Η κυρία με τα κόκκινα μαλλιά

By just-feel-free

8.3K 736 5.8K

Αθήνα, Αύγουστος 1990 Η ιστορία ξεκινά. Στοιχείο που χαρακτηρίζει τούτο το βιβλίο; Η φωτιά. Η φωτιά που ξεχει... More

Πρόλογος
Μέρος 1ο - Αθήνα 1990: Αρχή, ήμισυ του παντός
Η Μάγισσα
Μακρινές Αντανακλάσεις
Της νύχτας τα καμώματα...
Όνειρο Απατηλό
Αστέρι γεννιέσαι
Ανοιχτοί Λογαριασμοί
Και τώρα οι δυο μας
Συγγνώμη
Σ' αγαπώ
Η δικαιοσύνη είναι τυφλή
Αποκάλυψη
Μέρος 2ο - Αθήνα 2004: Η Επιστροφή
Μάτια που δεν βλέπονται
Αντίπαλα Στρατόπεδα
Ο άγγελος μου
Η κυρία Μεταξά
Παίζοντας με τη φωτιά
Τα ξένα φιλιά βρωμάνε
Η κόρη μας
Μαύρα κύματα

Τράβα Σκανδάλη

337 36 273
By just-feel-free

Η Δόμνα στεκόταν στο κατώφλι του σπιτιού της κοιτάζοντας συνεχώς τον δρόμο, μια από την πάνω και μια από την κάτω πλευρά. Φορούσε μια μακό μαύρη παντελόνα και μια μαύρη κοντομάνικη μπλούζα, ενώ ήταν σκεπασμένη με ένα μπορντό σάλι για να καταπολεμήσει την ψύχρα του Οκτώβρη.

Άκουσε το θόρυβο της μηχανής ενός αυτοκινήτου να καταφθάνει και σήκωσε ψηλά το χέρι της να χαιρετίσει. Το μαύρο αυτοκίνητο πλησίαζε με ταχύτητα και στάθμευσε ακριβώς έξω από το σπίτι της.

Από την πόρτα του συνοδηγού και την ακριβώς πίσω της βγήκαν ο Μάνος και η Κατερίνα που βοήθησαν τον Στράτο να κατεβάσει αθόρυβα τις τσάντες από το αυτοκίνητο. Πλησίασαν τη Δόμνα και εκείνη αγκάλιασε με μια κίνηση τον Μάνο και την Κατερίνα, ενώ χαιρέτησε μέσω χειραψίας τον Στράτο. Τους τράβηξε γρήγορα μέσα στο σπίτι και έκλεισε πίσω της την αυλόπορτα ώστε να σιγουρευτεί πως δεν τους είδε κανείς.

Μπήκαν στο σαλόνι του παλιού αρχοντικού και είδαν τη Δέσποινα να κάθεται στον καναπέ και να νανουρίζει το – μόλις σαράντα έξι ημερών – μωράκι της. Τα μάτια της Κατερίνας γούρλωσαν στην εικόνα, ενώ ο Μάνος κάλυψε το στόμα του συγκινημένος. Η Δέσποινα τους χαμογέλασε, ενώ μια λάμψη συγκίνησης χαράχτηκε στα ταλαιπωρημένα και με μαύρους κύκλους από την αϋπνία πράσινα μάτια της.

Προχώρησαν όλοι και κάθισαν στο σαλόνι. Δίπλα στη Δέσποινα κάθισε η Κατερίνα, ενώ στον άλλο καναπέ ο Μάνος με τον Στράτο. Η Δόμνα κάθισε στην απέναντι πολυθρόνα.

«Πώς ήταν το ταξίδι σας;», ρώτησε η κοκκινομάλλα τον Στράτο για να σπάσει η περίεργη σιωπή.

«Ήσυχο. Αν και μέχρι να φύγουμε πήρε μισή ώρα στη φίλη σου να αφήσει τον γιο της από την αγκαλιά της», απάντησε εκείνος και όλοι γέλασαν.

«Ε τι να κάναμε... Ξέρεις πόσα χρόνια έχω να μείνω τόσο καιρό μαζί της; Από τότε που ήμουν εφτά», έκανε ο Μάνος στον πατριό του.

«Το ξέρω ότι της λείπεις, Μάνο. Πίστεψέ με, ξέρω καλύτερα από τον καθένα πόσο της λείπεις».

Η σιωπή κάλυψε ξανά τον χώρο, μέχρι να την σπάσει και πάλι η Δόμνα. «Λοιπόν, τι έχετε σκοπό να κάνετε;», είπε απευθυνόμενη αυτή τη φορά στον Μάνο και στην Κατερίνα.

Ο νεαρός πήρε τον λόγο πρώτος. «Θα μείνω στην Αθήνα μέχρι να πάρω το πτυχίο μου. Έπειτα θα φύγω από την Ελλάδα. Δεν θέλω να ζω με το στίγμα του γιου ενός αχρείου».

«Και πού θα πας;», τον ρώτησε η Δέσποινα.

«Σκέφτομαι την Αγγλία. Αλλά αν με ρωτάς γενικά, κάπου που να μην ξέρει κανείς τίποτα για μένα και να φτιάξω το όνομα και τη ζωή μου μόνος μου».

Η Δόμνα έγνεψε. «Εσύ Κατερίνα;»

Η γαλανομάτα έμεινε σιωπηλή για λίγο. «Δεν έχω ιδέα».

Η κοκκινομάλλα χαμογέλασε αχνά. «Δεν πειράζει γλυκό μου. Θα τα βρούμε όλα μαζί. Απλά πρέπει να έχετε υπόψη ότι στο μεταξύ, θα γίνουν οι δίκες των γονιών σας. Θέλετε να τις παρακολουθήσετε;»

«Εγώ ναι», πετάχτηκε σίγουρος ο Μάνος. «Θέλω να δω αυτό το καθίκι που έχω για πατέρα να παίρνει εν τέλει ό,τι του αξίζει. Για ό,τι έκανε σε εκείνες τις ψυχές, στον Χρήστο, σε εμένα, αλλά και στη μητέρα μου». Ο Στράτος τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη. Ο Μάνος σήκωσε το βλέμμα και αντάλλαξαν ένα καθησυχαστικό χαμόγελο. Είχαν πολύ καλές σχέσεις μεταξύ τους.

«Εγώ δεν ξέρω», είπε η Κατερίνα.

«Εσύ Κατερίνα μου είσαι σε λίγο δυσκολότερη θέση. Διότι εκτός από τον πατέρα σου, στο δικαστήριο θα πρέπει να αντιμετωπίσεις τη μητέρα σου, αλλά και όλους εκείνους στους οποίους είπε το μυστικό σου».

Η Κατερίνα έριξε το βλέμμα στο πάτωμα. Ήταν σίγουρη ότι η μητέρα της το είχε μάθει, αλλά και ότι θα τη ρεζίλευε για να την εκδικηθεί. Πόση ντροπή, αηδία αλλά και στεναχώρια είχε για τη Φανή! Μια μάνα υποτίθεται ότι στηρίζει το παιδί της σε όλα και η δική της την εκδικούνταν μόλις έκανε το σωστό, μόνο και μόνο επειδή αυτό ήταν αντίθετο του συμφέροντός της.

Το απαλό άγγιγμα της Δέσποινας στα μαλλιά της της έδωσε δύναμη. «Ας μην σκεφτόμαστε αυτά τώρα, καλύτερα. Έχω να σας ανακοινώσω κάτι άλλο», είπε για να ελαφρύνει το κλίμα.

Όλοι γύρισαν προς εκείνη. «Πες μας».

«Μάνο... Κατερίνα... Μετά από πολύ σκέψη, θα ήθελα να σας ζητήσω να βαφτίσετε εσείς τον γιο μου».

Η Κατερίνα τσίριξε και άρχισε να φωνάζει ''ναι'' και να χοροπηδάει μέσα στο σαλόνι, ενώ ο Μάνος απλά χαμογέλασε και έγνεψε θετικά.

«Πώς θέλεις να τον πεις;», τη ρώτησε ο μέλλων κουμπάρος της.

«Θα τον πω Χρήστο».

***

Ήταν ξαπλωμένες στο κρεβάτι του μικρού ξενοδοχείου που βρισκόταν δέκα λεπτά μακριά από το Νυξ. Ήταν ανάσκελα, με τα μαλλιά τους να χύνονται στα μαξιλάρια και τα σεντόνια να σκεπάζουν τα γυμνά τους κορμιά. Έπλεκαν τα δάχτυλα των χεριών τους σε άνισους και ανεξήγητους σχηματισμούς, ενώ γύρω τους το πορτοκαλί φως από τα πορτατίφ ίσα που έσπαγε το σκοτάδι.

«Φοβήθηκα πολύ», έκανε η Αναστασία απαλά. Είχε αφήσει την Κλέλια στη μητέρα της, στην οποία δικαιολόγησε το ότι θα κοιμόταν στη γιαγιά της σε δουλειές που είχε για το μαγαζί. Η Καλλιόπη, αντίθετα, δεν χρειαζόταν δικαιολογίες. Ήξερε την αλήθεια.

Η Κατερίνα γύρισε το κορμί της μπρούμυτα. Δίπλωσε τα χέρια της και τα έβαλε κάτω από το μαξιλάρι, πάνω στο οποίο τοποθέτησε το κεφάλι της ώστε να βλέπει την Αναστασία. Οι φούξια τούφες έπεφταν άναρχα, απαλά στην πλάτη της, ενώ τα μάτια της έλαμπαν. «Το ξέρω μωρό μου... Όμως τώρα πέρασε, ναι;»

Τα μάτια της Αναστασίας ήταν ακόμα καρφωμένα στο κενό. «Συνειδητοποίησα για πρώτη φορά σε τι κίνδυνο βρίσκονται όλοι εξαιτίας μου. Κι όχι μόνο εγώ και η κόρη μου. Η μαμά μου, ο αδερφός μου, η Θάλεια, ο Θέμης, η Δέσποινα, οι υπάλληλοί μας... Όλα καταρρέουν και φταίω εγώ γι' αυτό». Η φωνή της ακουγόταν όλο και πιο αδύναμη.

«Αναστασία μην το ξαναπείς αυτό. Τι να έκανες δηλαδή; Να έμενες με το καθίκι το Μελέτη; Να συνέχιζες να ανέχεσαι το να σε παρακολουθεί, να γίνεται ζηλιάρης από το πουθενά, να σε χτυπάει, να σε χειραγωγεί; Γυναίκα του ήσουν, όχι ζώο. Ήταν υποχρεωμένος να σου φέρεται καλά». Ο θυμός την είχε κυριεύσει. Πάντα το θέμα του Μελέτη τη νευρίαζε πολύ.

«Έπρεπε να είχα μείνει για το παιδί. Κι αν της δημιουργήσει ψυχολογικό το διαζύγιο ή η απουσία του πατέρα της; Κι αν με κατηγορήσει για όλο αυτό; Αν με κατηγορήσει ότι εγώ φταίω που διαλύθηκε η οικογένειά μας και που δεν βλέπει συχνά τον πατέρα της;»

«Μην λες βλακείες, η Κλέλια σε λατρεύει!»

«Δεν είναι θέμα αγάπης, Κατερίνα!», της φώναξε. «Είναι θέμα του ότι για μια γαμημένη φορά στη ζωή μου έτρεξα μόνη μου να σωθώ από κάτι που με έκανε να νιώθω απαίσια και εξαιτίας αυτού διαλύονται όλα γύρω μου!», ούρλιαζε. Η Κατερίνα την κοιτούσε αποστομωμένη όσο συνέχιζε. «Η σχέση με την κόρη μου στο μέλλον θα καταρρεύσει γιατί θα με μισήσει, ο αδερφός μου μπήκε σε έναν πόλεμο συμμοριών για χάρη μου, χωρίς να έχει ουσιαστικό πρόβλημα με τον Μελέτη, όλοι όσοι αγαπώ κινδυνεύουν, κι όλα αυτά γιατί; Επειδή είμαι αδύναμη και δεν μπορώ να αντέξω δυο ιδιοτροπίες».

«Δεν είναι ιδιοτροπίες, Αναστασία, τοξικότητα είναι. Αυτός ο άνθρωπος σου κάνει κακό, διαλύει τον ψυχισμό σου, σε σκοτώνει εσωτερικά-»

«Σκάσε! Σκάσε, σκάσε, σκάσε...»

Ξέσπασε σε κλάματα. Οι λυγμοί έπνιγαν τις συλλαβές της σιγά σιγά... Η Κατερίνα την τράβηξε πάνω της και εκείνη έχωσε το κεφάλι της στο στέρνο της. Της χάιδευε απαλά τα μαλλιά και την πλάτη και την παρακαλούσε να ηρεμήσει. Ψιθύριζε στο αυτί της παρηγορητικά λόγια και δεν την άφησε στιγμή.

«Σ' αγαπώ», της είπε όταν οι λυγμοί της ηρέμησαν. «Θα τα περάσουμε όλα μαζί. Δεν θα σε εγκαταλείψω, κορίτσι μου».

«Σίγουρα;»

«Στο ορκίζομαι».

***

Μια εβδομάδα αργότερα...

Έριξε πάνω της τη φούτερ ζακέτα καθώς διέσχιζε με ταχύτητα το δρομάκι του κήπου. Το ανώνυμο μήνυμα 'Είμαι κάτω' που έλαβε στο κινητό της πριν δέκα λεπτά ήταν το σημάδι που χρειαζόταν για να βγει από το σπίτι. Το σκοτάδι έλουζε τον ουρανό με το φως του φεγγαριού να σπάει ελάχιστα τη μαυρίλα μέσα από τα βαριά σύννεφα.

Βγήκε από την καγκελένια πόρτα, κοίταξε γύρω της και προχώρησε προς το πίσω μέρος του σπιτιού. Ένα μικρό λευκό αυτοκίνητο με έναν μαυροφορεμένο άντρα την περίμενε εκεί και αντανακλαστικά άγγιξε το περίστροφό της στο πίσω μέρος του παντελονιού της.

«Καλησπέρα σας, κυρία Σέρβου».

«Καλησπέρα... Λοιπόν;», ο τόνος της ήταν απόλυτα ψυχρός.

Της έδωσε ένα μεγάλο χάρτινο φάκελο. «Εδώ έχω κλείσει όσα μπόρεσα να βρω για εκείνους».

«Κάνε μου μια περίληψη. Βαριέμαι να διαβάζω».

«Πέντε χρόνια μετά την απόφαση του δικαστηρίου και τη φυλάκισή τους, βρέθηκαν απαγχονισμένοι στα κελιά τους».

Τα μάτια της Θάλειας γούρλωσαν. «Ο Ανέστης και ο Λυκούργος είναι νεκροί;»

«Πιο πολύ δεν γίνεται».

«Έμαθες ποιος τους σκότωσε;»

«Εγώ ναι... Εσείς είστε σίγουρη ότι θέλετε να μάθετε;»

«Δεν θα σε χρυσοπλήρωνα αν δεν ήθελα να μάθω. Λέγε».

Ο καστανόξανθος νεαρός προς στιγμήν κόμπιασε. «Ο Φίλιππος Μεταξάς. Ή για να είμαι πιο ακριβής, οι άντρες του Φίλιππου Μεταξά».

Το βλέμμα της πάγωσε. «Μα... Μα δεν είχε λόγο να το κάνει. Ο Φίλιππος δεν κινδύνευε σε κάτι από τον Ανέστη και τον Λυκούργο».

«Όχι, αλλά κινδύνευες εσύ».

«Παρακαλώ;»

«Για χάρη σου έβαλε να τους σκοτώσουν. Τουλάχιστον έτσι μαθαίνω από τις πηγές μου...»

«Και πόσο αξιόπιστες είναι οι πηγές σου;»

«Όχι που να το παινευτώ, αλλά δουλεύω με τους καλύτερους. Τύφλα να 'χει ο Ηρακλής Πουαρρό».

«Μάλιστα...». Έβγαλε από την τσέπη της μια δεσμίδα με πράσινα χαρτονομίσματα και τα ξεφύλλισε τρεις φορές. Οι κόρες του νεαρού διεστάλησαν και περνούσαν λαίμαργα πάνω από τα χρήματα. Η Θάλεια μειδίασε. «Τρεις χιλιάδες. Όπως μου ζήτησες. Όμως να ξέρεις – πριν τα πάρεις – ότι οι πληροφορίες θα διασταυρωθούν. Κι αν δεν μείνω ικανοποιημένη από αυτά που θα ακούσω, τότε...», έβγαλε το περίστροφο από πίσω της, το σήκωσε χαριτωμένα και το κούνησε σαν κουδουνίστρα δίπλα από το κεφάλι της. Το χαμόγελό της ήταν φρικιαστικό. «...ετοιμάσου να πας για διακοπές μαζί με τον Ρουμελιώτη και τον Σέκερη. Τώρα δίνε του».

Του πέταξε τη δεσμίδα και ο νεαρός την έπιασε στον αέρα. Την έχωσε στο εσωτερικό της μαύρης του ζακέτας, μπήκε στο αμάξι κι έβαλε μπρος. Όταν βεβαιώθηκε ότι το αυτοκίνητο είχε απομακρυνθεί αρκετά – από τον ήχο των ελαστικών – γύρισε την πλάτη και περπάτησε προς το σπίτι με μια σκέψη να κυριεύει μονάχα το μυαλό της.

Γιατί ρε Φίλιππε... Γιατί;

***

Η Αναστασία καθόταν στο γραφείο της και δούλευε πάνω στα λογιστικά βιβλία. Η συγκέντρωσή της εξαφανίστηκε διαπαντός όταν η Θάλεια εισέβαλε στο γραφείο. Η λευκή της παντελόνα, συνδυασμένη με ένα λευκό τοπ – τύπου κορσέ – με άνοιγμα καρδιά στο μπούστο και λευκά κουμπιά της έδιναν ύψος, ενώ το χρυσό κολιέ και οι μαύρες γόβες ολοκλήρωναν το αρχοντικό ντύσιμο. Τα μαλλιά της ήταν λιτά και σχηματισμένα σε μικρές μπούκλες στο τελείωμά τους.

«Τι έπαθες παιδί μου;», της έκανε η Αναστασία ανήσυχα.

«Θα σου κάνω μια ερώτηση και θέλω μια σαφή απάντηση», της είπε αυστηρά και έντονα.

«Με τρομάζεις». Σηκώθηκε από τη θέση της. Το μαύρο, στενό της φόρεμα έφτανε μέχρι τα γόνατα και αγκάλιαζε τέλεια τις καμπύλες της.

«Αναστασία... Έδωσε ο Φίλιππος εντολή στους δικούς του να σκοτώσουν τον Ανέστη και τον Λυκούργο στη φυλακή;»

Η μαυρομάλλα έμεινε εμβρόντητη μπροστά της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και μίλησε ξανά. «Απλά φρόντισε να τακτοποιηθούν οι φονιάδες του πατέρα της γυναίκας του».

Η Θάλεια κάγχασε. «Της ποιας του;»

«Έτσι είπε στους άντρες που το έκαναν. ''Αυτοί οι δυο σκότωσαν τον πατέρα της γυναίκας μου. Δεν μου αρέσει να τη βλέπω να κλαίει''. Τον άκουσα με τα αυτιά μου. Για χάρη σου το έκανε. Πήρε εκδίκηση για σένα».

«Δεν είμαι γυναίκα του. Ό,τι κι αν ήμουν για τον Φίλιππο δεν σημαίνει τίποτα πια! Είναι παντρεμένος με την Αλεξία, ανάθεμα, έχουν παιδί μαζί!»

«Μην γίνεσαι τόσο μελοδραματική. Όταν έδωσε την εντολή δεν υπήρχε καν αυτή στη ζωή του και προφανώς ούτε ο γιος του. Μάθε να αποδέχεσαι τα δώρα Θάλεια. Άλλωστε, δεν έκανε τίποτα τραγικό. Καθάρισε την κοινωνία από δύο αποβράσματα. Και στον Κορυδαλλό, χώρο έπιαναν».

Η Θάλεια βγήκε έξω από το γραφείο χωρίς να απαντήσει. Η συζήτηση αυτή δεν έβγαινε πουθενά, ούτως ή άλλως πήρε τις απαντήσεις που ήθελε. Κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες, ώσπου μια φωνή τη σταμάτησε.

«Θάλεια;»

Ένιωσε την παρουσία του Φίλιππου πίσω της. «Τι είναι Φίλιππε;», είπε όσο πιο ήρεμα μπορούσε.

«Έχεις κάτι; Μου φαίνεσαι τσιτωμένη».

«Απλά πες μου τι θες».

«Έχουμε οντισιόν το μεσημέρι με πέντε νέες κοπέλες. Χρειαζόμαστε τραγουδίστρια για το κεντρικό πρόγραμμα, αφού η Βάσω βγαίνει σε άδεια εγκυμοσύνης. Σε θέλω για να επιλέξουμε μαζί. Θεωρώ σημαντική τη γνώμη σου».

«Εντάξει. Πετάγομαι σε μια δουλειά που έχω και επιστρέφω».

***

Στάθηκε μπροστά από το λευκό μνήμα που είχε πάνω το όνομα του αδερφού της. Έκατσε πάνω του με το πρόσωπό της γυρισμένο στη φωτογραφία του Ραφαήλ. Ήθελε τόσο πολύ να καπνίσει ένα τσιγάρο εκείνη τη στιγμή, όμως το ότι ακόμα θήλαζε την απέτρεψε για άλλη μια φορά.

«Τι κάνεις αγοράκι μου;», ψέλλισε απαλά. «Ναι ξέρω... Μεγάλη γαϊδουριά που δεν έρχομαι. Αλλά, κατάλαβέ με... Δεν μπορώ... Τέλος πάντων, σημασία έχει το αποτέλεσμα. Ήρθα! Είδα τη Δέσποινα και τον γιο σου... Σου μοιάζει τόσο πολύ... Γαμώ το σπέρμα σου δηλαδή! Αλλά κι εκείνη έχει ομορφύνει πολύ. Πιο ώριμη, πιο προσγειωμένη... Γυναίκα, όχι κοριτσάκι. Η μάνα μας πάλι... Ίδια κι απαράλλακτη».

Μιλούσε στο μνήμα μπροστά της σαν να μιλούσε σε πραγματικό άνθρωπο. Αν την έβλεπε κανείς θα την περνούσε για τρελή. Δεν ήταν. Μια απελπισμένη αδερφή ήταν.

«Μ' ένα όνειρο τρελό,
όνειρο απατηλό
ξεκινήσαμε κι οι δυο μας.
Και στου δρόμου τα μισά,
σβήσαν τ' άστρα τα χρυσά
ξαφνικά απ' τον ουρανό μας».

Το δάκρυ της έπεσε στο ένα από τα δύο λευκά τριαντάφυλλα που κρατούσε. Το άφησε πάνω στον τάφο και έφυγε. Προχώρησε ως την πύλη έως μια ιδέα τη χτύπησε τελευταία στιγμή. Γύρισε πίσω και πήρε έναν νέο δρόμο που την οδήγησε σε έναν άλλο τάφο. Πάνω όμως δεν ήταν γραμμένο το όνομα 'Ραφαήλ' αλλά 'Χρήστος Παπαδόπουλος' μαζί με την ημερομηνία γέννησης και θανάτου.

«Γειά σου μπαμπά». Άνοιξε την τσάντα της και πήρε από μέσα το μενταγιόν καρδιάς που της είχε δώσει η μητέρα της πριν τόσα χρόνια. Το μενταγιόν που είχε γίνει η αρχή της αλλαγής των ζωών τους και της αποκάλυψης των μυστικών.

Το κράτησε στα χέρια της και το κοίταξε. «Ξέρεις κάτι... Λέω να δώσω μια ευκαιρία στο κορίτσι σου... Ε, στο κάτω κάτω... δεν έκανε για κακό ό,τι έκανε. Και να σου πω και κάτι στην τελική;»

Η σιωπή κατέκλυσε το χώρο. Έφερε το τριαντάφυλλο στη μύτη της και το μύρισε. Έσκυψε και το άφησε πάνω στον τάφο. Κοίταξε κατάματα τη χαμογελαστή φωτογραφία του πατέρα της. Ήταν τόσο όμορφος!

«Λέω να ακολουθήσω το παράδειγμά της».

Αναστολές τέλος.
Ώρα για δράση.
Ή τώρα ή ποτέ.

***

Είχαν τελειώσει τέσσερις από τις πέντε οντισιόν. Καμία από τις κοπέλες δεν είχε ιδιαίτερο ταλέντο ή τουλάχιστον μια αξιοπρεπή φωνή.

«Οι περισσότερες έρχονται μόνο για το όνομα. Ούτε τα βασικά δεν ξέρουν», είπε η Θάλεια αγανακτισμένη.

«Εντάξει, δεν είμαστε και το Μέγαρο Μουσικής, δεν περιμένω πολλά, αλλά τουλάχιστον να έχουν μια αξιοπρεπή φωνή. Αυτές ήταν σαν να γρατζουνάς μαυροπίνακα», απάντησε ο Φίλιππος.

«Οι δύο πρώτες ήταν άσωτες καταστάσεις. Οι άλλες είχαν περιθώρια βελτίωσης, αλλά χρειάζονται πολύ δουλειά».

«Δεν είμαστε μουσικό σχολείο εδώ. Τη δουλειά μου θέλω να κάνω».

«Γι' αυτό σου κάνω τη ζωή εύκολη... Κάτσε να δούμε και την τελευταία. Προσευχήσου να είμαστε τυχεροί». Έκανε νόημα με το χέρι της στον μπράβο στην πόρτα να αφήσει την τελευταία υποψήφια να περάσει. Η νεαρή μπήκε στο μεγάλο χώρο. Φορούσε μια ασπρόμαυρη ριγέ μπλούζα, με ένα μπλε τζιν και μια μαύρη χιαστί τσάντα. Τα καστανά, σγουρά μαλλιά της ήταν λιτά και μακριά και μικρές φακίδες μαζί με ελιές στόλιζαν το πρόσωπό της.

Ανέβηκε πάνω στη σκηνή και έβγαλε την τσάντα της και την άφησε κάτω. Πλησίασε το μικρόφωνο και χαιρέτησε το Φίλιππο και τη Θάλεια. «Καλησπέρα σας!»

Η Θάλεια χαμογέλασε ακούγοντας το ηχόχρωμά της. Είχε πολύ γλυκιά και σταθερή φωνή. «Καλησπέρα. Πώς σε λένε;»

«Με λένε Ελένη. Ελένη Μαργαρίτη».

«Μάλιστα Ελένη... Σε ακούμε λοιπόν», είπε ο Φίλιππος διατηρώντας το αυστηρό προσωπείο του.

Πήρε βαθιά ανάσα από τη μύτη και έκανε το σταυρό της γρήγορα. Πέρασε τη μπούκλα που έπεσε στα μάτια της και την πέρασε πίσω από το αυτί της. Κοίταξε φευγαλέα τη Θάλεια και η γυναίκα με τα ξανθά μαλλιά της χαμογέλασε και της έκλεισε το μάτι. Πήγε και μίλησε στο αυτί του κιθαρίστα, λέγοντάς του το τραγούδι που θα ερμήνευε. Επέστρεψε και πήρε θέση στο μικρόφωνο.

«Πάλι
Τράβα σκανδάλη
Σ' ότι προλάβαμε και ζήσαμε
Σημάδεψε και ρίξε στο κεφάλι».

Ο Φίλιππος γύρισε και κοίταξε στραβά τη Θάλεια. Εκείνη παρέμεινε προσηλωμένη στην Ελένη και απέφυγε το βλέμμα του.

«Πάλι
Τις Κυριακές, που αλητεύαμε
Και τις βιτρίνες, που χαζεύαμε
Σημάδεψε και πάτα τη σκανδάλη».

Η ανάσα της Θάλειας βάρυνε σιγά σιγά. Κάτι της έκαναν τα λόγια αυτού του τραγουδιού και συγκινούταν ανεξήγητα πολύ.

«Δε χωρίζουν, όμως, έτσι οι ζωές
Των ανθρώπων, που αγαπήθηκαν
με τόσο κόπο
ή κι οι δυο μας ή κανείς
ως την άκρη της κλωστής
ισορροπήσαμε εμείς».

Γύρισε και κοίταξε γλυκά τον Φίλιππο. Εκείνος γύρισε ελαφρά και την κοίταξε στα μάτια. Μειδίασε και το βλέμμα του επέστρεψε στην Ελένη. Η καρδιά της βάρυνε.

«Πάλι
Σ' ό,τι προλάβαμε και ζήσαμε
Και όλα αυτά, που ψιθυρίσαμε
Σημάδεψε και ρίξε στο κεφάλι.
Πάλι
Καθώς τα ρούχα μας σωριάζονται
Στα σώματα μας, που αγκαλιάζονται
Σημάδεψε και πάτα τη σκανδάλη».

Τα μάτια της είχαν βουρκώσει. Έκανε πίσω την καρέκλα της και σηκώθηκε. «Αυτή είναι. Προσλαμβάνεται». Έβαλε το χέρι της μπροστά στο στόμα της και έφυγε τρέχοντας. Πέρασε στον πίσω χώρο με τα μάτια του Φίλιππου συνεχώς καρφωμένα πάνω της. Ανέβηκε γρήγορα τη σκάλα και σε δευτερόλεπτα είχε βρεθεί μέσα στο γραφείο του Φίλιππου.

Στήριξε τα χέρια της πάνω στο βαρύ, εβένινο γραφείο, ρίχνοντας πάνω όλο το βάρος του σώματός της και αναπνέοντας βαριά. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες, καθώς το στήθος της ανεβοκατέβαινε. Δεν είχε καταλάβει πόση ώρα είχε περάσει όταν άκουσε την πόρτα του γραφείου να ανοίγει και να κλείνει πίσω της.

Ένιωσε μια παρουσία να την πλησιάζει και ένα βαρύ, μυώδες χέρι να στέκεται στον ώμο της. «Είσαι καλά;»

Γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια. Τα σκούρα καστανά μάτια του την κοιτούσαν εξεταστικά, όλο ανησυχία, το μήλο του Αδάμ στο λαιμό του ανεβοκατέβαινε από τον τρόπο που ξεροκατάπινε από το άγχος του και η ανάσα του ήταν βαριά κι ακανόνιστη.

Ή τώρα ή ποτέ.

Έκλεισε την απόσταση ανάμεσά τους και τον φίλησε με δύναμη. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του και έγειρε το κεφάλι της ελαφρά το πλάι. Το ένα χέρι του άγγιξε τη μέση της και το άλλο μπλέχτηκε στα ξανθά μαλλιά της τρυφερά. Τύλιξε τη μέση της ολοκληρωτικά και την σήκωσε, ώστε να την τοποθετήσει στο γραφείο του. Άνοιξε τα πόδια της και χώθηκε ανάμεσά τους χωρίς να αποχωριστεί τα χείλη της.

Τα χείλη του άφησαν τα δικά της και κατέβηκαν στο λαιμό της. Τον φιλούσε και τον δάγκωνε απαλά, αρκετά ώστε να την κάνει να αναστενάξει, αλλά χωρίς να την πονέσει. Εκείνη έπνιξε το πρόσωπό της και τις ανάσες της στον ώμο του. Τα φιλιά του ήταν περιμετρικά των κλειδώσεών της και του λαιμού της αφήνοντας ένα παθιασμένο μικρό μονοπάτι.

Τίναξε πίσω το κεφάλι της και τον έκανε να την κοιτάξει στα μάτια. Ακούμπησε την παλάμη της στον λαιμό του και αισθάνθηκε τον παλμό του. Ήταν λαχανιασμένος. «Τι πάθατε, κυρία Σέρβου; Σας έπιασε νοσταλγία για τις παλιές καλές εποχές;», της είπε μειδιώντας.

«Δεν θα το έλεγα κύριε Μεταξά. Απλά ξέρετε...», ανασηκώθηκε και πλησίασε στο αυτί του. Η καυτή της ανάσα τον έκανε να ανατριχιάσει. «...διεκδικώ ξανά την περιοχή μου».

Έκανε και πάλι πίσω. Το βλέμμα του γυάλιζε και τα καστανά του μάτια έμοιαζαν σαν αρπακτικού. Πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά της και έβαλε πίσω από το αυτί της μια τούφα που έπεφτε μπροστά της. Επιτέλους, τα πράσινα μάτια που λάτρευε! «Να τη, λοιπόν, η μικρή μου Νεράιδα... Ξύπνησε από το ξόρκι το οποίο την πήρε από μένα».

«Να χαίρεσαι που πλέον έχει ανοσία σε αυτό».

Δε χωρίζουν όμως έτσι οι ζωές
Των ανθρώπων που αγαπήθηκαν με τόσο κόπο...
Ή κι οι δυο μας ή κανείς!
Ως την άκρη της κλωστής,
Ισορροπήσαμε εμείς...































Καλώς τα τα γλυκά μου τα τριανταφυλλάκια!!!

Τι κάνετε; Πώς είστε; Πώς παν' τα κέφια ρε αδερφέ;

Αν βρίσκεστε σε περιοχή που έχει πληγεί από τις πυρκαγιές θα σας πω να κάνετε κουράγιο. Ξέρω, δεν βοηθάω ιδιαίτερα, αλλά έχω την ανάγκη να το κάνω. Οι σκέψεις μας είναι μαζί σας και πραγματικά είστε ήρωες. 

Πάμε τώρα στα δικά μας... 

ΕΝΤΆΞΕΙ; ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΜΈΝΕΣ; ΙΚΑΝΟΠΟΊΗΣΑ ΤΗ ΘΈΛΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΎ;

Όποια πει όχι, θα φύγει μείον μια τρέσα, προειδοποιώ. 

Ναι, ξέρω, δεν είδαμε πολλά σε αυτό το κεφάλαιο, αλλά σας λέω ότι από το επόμενο αρχίζει το καλό....

Ωραία θα περάσουμε και φέτος. 

Το κεφάλαιο αυτό είναι αφιερωμένο στην @vasilikoble η οποία πάντα με στηρίζει, με αγαπάει και μου κάνει ψυχανάλυση. Μπλε μου, θα είσαι για πάντα η δική μου Φολέγανδρος. 

Αν σας άρεσε έστω και λίγο αυτό το κεφάλαιο, αφήστε αστεράκι και ένα σχόλιο με τη γνώμη σας και εμείς θα τα πούμε στο επόμενο. 

Πολλά φιλιά,

Αθηνά❤

Continue Reading

You'll Also Like

575K 27.5K 69
Τι γίνεται όταν η γονείς σου, σου ετοιμάζουν έναν γάμο, πίσω από την πλάτη σου? Τι γίνεται όταν φτάνεις στα σκαλιά της εκκλησιάς και δεν έχεις δει ού...
826K 78.8K 79
Έλενα Ιωάννου και Αντρέα Καναβάρο. Εκείνη Δασκάλα... εκείνος Φωτογράφος... Εκείνη στην Αθήνα... εκείνος κάπου μεταξύ Λονδίνου Ρώμης και Τοσκάνης...
238K 16.7K 34
«Και ποια είναι η πρότασή σου;» «Συνεργασία Βολκόβ. Μια συνεργασία που δεν θα σπάσει εύκολα, θα είναι από τους δεσμούς που είναι ιεροί και δεν του...
103K 3.7K 63
Η ταραγμένη σχέση του Νικ και της Νόα περνάει τη χειρότερη στιγμή της και φαίνεται ότι τίποτα δεν μπορεί να ξαναγίνει όπως ήταν πριν. Θα πρέπει να ξε...