Η κυρία με τα κόκκινα μαλλιά

By just-feel-free

8.2K 723 5.6K

Αθήνα, Αύγουστος 1990 Η ιστορία ξεκινά. Στοιχείο που χαρακτηρίζει τούτο το βιβλίο; Η φωτιά. Η φωτιά που ξεχει... More

Πρόλογος
Μέρος 1ο - Αθήνα 1990: Αρχή, ήμισυ του παντός
Η Μάγισσα
Μακρινές Αντανακλάσεις
Της νύχτας τα καμώματα...
Όνειρο Απατηλό
Αστέρι γεννιέσαι
Ανοιχτοί Λογαριασμοί
Και τώρα οι δυο μας
Συγγνώμη
Η δικαιοσύνη είναι τυφλή
Αποκάλυψη
Μέρος 2ο - Αθήνα 2004: Η Επιστροφή
Μάτια που δεν βλέπονται
Αντίπαλα Στρατόπεδα
Ο άγγελος μου
Τράβα Σκανδάλη
Η κυρία Μεταξά
Παίζοντας με τη φωτιά
Τα ξένα φιλιά βρωμάνε
Η κόρη μας

Σ' αγαπώ

304 36 191
By just-feel-free

«Γιατί να σου πω και να μην σου δείξω;»

Η ερώτηση αυτή χτύπησε ένα καμπανάκι στ' αυτιά της. «Πολύ απειλητικός ακούγεσαι».

«Λίγη υπομονή Νεράιδα...»

Τα λεπτά περνούσαν αργά. Απολάμβανε τον παγωμένο αέρα από το κατεβασμένο της παράθυρο που χάιδευε απαλά το πρόσωπό της και την έκανε να σκέφτεται. Είχε μόλις σώσει το Νυξ από λουκέτο και ένιωθε πολύ όμορφα για αυτό. Άλλοι άνθρωποι θα της έλεγαν ότι μόλις βοήθησε έναν κακοποιό να ξεφύγει ή ότι σκέφτεται πολύ ρομαντικά ή ότι γίνεται συνένοχη. Όμως δεν ένιωθε έτσι.

Το Νυξ είχε γίνει δεύτερο σπίτι της πλέον, καθώς σχεδόν καθημερινά περνούσε πολλές ώρες της μέρας εκεί, είτε δουλεύοντας, είτε κάνοντας πρόβες. Ανακατευόταν και ασχολούταν πολλές ώρες με οικονομικής φύσεως ζητήματα, εξαιτίας της Αναστασίας, η οποία όταν δεν τραγουδούσε εξασκούσε τις γνώσεις της σχολής της επάνω στα λογιστικά βιβλία του μαγαζιού, ενώ επίσης περνούσε αρκετές ώρες με τον Φίλιππο, ώστε να έχει μυηθεί στα μικρά μυστικά κάθε νυχτερινού κέντρου.

Ήταν ένας χώρος στον οποίο, όσοι επικίνδυνοι άνθρωποι κι αν τριγυρνούσαν, εκείνη θα ένιωθε πάντα θαλπωρή, προστασία και ζωντάνια. Μέσα σε εκείνον το χώρο είχε αποκτήσει περισσότερη αυτοπεποίθηση από πριν, δεν φοβόταν πλέον να πει την άποψή της για το οτιδήποτε, μπορούσε να υψώσει ανάστημα και να χειριστεί μια κατάσταση μόνη της, σωστά.

Το Νυξ ήταν πολλά περισσότερα από ένα νυχτερινό κέντρο για εκείνη.

Το αμάξι χαμήλωνε ταχύτητα σιγά σιγά, όσο έμπαιναν σε έναν μικρό οικισμό. Όσο περνούσαν τα κτίρια, ο δρόμος τους έβγαλε σε μια μεγάλη στροφή. Ο Φίλιππος γύρισε το τιμόνι με την παλάμη του χεριού του συνεχόμενα, τονίζοντας τις φλέβες του χεριού του και η Θάλεια έχασε έναν χτύπο. «Αυτό τώρα έπρεπε να το κάνεις, γιατί ας πούμε;», τον ρώτησε ξέπνοα. Γύρισε και την κοίταξε με ένα μικρό μειδίαμα στα χείλη. Έπιασε την μικρή τούφα που έπεφτε μονίμως στα μάτια της και την πέρασε πίσω από το αυτί της γρήγορα, πριν επαναφέρει πάλι την προσοχή του στο δρόμο.

Μετά τη μεγάλη τους βόλτα επανήλθαν στο κέντρο, ξανά. Το ασημένιο αμάξι σταμάτησε κάτω από μια πολυκατοικία. Βγήκε από τη θέση του οδηγού και έκανε το γύρο του αμαξιού για να φτάσει στη δική της πόρτα. Την άνοιξε και της έδωσε το χέρι του για να κατέβει. Η Θάλεια το πήρε και χαμογέλασε στην κίνησή του.

«Είσαι τόσο γλυκός όταν θέλεις!»

Γύρισε και την κοίταξε κάνοντας διακριτικά στην άκρη το σακάκι του, ώστε να φανεί το περίστροφό του και εκείνη γέλασε. «Γλύκας, δεν το συζητώ!»

Κλείδωσε το αμάξι. «Κλείσε τα μάτια σου».

«Παρακαλώ;»

«Κλείσε τα μάτια σου και ακολούθα με».

«Φοβάμαι», του έκανε παραπονιάρικα. Τα μάτια της είχαν γίνει όμοια με κουταβιού και γυάλιζαν κάτω από το κίτρινο φως του δρόμου.

«Τι φοβάσαι;»

«Ότι θα με απαγάγεις». Ένα μικρό γελάκι έσκασε στα χείλη της και παρέσυρε κι εκείνον.

«Έχεις κάνει κάτι για να πρέπει να το κάνω αυτό; Αποτελείς κίνδυνο για μένα;»

«Ποτέ δεν ξέρεις...»

Τον πλησίασε και τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του. Έσκυψε ελαφρά και τον φίλησε ενώ εκείνος της τσίμπησε το πλευρό, με εκείνη να τινάζεται γελώντας. «Θα με ακολουθήσεις τελικά;»

Του χαμογέλασε και του έδωσε το χέρι της. Έκλεισε τα μάτια της και χαμογέλασε. Περπάτησαν μέχρι την είσοδο και μετά ανέβηκαν ως τον τρίτο όροφο με τις σκάλες. Ξεκλείδωσε την πόρτα και την τράβηξε μέσα στον χώρο. «Άνοιξε τα μάτια σου», της ψιθύρισε στο αυτί και τη φίλησε πίσω από αυτό. Στάθηκε πίσω της και την παρατηρούσε να κινείται στο χώρο.

Η Θάλεια άνοιξε τα μάτια της αργά και παρατήρησε το χώρο γύρω της. Ήταν ένα μικρό διαμέρισμα στα χρώματα του μπεζ και του καφέ. Ένα μικρό σαλόνι με σκαλιστά ξύλινα έπιπλα, δύο διθέσιους καναπέδες και μια πολυθρόνα στα χρώματα του καφέ και η κουζίνα σε ανάλογες αποχρώσεις. Μπροστά της εκτεινόταν ένας διάδρομος, ο οποίος φανταζόταν ότι οδηγούσε στο υπνοδωμάτιο. Γύρισε και τον κοίταξε με ένα εξεταστικό βλέμμα.

«Οτιδήποτε έχεις στο μυαλό σου, ξέχνα το! Δεν είναι τυχαίο το ότι με έφερες στο σπίτι σου».

«Δεν φταίω εγώ αν εσύ έχεις πονηρό μυαλό. Το μόνο που ήθελα ήταν να περάσουμε λίγο περισσότερο χρόνο μαζί, μόνοι μας, κάπου όπου σίγουρα δεν θα μας διακόψουν».

«Εντάξει... Ό,τι πεις».

Της έκανε νόημα προς το σαλόνι και εκείνη προχώρησε προς τα εκεί. Κάθισε στον ένα καναπέ και γύρισε πίσω της για να τον δει να έρχεται από την κουζίνα με ένα μπουκάλι κρασί και δύο ποτήρια. Κάθισε δίπλα της και της έδωσε το ένα ποτήρι, γεμίζοντάς το. Τσούγκρισαν τα ποτήρια τους και άφησαν λίγο από το περιεχόμενό τους να τους γλυκάνει.

«Τι φοβάσαι περισσότερο;», τον ρώτησε σιγανά.

Γύρισε και την κοίταξε με ένα απορημένο βλέμμα. «Τι είπες;»

«Τι φοβάσαι περισσότερο;», επανέλαβε.

Άφησε το ποτήρι του πάνω στο τραπεζάκι. Ξάπλωσε ελαφρά πίσω στον καναπέ και τύλιξε τα χέρια του πίσω από το κεφάλι του. «Φοβάμαι μην πάθουν κάτι όσοι αγαπώ».

Η Θάλεια χαμογέλασε αχνά. Το φανταζόταν. Έβλεπε πόσο προστατευτικός ήταν συνεχώς με τη μητέρα του και την αδερφή του, ήξερε για το παρελθόν του. Τον καταλάβαινε απόλυτα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε τα χείλη της. «Εγώ φοβάμαι τη μοναξιά».

Την κοίταξε περίεργος. «Φοβάμαι να μείνω μόνη μου με τις πληγές μου. Φοβάμαι ότι αν μείνω μόνη μου, το μόνο που θα μου απομείνει να κάνω θα είναι να σκεφτώ τη ζωή μου και... Δεν έχω το θάρρος να αναμετρηθώ με όσα με στοιχειώνουν».

Ύψωσε το ποτήρι και ήπιε λίγο από το κρασί της. Ο Φίλιππος συνέχισε να την κοιτά με ένα απαλό χαμόγελο. Σηκώθηκε από την θέση του και φίλησε την κορυφή του κεφαλιού της. «Έρχομαι σε δύο λεπτά».

Τον είδε να προχωρά προς τις κρεβατοκάμαρες και να χάνεται από το οπτικό της πεδίο. Κοίταξε το ρολόι στον τοίχο απέναντί της και πέρασε το βλέμμα της πάνω από τους δείκτες. Είχε πάει μία η ώρα.
7 Δεκεμβρίου 1990.

Χαμογέλασε στην ένδειξη, όμως διακόπηκε από τον Φίλιππο που επέστρεψε και έκατσε στον καναπέ δίπλα της. Άπλωσε το χέρι του και με την παλάμη του χάιδεψε απαλά το μάγουλό της. Έκλεισε τα μάτια της και χαμογέλασε ελαφρά, με ένα αστραφτερό μειδίαμα απόλαυσης. Την κοιτούσε και την καμάρωνε έτσι γλυκιά και ήρεμη που ήταν.

«Θέλω να σου δώσω κάτι», της είπε βάζοντας το χέρι του στην τσέπη του παντελονιού του.

Η Θάλεια τον κοιτούσε περίεργα. Το βλέμμα της ήταν επικεντρωμένο στο χέρι του το οποίο σύντομα βγήκε από την τσέπη του και μαζί του έφερνε ένα μικρό, μαύρο βελούδινο κουτάκι. Το άνοιξε και μέσα του υπήρχε ένα ασημένιο βραχιόλι.

Η κοκκινομάλλα αναφώνησε στη θέα του. Το δέσιμο ήταν σε σχήμα αλυσίδας και από το κούμπωμα κρεμόταν ένα ασημένιο φυλαχτό σαν καρδιά. Επάνω στο μικρό βραχιόλι βρισκόταν ένα ασημένιο κλειδί του σολ, το οποίο ήταν επικαλυμμένο με μικρά, λευκά διαμαντάκια τα οποία λαμπύριζαν στο λιγοστό φως του σαλονιού.

Κάλυψε το στόμα της με τα χέρια της. «Φίλιππε, τι... Τι πήγες κι έκανες;»

«Για τη δική μου Νεράιδα της Μουσικής. Τη Μούσα της καρδιάς μου».

«Μα... Δεν γιορτάζω... Για τι το δώρο;»

«Το είδα και σε σκέφτηκα».

Διέκρινε το μικρό, ανεπαίσθητο χαμόγελο στο πρόσωπό του. Έπιασε το δεξί της χέρι και το έφερε κοντά του απαλά. Άνοιξε το κούμπωμα και πέρασε το βραχιόλι στο χέρι της. Της το φόρεσε και έπειτα φίλησε τον καρπό της τρυφερά. Δάγκωσε τα χείλη της και γύρισε προς την τσάντα της. Την άνοιξε και πήρε κάτι από μέσα. Γύρισε ξανά σε εκείνον.

«Ξέρεις... Είχα σκοπό να σε αφήσω να το βρεις μόνος σου στο γραφείο σου, αλλά το να στο δώσω εγώ και να δω την αντίδρασή του ζωντανά, φάνταζε πιο δελεαστικό». Είχε τα χέρια της πίσω από την πλάτη. Τα έφερε μπροστά και φάνηκε πάνω τους ένα μαύρο κουτί. Ο Φίλιππος είχε μείνει κατάπληκτος.

Πλησίασε στο αυτί του και του ψιθύρισε. «Χρόνια πολλά κύριε Μεταξά». Κατέβασε το κεφάλι της λίγο ακόμα και του άφησε ένα απαλό φιλί στο λαιμό.

Ο Φίλιππος πήρε το κουτί στα χέρια του και το άνοιξε. Μέσα σε αυτό βρισκόταν ένα ασημένιο ρολόι με μπλε σκούρο καντράν. Το θαύμασε για τη λεπτοδουλειά του και στιγμιαία νευρίασε με το ακριβό αυτό δώρο. Το έβγαλε από το κουτί και το πέρασε στο χέρι του. Η Θάλεια χαμογέλασε περήφανα με το πόσο όμορφα έδειχνε στον καρπό του και με το πόσο σωστή επιλογή έκανε.

Τράβηξε το χέρι της και με μια κίνηση την ανάγκασε να κάτσει πάνω του με τα πόδια της δεξιά και αριστερά από το σώμα του. Πέρασε την παλάμη του γύρω από τον αυχένα της και την έφερε κοντά του ώστε να τη φιλήσει. Τα μαλλιά της άγγιζαν τα πρόσωπά τους όσο τα χέρια της αγκάλιαζαν το πρόσωπό του ώστε να βαθύνει το φιλί τους όσο το δυνατόν περισσότερο. Το κοντό της φόρεμα είχε ανέβει επικίνδυνα ψηλά.

Τα μάτια της άνοιξαν απαλά με τις βλεφαρίδες της να αποκαλύπτουν το πράσινο χρώμα τους. Ήταν γυαλιστερά και υγρά, όλο σπιρτάδα και ένα καινούριο συναίσθημα που εκείνος δεν είχε ξαναδεί ποτέ.

«Είσαι σίγουρη;», της ψιθύρισε.

«Ναι. Σε θέλω».

Επιτέθηκε στα χείλη της ξανά, γρήγορα. Πήρε στα χέρια του τα πόδια της και τη σήκωσε ψηλά. Εκείνη τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και τον πλησίασε πιο πολύ. Μετέφερε τα σώματά τους μέχρι την κρεβατοκάμαρα και την ακούμπησε στο κρεβάτι.

Ανέβηκε πάνω της χωρίς να σταματήσει να τη φιλάει. Ένα ένα τα ρούχα τους έπαιρναν τη θέση τους στο πάτωμα. Ήταν γεμάτοι πάθος και ανυπομονησία για την επικείμενη ένωσή τους. Αν και φαίνονταν άτσαλοι στις κινήσεις, στην πραγματικότητα είχαν πλήρη συναίσθηση του τι έκαναν.

Παρόλο που αδημονούσε φριχτά και την ήθελε όσο τίποτα, το πρώτο πράγμα το οποίο είχε στο μυαλό του ήταν το ότι έπρεπε να είναι εξαιρετικά υπομονετικός, καθώς εκείνη θα ήταν η πρώτη της φορά. Ήταν μεθοδικός και προσεκτικός σε όσα έκανε, προσπαθώντας να τη διεγείρει τόσο ώστε να την κάνει να το απολαύσει και να μην την πονέσει.

Τα χέρια του έτρεξαν στην πλάτη της και με αργές κινήσεις κατέβασε το φερμουάρ του φορέματός της. Όσο περνούσαν τα χέρια του πάνω από το σώμα της, τόσο περισσότερο εκείνη ανατρίχιαζε.

Ξάπλωσαν μαζί στο κρεβάτι με εκείνον πάνω της. Άρχισε να τη φιλά ξεκινώντας από το στόμα της και κατεβαίνοντας έπειτα στο λαιμό της. Η αίσθησή του, της ζεστασιάς του, της ανάσας του την τρέλαινε. Τα φιλιά του ήταν αρχικά απαλά πάνω στο δέρμα της και έπειτα γίνονταν όλο και πιο δυναμικά. Τα σημάδια έκαιγαν και πάγωναν μετά το πέρας των χειλιών του και κατέβαιναν χαμηλότερα, διαγράφοντας μια τρυφερή, αλλά και παθιασμένη διαδρομή.

Είχε φτάσει στο ύψος της κοιλιάς της, όταν άκουσε κάποιες ξέπνοες συλλαβές να βγαίνουν από τα χείλη της. «Σ' αγαπώ».

Ένιωσε το σώμα του να παγώνει στη θέση του. Έφερε το πρόσωπό του ξανά πάνω από το δικό της. «Τι είπες;»

«Σ' αγαπώ».

Ο αντίχειράς του πέρασε πάνω από τα κατακόκκινα και πρησμένα χείλη της. «Κι εγώ σ' αγαπώ Νεράιδά μου. Δεν φαντάζεσαι πόσο».

Τα χείλη τους ενώθηκαν ξανά γρήγορα με τις ανάσες τους να κλέβονται ασύστολα και τα κορμιά τους να παραδίδονται στην ηδονή.

Έχεις δει φωτιές να ενώνονται;
Ή που θα σβήσουν μαζί ή που θα ενωθούν και θα κάψουν όλο τον κόσμο.
Δες τις πιθανότητες.
Απόδοση στο στοίχημα έχει μέχρι και η μειονότητα.
Στην προκειμένη περίπτωση είμαστε 50-50.
Πάρε βαθιά ανάσα.
Έπεται η εξέλιξις...

***

Ήταν στο δωμάτιό του και διάβαζε. Το φως από το πορτατίφ έπεφτε πάνω στις σελίδες του βιβλίου και του τετραδίου του, πάνω στο οποίο είχε πάρει φωτιά το μολύβι του κρατώντας σημειώσεις. Η πόρτα του δωματίου του άνοιξε και ο πατέρας του μπήκε μέσα απότομα.

«Χτύπα και καμιά πόρτα όταν θες να μπεις... Ξέρεις, για αλλαγή».

«Αυτή την εξυπνάδα απορώ από που την κληρονόμησες», του απάντησε εκείνος αυταρχικά.

«Από τη μάνα μου».

Με την άκρη του ματιού του είδε την έκφραση του προσώπου του Λυκούργου να σκληραίνει. Παράτησε τα βιβλία του και στράφηκε σε εκείνον. «Από πότε επικαλείσαι ξανά τη μάνα σου εσύ; Μέχρι πριν λίγο καιρό την έβριζες».

«Όλοι οι άνθρωποι αλλάζουν γνώμη με τον καιρό... Ή τουλάχιστον οι περισσότεροι».

«Υπονοείς κάτι, γιε μου;»

Πέταξε το μολύβι του και σηκώθηκε όρθιος. Στάθηκε απέναντι στον πατέρα του. Το ψηλό του ανάστημα σχεδόν κάλυψε αυτό του πατέρα του, το οποίο παρά την περηφάνεια του, ήταν ασφαλώς μικρότερο και πιο γερασμένο από του γιου του. Ο Μάνος ανέπνευσε βαθιά πριν απελευθερώσει τις λέξεις που στοίχειωναν το μυαλό του. Δεν ήθελε να χάσει τον έλεγχο.

«Υπονοώ ότι παραμένεις κολλημένος στο παρελθόν σου και στο να κρατάς μίση. Εγώ επιλέγω να μην ακολουθήσω το παράδειγμά σου. Θέλω να τη συγχωρήσω τη μάνα μου, πατέρα. Αρκετά με αυτή την ιστορία».

Ο Λυκούργος τον άρπαξε από το γιακά της μπλούζας και τον έφερε κοντά του. Το μισοσκόταδο του δωματίου έκανε τη σκηνή πολύ πιο άγρια και απόκοσμη απ' όσο πραγματικά ήταν. Τα πρόσωπά τους ήταν εκατοστά μακριά το ένα από το άλλο και έμοιαζαν έτοιμοι να παίξουν ξύλο.

«Η μάνα σου μας εγκατέλειψε, το κατάλαβες; Μας παράτησε και έφυγε μακριά! Η μοναδική της έγνοια ήταν η καλοπέρασή της και το να ακολουθεί τον γκόμενο! Η μόνη επαφή που είχες μαζί της επί δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια ήταν τρία τηλεφωνήματα τον χρόνο! Έχυσα αίμα για να σε μεγαλώσω μόνος μου, σε έκανα κοτζάμ γομάρι, ολόκληρο γιατρό, σε προίκισα, σε πάντρεψα και αυτό είναι το ευχαριστώ;», φώναξε μέσα στη μούρη του.

Τον πέταξε πίσω με τόση δύναμη που έπεσε πάνω στην καρέκλα και μαζί με αυτή στο πάτωμα. Χτύπησε ελαφρώς το κεφάλι του, αλλά όχι πολύ σοβαρά. Ο πατέρας του τον κοιτούσε αφ' υψηλού υποτιμητικά και όλο μίσος. Το βλέμμα του έκρυβε μια αηδία την οποία ο Μάνος δεν μπορούσε να κατανοήσει. Είναι δυνατόν ένας πατέρας να μισεί το ίδιο του το παιδί;

«Ντροπή σου, αχάριστε».

Βγήκε έξω από το δωμάτιο, κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω του. Ο Μάνος έβαλε δύναμη στα χέρια του και σηκώθηκε όρθιος. Σήκωσε την καρέκλα, έκλεισε το φως και ξάπλωσε στο κρεβάτι του ανάσκελα. Πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του και το άφησε εκεί να αιωρείται. Από τα μάτια του έτρεξε ένα δάκρυ. Τα χείλη του άνοιξαν απαλά και ένας μικρός ψίθυρος αιωρήθηκε στο παγωμένο από συναισθήματα δωμάτιο.

«Μου λείπεις μαμά».

***

Ο Ανέστης ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ και έβλεπε τηλεόραση. Η Φανή ήταν δίπλα του και έπλεκε και η Κατερίνα είχε κουλουριαστεί στην πολυθρόνα. Είχε μαζέψει τα γόνατά της κοντά στο στήθος της και απλά κοιτούσε την τηλεόραση χωρίς να σκέφτεται κάτι συγκεκριμένο.

Το σταθερό του σπιτιού χτύπησε και η Κατερίνα τινάχτηκε από τη θέση της. Προχώρησε προς αυτό και σήκωσε το ακουστικό. «Παρακαλώ;»

«Καλησπέρα Κατερίνα κορίτσι μου».

Η φωνή του Λυκούργου την έκανε να αναριγήσει. «Τι κάνετε κύριε Λυκούργο;»

«Καλά είμαι. Μπορώ να μιλήσω με τη μητέρα σου;»

«Μάλιστα». Άφησε το ακουστικό και φώναξε τη μητέρα της. Η Φανή άφησε το πλεκτό της και πλησίασε, αρπάζοντας το ακουστικό και διώχνοντας την κόρη της.

«Καλησπέρα συμπέθερε, τι μου κάνεις;»

«Θα ξεράσω απ' τις γλύκες», μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της η Κατερίνα. Η συνομιλία διήρκησε για λίγο ακόμα με την μητέρα της να δίνει κάποιες περίεργες απαντήσεις. Όταν έκλεισε το τηλέφωνο, η μητέρα της είχε ένα χαμόγελο μέχρι τ' αυτιά.

«Εξαιρετικά νέα! Ο Λυκούργος είπε ότι βγήκαν οι άδειες του γάμου, είμαστε έτοιμοι να αρχίσουμε ετοιμασίες, από βδομάδα πάμε για νυφικό, Κατερινιώ μου!»

Η Κατερίνα έντυσε το πρόσωπό της με ένα υπέροχο ψεύτικο χαμόγελο. «Ναι μαμά μου... Ανυπομονώ!»

Δεν άφησε τα μάτια της να υγρανθούν, ούτε τα χείλη της να τρεμοπαίξουν. Παρέμεινε αγέρωχη με τη σκέψη της να τριγυρνά σε συλλογισμούς σκοτεινούς.
Θεέ μου, δωσ' μου δύναμη να αντέξω.

***

Το λευκό σεντόνι κάλυπτε το γυμνό της δέρμα και τα κόκκινα μαλλιά της σκέπαζαν την, επίσης λευκή, μαξιλαροθήκη. Τον είδε να μπαίνει μέσα στο δωμάτιο φορώντας μόνο μια φόρμα και έχοντας στα χέρια του ένα ποτήρι νερό. Έκατσε στο κρεβάτι κοντά της και της έδωσε το ποτήρι. Το πήρε και ήπιε μια γουλιά όσο περνούσε αχόρταγα το βλέμμα της πάνω από το γυμνασμένο σώμα του. Άφησε το ποτήρι στο κομοδίνο και ξάπλωσε ξανά. Της έπιασε το χέρι και το έτριψε απαλά.

«Έχω ανάψει θερμοσίφωνα να κάνεις μπάνιο». Η φωνή του ήταν ήρεμη και το βλέμμα του γλυκό.

«Σ' ευχαριστώ... Για όλα...»

«Ποια όλα;»

«Που με πρόσεξες, με φρόντισες... Κατανόησες πόσο σημαντικό ήταν».

«Ξέρω πολύ καλά ότι για εσάς τα κορίτσια η πρώτη φορά είναι πολύ σημαντική. Σου φέρθηκα και σου φέρομαι όπως θα ήθελα να φερθούν στην αδερφή μου, στην κόρη μου – αύριο, μεθαύριο. Άσε που, δεν ήθελα ούτως ή άλλως να σε κάνω να νιώσεις άσχημα. Δεν αξίζεις τέτοια συμπεριφορά».

Σήκωσε τον κορμό της καλύπτοντας με το σεντόνι ακόμα το σώμα της. Τέντωσε το χέρι της στο μάγουλό του και το χάιδεψε απαλά. Το λίγων ημερών μούσι του τσίμπησε την παλάμη της, όμως η κίνησή της αυτή τον έκανε να χαμογελάσει. «Δείχνεις σε όλους το χειρότερό σου εαυτό και τους κάνεις να σε φοβούνται και να σε σιχαίνονται, αλλά όποιος σε γνωρίσει μόνο θα καταλάβει πόσο τρυφερός είσαι... Και χαίρομαι πολύ που είμαι μέσα στους ανθρώπους που σε ξέρουν και έτσι».

Την έφερε λίγο πιο κοντά του και πέρασε το ένα του χέρι γύρω από τη γυμνή της μέση. Άφησε ένα γλυκό φιλί στα χείλη τους και έπειτα άγγιξαν τα μέτωπά τους. Με την άκρη της μύτης της έτριψε τη δική του και τον έκανε να σκάσει στα γέλια.

Μυρίζεις την ευτυχία στον αέρα;

***

Κοιτούσε δεξιά και αριστερά σε όλη την έκταση του πάρκου αδημονώντας να αντικρίσει τη φιγούρα του. Τον είδε πράγματι να πλησιάζει περήφανα. Σηκώθηκε όρθια και περπάτησε κοντά του. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και εκείνος γύρω από τη μέση της.

«Καλημέρα ηλίθιε», του είπε με ένα ψεύτικο χαμόγελο.

«Καλημέρα βλαμμένη», της απάντησε αφήνοντας ένα φιλί στο λαιμό της.

«Να σου πω, αρκετά με τα χουφτώματα, μην παίρνεις φόρα», του σύριξε η Κατερίνα.

«Λες και μ' αρέσει», της απάντησε, γελώντας, ο Μάνος.

Κάθισαν και οι δύο μαζί στο παγκάκι, δίπλα δίπλα. Ο Μάνος ήταν ξαπλωμένος και η Κατερίνα ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος του. Το να το παίζουν ζευγάρι για να ρίξουν στάχτη στα μάτια, τόσο της γειτονιάς, όσο και στους γονείς τους, ήταν η πρώτη συμβουλή που τους έδωσε η Δόμνα.

«Για πόσο ακόμα θα το παίζουμε ζευγαράκι της Αγίας Παρασκευής, είπαμε;», της ψιθύρισε στο αυτί όσο χάιδευε την πλάτη της.

«Μέχρι να βρούμε μια λύση για να διαλύσουμε το φιάσκο στο οποίο έχουμε μπλέξει». Έτριψε το κεφάλι της στο στήθος του και εκείνος φίλησε τα μαλλιά της. Σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε στα μάτια.

«Σου έχω πει ποτέ πόσο μου αρέσουν τα μάτια σου;»

Η Κατερίνα γέλασε. «Μανωλάκη με φλερτάρεις;»

«Ναι άλλη όρεξη δεν είχα».

«Η μάνα μου θα με πάει την άλλη εβδομάδα να βρούμε νυφικό».

Σηκώθηκε και την κοίταξε περίεργα. Στα χείλη της είχε κολλήσει ένα μελαγχολικό χαμόγελο και τα μάτια της γυάλιζαν. Πλησίασε και φίλησε το μέτωπό της. «Υπομονή Κατερινιώ μου, υπομονή. Τελειώνουμε».

«Μάνο... Να ξέρεις ότι δεν σου κρατάω κακία. Σ' αγαπάω πολύ και θα είμαι πάντα δίπλα σου».

«Κι εγώ τρελή μου γαλανομάτα... Κι εγώ».

***

Άκουγε τα ουρλιαχτά του τύπου μέσα από το υπόγειο όσο ρούφαγε λίγο από το τσιγάρο της. Χαμογελούσε και το ευχαριστιόταν. Άκουσε τακούνια από τη σκάλα και είδε την Καλλιόπη και την Όλγα να την πλησιάζουν. Κάθισαν στις δύο καρέκλες δεξιά και αριστερά της.

«Δεν είναι υπέροχο να τους ακούς να βασανίζονται; Έτσι ρε παιδί μου, σαν εκδίκηση των όσων περνάμε εμείς εξαιτίας τους», είπε η Όλγα.

«Δίκιο έχεις. Είναι ανακουφιστικό», γέλασε η Καλλιόπη. «Όλοι ίδιοι είναι και όλοι τα ίδια αξίζουν».

«Δεν έχετε δίκιο... Δεν είναι όλοι ίδιοι», τους είπε η κοκκινομάλλα απελευθερώνοντας λίγο καπνό από το στόμα της. Έδωσε το πακέτο και τον αναπτήρα της στην Καλλιόπη, η οποία πήρε ένα και το άναψε.

«Εσύ μην μιλάς, Σέρβου. Ο μόνος άντρας της παλιοπαρέας που ήταν σόι ήταν ο δικός σου», της έκανε η Όλγα.

«Δεν φταίω εγώ για αυτό, αλλά ούτε ήταν μόνο ο δικός μου άντρας καλός. Οι γιοι μας δεν είναι καλοί άντρες; Ο Μάνος, ο Φίλιππος, ο Ραφαήλ. Αυτοί είναι για βασανισμό;»

«Δεν είπαμε αυτό ρε Δόμνα».

«Καλλιόπη, είναι ο Φίλιππος ίδιος με τον Δημήτρη;»

«Φυσικά και όχι, θα είχα αυτοκτονήσει αν ήταν».

Ησυχία επικράτησε για λίγα λεπτά. Η Δόμνα έριξε το τσιγάρο της στο πάτωμα και το έσβησε. «Γι' αυτό σας λέω. Οι άντρες θα είναι άντρες πάντα ό,τι κι αν γίνει. Άλλοι σκληροί, αγενείς, άξεστοι κι άλλοι, γλυκοί, ευαίσθητοι και περιποιητικοί. Το θέμα δεν είναι να προσπαθήσουμε να τους αλλάξουμε ή να τους βασανίσουμε, αλλά εμείς να είμαστε έτοιμες να τους διαχειριστούμε με το σωστό τρόπο σε κάθε περίπτωση. Δεν είναι εύκολο να συμβεί αυτό, αλλά αν οι άλλοι δεν μπορούν να φροντίσουν για τη δική μας ασφάλεια, τότε εμείς θα το κάνουμε».

Η Καλλιόπη την κοιτούσε με ένα χαμόγελο καρφωμένο στα χείλη. «Τελικά χαραμίζεσαι σαν γραμματέας, φιλόσοφος έπρεπε να γίνεις».

«Με όσα έχουμε ζήσει δεν είναι δύσκολο να φιλοσοφούμε... Κέλλυ», είπε κάνοντας μια παύση πριν πει το όνομα.

«Η ζωή μας δίνει εμπειρίες και οι εμπειρίες σοφία... Ρόζα», συμπλήρωσε η Όλγα.

«Το θέμα είναι να ξέρεις ποιες να κρατήσεις και ποιες να αφήσεις στη λησμονιά... Οφηλία». 



















Καλώς τα τα γλυκά μου τα τριανταφυλλάκια!

Τι μου κάνετε αγάπες; Πώς πάνε τα κέφια; 

Εγώ είμαι άρρωστη... 

Εν τω μεταξύ είχα να αρρωστήσω πάνω από τρία χρόνια και μου φαίνεται λίγο κάπως όλο αυτό. 

Τέλος πάντων...

Πάμε στα δικά μας...

ΡΕ ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΕΔΏ; ΌΛΟΙ ΠΗΔ-, εεεε θέλω να πω, συνουσιάζονται στα τελευταία κεφάλαια... Αυτοί θα λύσουν το θέμα της υπογεννητικότητας στην Ελλάδα σε λίγο... 

Ήταν αυτό σπόιλ; 

Maybe...

Η Κατερινούλα θα πάει για νυφικό, ο Μανωλάκης ζητάει τη μαμά του και η μαμά του συμφωνεί με τις άλλες σαδίστριες ότι οι άντρες αξίζουν να βασανίζονται. 

Εσάς ποια είναι η άποψή σας επί του θέματος, αλήθεια;

Δεν θα τοποθετηθώ εδώ σχετικά με αυτό που έγινε στα Τέμπη, αρκετά έχω κλάψει, αρκετά έχω ουρλιάξει και βρίσει, αλλά ένα πράγμα θέλω να ξέρετε. Δεν θα το αφήσω να περάσει έτσι...

Εν τω μεταξύ αύριο το σχολείο μου θα κάνει πορεία και εγώ δεν θα πάω.... ΤΗΝ ΊΩΣΉ ΜΟΥ ΜΈΣΑ!

Αφήστε μου ένα αστεράκι και ένα σχόλιο με την άποψή σας, αν σας άρεσε έστω και λίγο αυτό το κεφάλαιο και εμείς θα τα πούμε στο επόμενο.

Πολλά φιλιά, 

Αθηνά❤

Continue Reading

You'll Also Like

172K 10.7K 41
"Ε ντάξει... Ερωτευμένη είμαι, μου κατέβηκε μία μαλακία και την έκανα". "Και εμείς ερωτευτήκαμε, μικρή. Δεν κάναμε έτσι" της απάντησε ο Ανδρέας. "Μπ...
760K 28.7K 45
- Λοιπόν;! ρώτησα με σταυρωμένα χέρια. - Είσαι σίγουρη ρε Αννούλα; ήρθε και στάθηκε απέναντί μου. - Πόσες φορές ακόμη πρέπει να στο πω για να σ...
354K 28.1K 45
Ο έρωτας πέρα απο την λογική
462K 28.7K 55
''Θα σου μάθω εγώ.'' μου είπε και έσμιξα τα φρύδια μου. ''Τι πράγμα;''τον ρώτησα με απορία. ''Να φιλάς ρε Μητσάκο.''μου είπε σαν να ήταν αυτονόητ...