότε που χώρισα».

«Με αυτό το θέμα, τι θα κάνεις;»

Έφυγε από εκεί και κάθισε σε έναν καναπέ που βρισκόταν λίγο μακριά τους. Η Δέσποινα την ακολούθησε. «Δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Ο Μελέτης αρνείται πεισματικά να υπογράψει, εγώ είμαι ξεκρέμαστη και με τον Φίλιππο μπήκαν και επίσημα σε πόλεμο».

«Εν τω μεταξύ, δεν υποτίθεται ότι υπάρχει και πρωτόκολλο για τον χωρισμό σας, όσον αφορά την πιάτσα τουλάχιστον;»

«Φυσικά και υπάρχει. Οι αρχηγοί της κάθε πιάτσας είναι υποχρεωμένοι να προστατεύουν όλα τα μέλη της οικογένειάς τους. Ο Μελέτης, αν με χωρίσει, είναι υποχρεωμένος να παρέχει προστασία εφ' όρου ζωής στην Κλέλια, διότι είναι κόρη του, ενώ σε εμένα έχει δικαίωμα να δώσει προστασία μόνο μέχρι η μικρή να ενηλικιωθεί και αυτό αν το θέλει ο ίδιος!»

«Μα είσαι η μητέρα της κόρης του».

«Δεν έχει σημασία αυτό. Δεν έχουμε συγγένεια εξ' αίματος και πλέον δεν θα υπάρχουν τα δεσμά του γάμου να μας ενώνουν. Δεν με ενδιαφέρει και πολύ όμως, να σου πω την αλήθεια. Και εκείνος να μην μου δώσει προστασία, είμαι καλυμμένη. Μην ξεχνάς, ότι μπορεί πλέον να μην είμαι γυναίκα ενός αρχηγού, αλλά θα είμαι πάντα η αδερφή του αρχηγού», της έκλεισε το μάτι. «Αν και δεν σου κρύβω ότι περισσότερο με φοβίζει το μετά... Πώς θα μεγαλώσω ένα παιδί μόνη μου; Είναι μεγάλη η ευθύνη!»

Έριξε το κεφάλι της ανάμεσα στα πόδια της και τράβηξε τα μαλλιά της πίσω. Η Δέσποινα μειδίασε. «Λοιπόν... Δεν νομίζω ότι υπάρχει καταλληλότερος άνθρωπος να μιλήσει για μεγάλωμα παιδιού από εμένα».

«Εσύ ρε Δέσποινα, πώς τα κατάφερες, αλήθεια; Έμεινες έγκυος στα δεκάξι, ο πατέρας του παιδιού σου σκοτώθηκε σε τροχαίο, γέννησες και μεγάλωσες ένα παιδί ολομόναχη, ενώ ήσουν και η ίδια παιδί! Πώς; Είσαι τριάντα και ο γιος σου φέτος τελειώνει το Γυμνάσιο».

«Δεν θα σου πω ότι ήταν εύκολο. Αντιθέτως, για να στο πω ωμά, γαμήθηκα. Αν δεν είχα τη Δόμνα... Δεν θα είχα καταφέρει τίποτα. Όταν έχασα τον Ραφαήλ, για μένα ήταν σαν να έχασα τον κόσμο. Ήμουν πολύ ερωτευμένη. Τον είχα αγαπήσει, με έκανε να νιώθω τόσο όμορφα... Με διεκδίκησε, σαν να μην υπήρχε ζωή χωρίς εμένα για εκείνον».

«Και ήσασταν μόνο δεκάξι...», μονολόγησε. «Δεν σκέφτηκες να ξαναφτιάξεις τη ζωή σου;»

«Είχα περιστασιακές σχέσεις, αλλά όχι... Ποτέ, τίποτα περισσότερο. Δεν θα έβαζα ξένο άνθρωπο στο σπίτι. Είχα ένα παιδί να μεγαλώσω, αυτό σκεφτόμουν. Κι έπειτα, πού καιρός για έρωτες; Σε καταπίνει η μητρότητα».

«Θεωρείς ότι αν ζούσε ο Ραφαήλ θα ήσασταν ακόμα μαζί;»

«Ναι... Έτσι ελπίζω τουλάχιστον».

Έμειναν για λίγο ξαπλωμένες στον καναπέ. Κοιτούσαν από την μπαλκονόπορτα τον ουρανό. Η Αναστασία πήρε το πακέτο από την τσέπη της και άναψε τσιγάρο. «Και με τον μικρό;»

«Με τον μικρό, χάρη στη Δόμνα, έχω μια πολύ καλή σχέση και τον μεγάλωσα όσο καλύτερα μπορούσα...»

«Ηρωίδα αυτή η γυναίκα...»

«Δεν φαντάζεσαι! Δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς εκείνη, αν δεν με μάζευε. Ήμουν ένα κορίτσι δεκάξι χρονών, έγκυος που ο πατέρας της την έδιωξε από το σπίτι όταν έμαθε την αλήθεια. Εμένα και την Κατερίνα μας έχει σαν παιδιά της», αυτό το ξέρω καλά, σκέφτηκε η μαυρομάλλα. «Σε εμένα, δεν ξέρω αν έπαιξε ρόλο το ότι κυοφορούσα το μωρό του γιου της, όμως της χρωστάω».

«Δεν νομίζω να το έκανε για αυτό... Δεν την έχω για συμφεροντολόγα. Πιο πιθανό να είδε τον εαυτό της στα μάτια σου».

Η Δέσποινα πήρε από το πακέτο της Αναστασίας ένα τσιγάρο και το έπαιξε στα δάχτυλά της. «Να μη φοβάσαι όμως... Όλα θα πάνε καλά. Αλήθεια στο λέω».

Πήρε τον αναπτήρα της Αναστασίας και άναψε το τσιγάρο της. Εισέπνευσε τον καπνό και εξέπνευσε, κάνοντας έναν μικρό κύκλο με το στόμα της, απελευθερώνοντας μικρά δαχτυλίδια καπνού.

***

Τεντώθηκε κάτω από τα παπλώματα, με εκείνη να κουρνιάζει περισσότερο στην αγκαλιά του. Οι ακτίνες του ήλιου εισέβαλαν μέσα στο δωμάτιο, αντανακλώντας στα άσπρα σεντόνια. Το γυμνό του σώμα καλυπτόταν από την μέση και κάτω με το σεντόνι, ενώ εκείνη ξάπλωνε στο στήθος του με τα σγουρά μαλλιά της να χύνονται ελεύθερα στην πλάτη της.

Σήκωσε το κεφάλι της και της χαμογέλασε. Τη φίλησε στο στόμα. «Καλημέρα υπναρού».

Η Ελένη έτριψε ελαφριά τα μάτια της. «Καλημέρα», μούγγρισε ανόρεχτα.

«Τι έχεις;»

«Πονάει όλο μου το σώμα και νιώθω ότι δεν μπορώ να περπατήσω».

«Ναι... Το παθαίνουν συχνά αυτό όσες λυγίζουν στη γοητεία μου», της κάνει ειρωνικά περιμένοντας την αντίδρασή της.

«Τι μαλακίες ακούω πρωί πρωί...»

«Λοιπόν, σήκω σιγά σιγά να κάνεις κανένα ντουζάκι να ξεπιαστείς και εγώ πάω να σου κάνω καφέ. Τι πίνεις;»

«Έναν Ελληνικό κάνε μου».

«Βαρύ γλυκό;»

«Ναι».

«Έφτασε».

Φόρεσε τη φόρμα του και βγήκε έξω από το δωμάτιο. Πήγε στην κουζίνα και έβαλε νερό στο μπρίκι, έφερε το γκαζάκι κοντά του και το ακούμπησε πάνω. Πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του, ενώ έβλεπε τον Γιώργη να τον πλησιάζει. Τον είδε κατσουφιασμένο και γέλασε. «Πώς κοιμήθηκες;»

Τον αγριοκοίταξε. «Δεν κοιμήθηκα. Άκουγα τα μουγκρητά σου και τις τσιρίδες της άλλης».

«Τουλάχιστον ήταν μουγκρητά ευχαρίστησης».

«Συγγνώμη, τι κάνατε τόσες ώρες;»

«Τα θες αναλυτικά;», τον ειρωνεύτηκε γελώντας.

Ο Γιώργης ξεφύσησε. «Τουλάχιστον πέρασες καλά...»

«Καλά λέει... Δεν παίζεται η μικρή. Κι επίσης, σιγά μη δε κάνω εγώ σεξ επειδή ο Μελέτης είναι μαλάκας».

«Απλά θα πρέπει να μείνει μαζί μας για λίγες μέρες. Δεν πρέπει να τη βρουν».

«Το ξέρω αυτό... Να σου πω, δεν με χαλάει κιόλας».

«Ο Φίλιππος το ξέρει ότι έχεις φέρει τη μικρή εδώ;»

«Όχι κι ούτε πρόκειται να το μάθει. Ούτως ή άλλως δεν πρόκειται να μας καρφώσει».

«Πώς είσαι τόσο σίγουρος;»

«Αρχικά, δεν είναι χαζή. Ξέρει ότι δεν την συμφέρει να τα βάλει με τον Φίλιππο, αν το κάνει δεν θα έχει μόνο με εμάς μπλεξίματα στο τέλος. Ένα μεροκαματάκι ζητάει, δεν θα μπει σε ιστορίες. Και δεύτερον, στη μέλλουσα κουμπάρα μου χρωστάει πολλά».

«Μέλλουσα τι;»

«Για τη Θάλεια λέω. Η μικρή, το ότι έχει δουλειά το χρωστάει κυρίως στη Θάλεια. Δεν είναι αγνώμων».

«Κατάλαβα...»

Η Ελένη εμφανίστηκε στο σαλόνι φορώντας ένα κολάν και ένα πλεχτό πουλόβερ. Κάθισε στο τραπέζι, αφού χαιρέτισε το Γιώργη και ο Θέμης της σέρβιρε τον καφέ της. Ήπιε μια γουλιά και του έκλεισε το μάτι. «Τώρα που ξύπνησα, πείτε τι έχει γίνει, γιατί για να έχει στήσει όλο αυτό ο Μεταξάς έχει παιχτεί χοντρή μαλακία. Ξεράστε τα όλα. Θέλω να σας βοηθήσω».

***

Η Θάλεια στεκόταν όρθια, να ανακατεύει την κατσαρόλα με τη σούπα λαχανικών της πάνω στο μάτι. Τα πρόχειρα ρούχα της υποδήλωναν τη χαλαρότητά της, αλλά σε τίποτα δεν υποσκέλιζαν την ομορφιά της.

Άρχισε να ρίχνει αλάτι στο μείγμα της, όταν ένα από τα αγαπημένα της τραγούδια ακούστηκε από το ανοιχτό ράδιο. Άρχισε να σιγομουρμουρίζει τους στίχους, χαμένη στην αγαπημένη της μελωδία.

«Ακριβό μου διθέσιο
καλό μου αμάξι
Που περνάς απ' τ' απαίσιο
ξυστά
Κινητήρα και πλαίσιο
στα 'χω πειράξει
Για να τη βγεις πιο μπροστά»

Έκανε δύο βήματα πίσω και έβγαλε το λαστιχάκι από τον καρπό της, πιάνοντας τα ξανθά της μαλλιά σε έναν ατημέλητο κότσο.

«Τη στιγμή που σ' αγόραζα
για να τριπάρω
Το κενό μου εξαγόραζα
δειλά
Την καρδούλα που χώρισα
ίσως να πάρω
Σ' άλλη ζωή πιο καλά»

Ο Φίλιππος την πλησίασε από πίσω και έβαλε τα χέρια του στους γοφούς της. Χαμογέλασε στο άγγιγμά του και σταμάτησε να τραγουδάει για λίγο. Γύρισε προς το μέρος του και δυνάμωσε τη φωνή της στο ρεφρέν.

«Μη με πας απ' το σπίτι
τ' ακούς, στο Θεό να με πας
Μυρωδιά καταλύτη
εσύ μοναχά μ' αγαπάς
Α, ρε, χρόνε αλήτη
π' ανθρώπους κι αγάπες σκορπάς
Μη με φέρνετε σπίτι
τ' ακούς, κάπου αλλού να με πας»

***

Η πόρτα του σπιτιού της χτύπησε μέσα στη νύχτα. Κάποιος κοπάναγε την πόρτα με τόση δύναμη που νόμιζε ότι θα την ξεκολλούσε. Βρισκόταν στον επάνω όροφο του σπιτιού της, κι όμως άκουσε τον ήχο πεντακάθαρα. Πετάχτηκε από το κρεβάτι και φόρεσε την κόκκινη ρόμπα της, πάνω από το μαύρο νυχτικό της.

Κοίταξε την κούνια της εγγονής της και σιγουρεύτηκε ότι εκείνη κοιμόταν του καλού καιρού. Το ρολόι στο κομοδίνο της έδειχνε τέσσερις το πρωί. Άνοιξε την πόρτα για να βγει από το δωμάτιο πέφτοντας μούρη με μούρη με την Κατερίνα στον διάδρομο. «Το άκουσες κι εσύ;»

Κούνησε το κεφάλι. «Ποιος είναι;»

«Δεν ξέρω, αλλά ό,τι και να 'ναι δεν είναι για καλό».

Κατέβηκαν τη σκάλα με αργά βήματα όσο η πόρτα συνέχιζε να χτυπάει. Σκόρπισαν μέσα στο χώρο, τρέχοντας προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Η Δόμνα έτρεξε στο σαλόνι και άρπαξε ένα βαρύ, γυάλινο κηροπήγιο, ενώ η Κατερίνα ένα τηγάνι από την κουζίνα. Πλησίασαν ξανά προς την πόρτα, με τη Δόμνα να στέκεται πίσω της. Έκανε νόημα στην Κατερίνα και ξεκίνησε να μετράει αντίστροφα από το τρία. Όταν τελείωσε το μέτρημα άνοιξε την πόρτα με φόρα και τόσο εκείνη, όσο και η Κατερίνα σήκωσαν τα αυτοσχέδια όπλα τους στον αέρα.

Ο άνδρας πίσω από την πόρτα έκανε ένα βήμα πίσω και σήκωσε τα χέρια του ψηλά. «Άοπλος! Άοπλος!»

Η Δόμνα κατέβασε το κηροπήγιο και τον κοίταξε. «Ποιος είσαι εσύ;»

«Είστε η κυρία Δόμνα Παπαδοπούλου; Η μητέρα της Θάλειας;»

Κοίταξε, παγωμένη, την Κατερίνα. «Μάλιστα. Ποιος είσαι; Έπαθε κάτι το παιδί μου;», ρώτησε έχοντας αρχίσει να πανικοβάλλεται.

«Με έστειλε ο κύριος Φίλιππος».

Έδειξε να το σκέφτεται λίγο κι ύστερα του έκανε νόημα με το χέρι της να περάσει μέσα. Τον άφησε να μπει και έκλεισε την πόρτα. Το παλικαράκι απέναντί της ήταν ψηλό και όμορφο, νέο – σκάρτα είκοσι πέντε χρονών. «Τι θέλει το αφεντικό σου;»

«Με έστειλε να πάρω την κόρη της κυρίας Θάλειας και να την πάω στην τοποθεσία που κρύβονται».

«Τι πράγμα;», είπαν με μια φωνή οι δύο γυναίκες.

«Μπάστα ρε παλικάρι, όπα λίγο. Μου λες ότι εμείς τώρα πρέπει να σου δώσουμε το μωρό μας επειδή ήρθες εσύ και μας είπες ότι σε έστειλε ο Φίλιππος; Πού ξέρω εγώ ότι μας λες την αλήθεια;», του επιτέθηκε η Κατερίνα.

Όσο ο νεαρός προσπαθούσε να εξηγήσει την κατάσταση στην Κατερίνα, η Δόμνα κινήθηκε πισωπατώντας στο μικρό έπιπλο που βρισκόταν δίπλα στην πόρτα, βγάζοντας από εκεί έναν μικρό σουγιά και χώνοντάς τον γρήγορα στην τσέπη της ρόμπας της. Πλησίασε ξανά και τους διέκοψε. «Δείξε μου την κάρτα σου».

«Ορίστε;», της έκανε ο νεαρός.

«Είπες ότι σε έστειλε ο Φίλιππος. Πίστεψέ με, ξέρω αρκετά καλά τον Μεταξά για να γνωρίζω ότι κάτι τέτοιο θα το ανέθετε μόνο σε κάποιον έμπιστο εργαζόμενό του. Όλοι οι υπάλληλοι του Νυξ, και γενικά όσοι δουλεύεται για τον Φίλιππο έχετε ειδική ταυτότητα, αυτή δίνετε στην είσοδο για να μπείτε στο μαγαζί. Δείξε μου τη δική σου».

«Μα τώρα σοβαρολογείτε;»

Η Δόμνα έβγαλε γρήγορα το σουγιά από την τσέπη της, τον άνοιξε και τον έφερε δίπλα στο πρόσωπό του. «Άκουσέ με, μικρέ. Μην πας να το παίξεις έξυπνος σε μένα. Ή μου δείχνεις την κάρτα σου, ή θα φύγεις με στραπατσαρισμένη μόστρα, διαλέγεις και παίρνεις».

Ο νεαρός στραβοκαταπίνοντας, έβγαλε το πορτοφόλι του από την πίσω τσέπη του παντελονιού του και το άνοιξε, βγάζοντας από μέσα την κάρτα και δείχνοντάς της τη. Η Δόμνα την πήρε στα χέρια, αναγνωρίζοντας πολύ την κάρτα, αφού έμοιαζε τραγικά με εκείνη της Θάλειας και έπειτα έλεγξε την υπογραφή του Φίλιππου στο κάτω μέρος. Ο μικρός ήταν καθαρός.

Έκλεισε τον σουγιά και μαζεύτηκε πίσω. «Κατερίνα, κράτα συντροφιά στον νεαρό από εδώ για λίγα λεπτά. Πάω να ετοιμαστώ και να ετοιμάσω το παιδί».

«Θα έρθετε και εσείς μαζί;»

«Το ότι βεβαιώθηκα για το ότι όντως δουλεύεις με το Φίλιππο και δεν με δουλεύεις δεν σημαίνει ότι θα σε εμπιστευθώ και μόνο σου με ένα μωρό δέκα μηνών, το οποίο τυγχάνει να είναι η εγγονή μου».

Σε δέκα λεπτά, είχε ετοιμαστεί και είχε κατέβει κάτω κρατώντας μια βαλίτσα και ένα καλάθι με τη μικρή Ραφαέλλα μέσα. Μαζί με τον νεαρό, προχώρησαν προς το αυτοκίνητο και ξεκίνησαν μέσα στη σκοτεινή Αθήνα για το σπίτι του Φίλιππου. Πάρκαραν κάτω από την πολυκατοικία του και προσέχοντας μην τους δει κανείς ανέβηκαν στον όροφο. Χτύπησαν το κουδούνι και περίμεναν.

Ο Φίλιππος και η Θάλεια ξύπνησαν από τον οξύ ήχο. Σηκώθηκαν βαριεστημένα από το κρεβάτι και προχώρησαν στο σαλόνι. Άνοιξαν την πόρτα και τους αντίκρυσαν. Η Θάλεια γούρλωσε τα μάτια της. «Μαμά, τι κάνεις εδώ;»

«Πιο σιγά, παιδί μου! Θα μου την ξυπνήσεις!», πέρασε μέσα η Δόμνα και άφησε την καλαθούνα πάνω στην τραπεζαρία. Η Θάλεια πλησίασε, βουρκωμένη και κοίταξε την κόρη της, την οποία αν και την είχε αποχωριστεί μόλις τρεις μέρες, ένιωθε πως είχε περάσει ένας αιώνας.

«Κοριτσάκι μου... Μα πώς;»

«Ο προκομμένος σου τα κανόνισε. Έστειλε τούτον εδώ στις τέσσερις το χάραμα και μου κόπηκαν τα ύπατα, νόμιζα ότι κάτι πάθατε!», παραληρούσε η Δόμνα.

Η ξανθιά γυναίκα γύρισε και κοίταξε τον γεροδεμένο άντρα απέναντί της που της έκλεισε το μάτι και έπειτα χασμουρήθηκε, όντας αγουροξυπνημένος.

***

Ξάπλωσαν όλοι μαζί στο κρεβάτι. Η Θάλεια είχε τοποθετήσει ένα μαξιλάρι στην άκρη του κρεβατιού και δίπλα από αυτό ξάπλωσε – προσεκτικά – την Ραφαέλλα για να μην την ξυπνήσει. Δίπλα της πλαγιαστά βρισκόταν η μητέρα της, η οποία την είχε σκεπάσει με τη βαριά κουβέρτα και της χάιδευε απαλά με το δάχτυλό της το πρόσωπο.

Ο Φίλιππος μπήκε μέσα στο δωμάτιο αργά, σχεδόν πατώντας στις μύτες και προχώρησε προς την μικρή. Χαμήλωσε το σώμα του δίπλα από το σώμα της μικρής στο κρεβάτι και έμεινε εκεί να την παρατηρεί. Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε τη Θάλεια και μετά ξανακοίταξε τη μικρή.

Έσυρε το πρόσωπό του πάνω στο μαξιλάρι και φίλησε απαλά τη κόρη της στο μάγουλο. Η μικρή γέλασε στον ύπνο της, με τη Θάλεια να χαμογελάει μαζί της. Μάλλον τη γαργάλησε με τα γένια του, σκέφτηκε. Σηκώθηκε και πήγε στη δική του μεριά. Ξάπλωσε και τύλιξε το χέρι του γύρω από τη μέση της Θάλειας, φέρνοντάς τη λίγο πιο κοντά του.

Πέρασε τα μαλλιά της πίσω από το αυτί της και ψιθύρισε χαμηλόφωνα. «Κοιμάται σαν άγγελος... Κάποια μου θυμίζει...»

Η Θάλεια μισογέλασε. «Νιώθεις καθόλου τύψεις;»

«Για ποιο πράγμα;»

«Για αυτό που κάνεις στην Αλεξία».

Ο Φίλιππος κοίταξε τα μαλλιά της για μια στιγμή και ξεφύσησε. «Δεν θα σου πω ψέματα. Νιώθω. Νιώθω τύψεις για το παιδί μου και για το ότι την κοροϊδεύω. Δεν νιώθω όμως τύψεις για ό,τι κάνω μαζί σου. Αυτό δεν το μετανιώνω».

Γύρισε στο πλάι το κεφάλι της και τον μισοκοίταξε. «Τότε συγγνώμη που εγώ νιώθω». Την χάιδεψε ελαφρά στη μέση. «Νιώθω τύψεις που το κάνω αυτό στον Ανδρέα. Είναι ο πατέρας της κόρης μου, είμαι παντρεμένη μαζί του». Για μια στιγμή κόμπιασε και έβγαλε τον αέρα από μέσα της. Τη φίλησε στον ώμο. «Αλλά δε νιώθω τίποτα περισσότερο από αυτό για να με κάνει να σταματήσω».

«Σ' αγαπάω κοριτσάκι μου».

«Κι εγώ σ' αγαπάω Μεταξά».

***

Θεσσαλονίκη, Ιούνιος 1991

Την έριξε πάνω στο κρεβάτι και άρχισε να της φιλάει το λαιμό. Κοιτούσε το ταβάνι με τα μάτια της βουρκωμένα, όσο απολάμβανε τα φιλιά του. Σκεφτόταν τις στιγμές τους. Σκεφτόταν όλα εκείνα τα μεσημέρια που έτρωγαν μαζί, τα πρωινά που χάζευαν την ανατολή, τα βράδια που απολάμβανε το χάδι του.

Θυμήθηκε την επίσκεψή της πριν από τρεις μέρες στον γιατρό. Καθόταν στην καρέκλα ενός ψυχρού, άσπρου ιατρείου και περίμενε τα αποτελέσματα. Ο γυναικολόγος βγήκε από το εργαστήρι του με ένα κομμάτι χαρτί στο χέρι. «Συγχαρητήρια δεσποινίς Σέρβου, είστε έγκυος!»

Δάγκωσε απαλά το σημείο που μέχρι εκείνη την ώρα φιλούσε με εκείνη να αναφωνεί. Τα χείλη του δημιούργησαν ένα κατηφορικό μονοπάτι στο στήθος της και από εκεί στην κοιλιά της. Φίλησε χαμηλά στην κοιλιά της κι εκείνη έσφιξε τα μάτια της. «Θα μου λείψεις Νεράιδα».

Εκείνο το βράδυ κούρνιασε στην αγκαλιά του και τον κράτησε πιο σφιχτά από τις υπόλοιπες φορές. Εκείνο το βράδυ αυτός έμεινε ξύπνιος αρκετές ώρες ώστε να αποτυπώσει κάθε σπιθαμή του προσώπου της για να μην την ξεχάσει. Εκείνο το βράδυ έκαναν έρωτα αρκετές φορές ώστε να μην ξεχάσουν την αίσθηση ο ένας του άλλου.

Στέκονταν και οι δύο στην πόρτα. Ο Φίλιππος φορούσε το πανωφόρι του και έκανε το τελευταίο έλεγχο στις αποσκευές του. Το βλέμμα της ήταν χαμηλωμένο, δεν τον κοιτούσε. Της σφύριξε απαλά κι εκείνη σήκωσε το πρόσωπό της. Τα καταπράσινα μάτια που τον είχαν πλανέψει είχαν γίνει κόκκινα, σαν τα μαλλιά της και ένας καταρράκτης συναισθημάτων ετοιμαζόταν να την πλημμυρίσει.

Την τράβηξε απότομα από το χέρι και την έσφιξε πάνω του. Το ένα του χέρι πίεζε τη μέση της και το άλλο είχε μπλεχτεί στα μαλλιά της, όσο εκείνη είχε κρεμαστεί από το λαιμό του. Το μικροσκοπικό της σώμα είχε χαθεί στα μυώδη χέρια του. «Δώσε μου έναν λόγο για να μη φύγω. Σε παρακαλώ. Δώσε μου έναν λόγο να μείνω. Δώσε μου έναν λόγο να μην φύγω και θα το κάνω, κοριτσάκι μου...»

Έχωσε το πρόσωπό της στο λαιμό του και εισέπνευσε το άρωμά του για τελευταία φορά. Πλησίασε τα χείλη της στο αυτί του και ψιθύρισε. «Καλή ζωή, κύριε Μεταξά».

Απομακρύνθηκε και την κοίταξε στα μάτια. Είχε χαμηλώσει το βλέμμα της και πισωπάτησε ελάχιστα. Την κοιτούσε επίμονα, με την ελπίδα να τον σταματήσει. Δεν το έκανε. Πήρε τις βαλίτσες του και με την πιο βαριά καρδιά βγήκε έξω από το διαμέρισμα που εδώ και έξι μήνες φύλαγε τον έρωτά τους.

Άκουσε τον ήχο της πόρτας να κλείνει και σήκωσε το βλέμμα της. Το σπίτι ήταν πλέον άδειο. Πλησίασε με γρήγορα βήματα την πόρτα και κοίταξε από το ματάκι. Είχε φύγει από τον διάδρομο. Άγγιξε απαλά με τα ακροδάχτυλά της το πόμολο, όπου πριν λίγα λεπτά ακουμπούσε το χέρι του. Γύρισε με την πλάτη της στην πόρτα και σιγά σιγά άρχισε να κατρακυλά προς το πάτωμα. Η ανάσα της έβγαινε λειψή, δεν επαρκούσε πια. Κρατιόταν με τη βία στο λαιμό της, μέχρι που από μέσα της απελευθέρωσε τον πιο βαθύ θρήνο και το πιο δυνατό κλάμα της ζωής της, τόσο που εκείνη την στιγμή, αν ήσουν κοντά της, θα άκουγες την καρδιά της να σπάει σε χίλια κομμάτια.

Δεν χωρίζουν όμως έτσι οι ζωές,
των ανθρώπων που αγαπήθηκαν με τόσο κόπο.
Ή κι οι δυο μας, ή κανείς,
ως την άκρη της κλωστής
ισορροπήσαμε εμείς.

***

Ο Φίλιππος καθόταν στον καναπέ του σπιτιού με την Ραφαέλλα στα χέρια του. Την κρατούσε στον αέρα και της έκανε αστείες γκριμάτσες, με εκείνη να γελάει. Έβγαζε έξω τη γλώσσα του και γούρλωνε τα μάτια του με τρόπο που τον έκανε να μοιάζει τουλάχιστον γελοίος.

Σηκώθηκε από τον καναπέ και πλησίασε τη μεγάλη μπαλκονόπορτα. Άρχισε να την πετάει ψηλά στον αέρα και να την ξαναπιάνει, με τη μικρή κοκκινομάλλα να ξεκαρδίζεται. «Όπα... Εντάξει νεαρή μου, νομίζω αρκετά μέχρι εδώ, γιατί αν με δει η μαμά σου θα με σκοτώσει».

«Ξέρεις Ραφαέλλα, νιώθω ότι πρέπει να σου πω κάποια πράγματα για μένα... Πώς το λένε, να γνωριστούμε καλύτερα. Τα τυπικά για μένα τα ξέρεις, οπότε λέω να σου πω κάτι λίγο πιο βαθύ. Ξέρεις, έχω την τάση να δίνω ένα ψευδώνυμο σε κάθε γυναίκα της ζωής μου. Τη μητέρα μου την λέω μαμά, προφανώς. Την αδερφή μου και την ανιψιά μου τις φωνάζω πριγκίπισσες. Τη μαμά σου, Νεράιδα – μη ρωτήσεις πώς βγήκε, παραείναι μεγάλη ιστορία. Εσένα πώς λες να σε λέω;»

Η μικρή απελευθέρωσε έναν μικρό, υγρό ήχο από το στόμα της. «Δεν νομίζω ότι το 'αγκού' σε περιγράφει ιδιαίτερα, μην υποτιμάς τον εαυτό σου. Να σου εκμυστηρευτώ κάτι; Νομίζω ότι έχεις αδυναμία στη μαμά σου και δεν το ξέρεις ακόμα. Ω ναι! Όχι ότι σε αδικώ δηλαδή, κι εγώ της έχω αδυναμία. Ό,τι θέλει μας κάνει. Βασικά, ό,τι θέλει με κάνει, κυρίως, γιατί όταν μεγαλώσεις θα την κάνεις εσύ ό,τι θέλεις».

Η Θάλεια στεκόταν στην πόρτα του διαδρόμου και τους παρατηρούσε με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά. «Τα λέτε;»

«Έχουμε μια φιλοσοφική συζήτηση». Τους πλησίασε και στάθηκε απέναντί του στην πόρτα. «Το ξέρεις ότι έχει πάρει τα μάτια σου, έτσι;»

Κούνησε το κεφάλι της. «Θα γονατίσουν πολλοί άντρες για αυτά τα μάτια», συνέχισε εκείνος.

«Μακάρι. Αν έχει κιόλας το δικό μου ταλέντο, θα έχει τρομερή πέραση».

«Η αλήθεια είναι, κυρία Σέρβου, ότι έχετε την τάση να αφήνετε τα υπολείμματά σας στο πέρασμά σας». Της έδωσε την Ραφαέλλα και σήκωσε λίγο τα μανίκια της μπλούζας του, αφήνοντας στον αριστερό του καρπό να ξεχωρίσει το ρολόι που του είχε δωρίσει τότε.

Η Θάλεια μειδίασε. «Με όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις, δεν λέει ο λαός;», συμπλήρωσε τραβώντας το μανίκι της προς τα επάνω και εμφανίζοντας το ασημένιο βραχιόλι με το κλειδί του σολ. Χαμογέλασαν ο ένας στον άλλο, με τη ρομαντική στιγμή να διακόπτεται από το φτέρνισμα της μικρής, το οποίο έκανε τόσο τη μητέρα της, όσο και το Φίλιππο να λυθούν στα γέλια.

***

Μια μέρα μετά...

Καθόταν στην αναμονή έξω από το γραφείο του γιατρού. Γύρω της υπήρχαν κι άλλες μητέρες με φουσκωμένες κοιλιές, ή και όχι ακόμα, η καθεμία μαζί με τον σύντροφό της. Όλες περίμεναν καρτερικά τη σειρά τους και ήταν η μόνη που φαινόταν να έχει νευρικότητα. Η γραμματέας του γιατρού βγήκε έξω. «Δεσποινίς Σέρβου, μπορείτε να περάσετε».

Σηκώθηκε και με γρήγορα βήματα πέρασε μέσα στο γραφείο. Ο γιατρός σηκώθηκε χαρούμενος που την είδε και τη χαιρέτισε μέσω χειραψίας. «Καλώς ήρθες Θάλεια! Πώς μπορώ να σε βοηθήσω;»

Κάθισε στην καρέκλα μπροστά από το γραφείο του. Πήρε μια βαθιά ανάσα και το ξεστόμισε. «Αποφάσισα να κάνω έκτρωση, γιατρέ. Θέλω να μου μιλήσετε για τη διαδικασία». 




















Καλώς τα τα γλυκά μου τα τριανταφυλλάκια!!!

Τι κάνετε βρε; Πώς πάει η ζωή;

Δύσκολα τα πράγματα, για άλλη μια φορά, δεν ξέρω πόσες κεραμμύδες σας έχουν έρθει στο κεφάλι...

Έχω να πω ότι το πάρτι αρχίζει κάπου εδώ, διότι τα καμάρια μας δεν έχουν δει τίποτα ακόμα. Δεν θα πω πολλά γιατί θέλω να πάω να φάω το παστέλι μου.

Αλήθεια, σας αρέσανε τα τραγουδάκια του κεφαλαίου; Πείτε μου και γι' αυτό. 

Αν σας άρεσε, έστω και λίγο αυτό το κεφάλαιο, πατήστε το αστεράκι και αφήστε μου ένα σχόλιο με τη γνώμη σας κι εμείς θα τα πούμε στο επόμενο. 

Πολλά φιλιά, 
Αθηνά❤

واصل القراءة

ستعجبك أيضاً

461K 54.8K 69
Ο Στέργιος πάντα ήταν τίμιος στη ζωή του... μέχρι που χρειάστηκε να κλέψει για πρώτη φορά! Δεν ήταν δύσκολο να σταματήσει να το κάνει απλά ήταν πολύ...
2.6M 181K 69
"Σταμάτα να τρέχεις, αστυνομία!" άκουσα μια ανδρική φωνή πίσω μου. Σκατά!Άρχισα να τρέχω πιο γρήγορα. Τελικά ,ο μπάτσος με έφτασε και με άρπαξε. Τα...
28.8K 3.2K 35
- Θα σου αλλάξω την ζωή, πίστεψέ με! είπε με απόλυτη σιγουριά. - Ναι. Κάπου εδώ πρέπει να σε ενημερώσω για το ότι δεν μου αρέσουν οι αλλαγές. Καθόλο...
112K 4.2K 52
Η δεκαεπτάχρονη Νόα Μόργκαν λατρεύει την ήσυχη, φυσιολογική της ζωή στο Τορόντο. Αλλά όταν η μητέρα της επιστρέφει από μια κρουαζιέρα απροσδόκητα πα...