Η κυρία με τα κόκκινα μαλλιά

By just-feel-free

8.2K 723 5.6K

Αθήνα, Αύγουστος 1990 Η ιστορία ξεκινά. Στοιχείο που χαρακτηρίζει τούτο το βιβλίο; Η φωτιά. Η φωτιά που ξεχει... More

Πρόλογος
Μέρος 1ο - Αθήνα 1990: Αρχή, ήμισυ του παντός
Η Μάγισσα
Μακρινές Αντανακλάσεις
Της νύχτας τα καμώματα...
Όνειρο Απατηλό
Αστέρι γεννιέσαι
Ανοιχτοί Λογαριασμοί
Συγγνώμη
Σ' αγαπώ
Η δικαιοσύνη είναι τυφλή
Αποκάλυψη
Μέρος 2ο - Αθήνα 2004: Η Επιστροφή
Μάτια που δεν βλέπονται
Αντίπαλα Στρατόπεδα
Ο άγγελος μου
Τράβα Σκανδάλη
Η κυρία Μεταξά
Παίζοντας με τη φωτιά
Τα ξένα φιλιά βρωμάνε
Η κόρη μας

Και τώρα οι δυο μας

322 30 222
By just-feel-free

2 Δεκέμβρη 1990

«Τι;», φώναξαν ο Ραφαήλ και η Θάλεια έπειτα από την αποκάλυψη της Δόμνας. Η Όλγα δεν είχε τολμήσει να μιλήσει.

«Και πότε περίμενες να μας το πεις δηλαδή; Τι είμαστε εμείς εδώ μέσα; Διακοσμητικά;», της φώναξε η κόρη της. Το ασημένιο μενταγιόν της μητέρας της – που δεν είχε βγάλει λεπτό από τότε που της το έδωσε – τρεμόπαιζε στο λαιμό της και μετακινούταν ανάλογα με τις κινήσεις της.

«Δεν ήθελα να σας το πω πριν φτάσω σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο».

«Κι εσύ νονά; Εσύ γιατί δεν μας το είπες;», ρώτησε ο Ραφαήλ την Όλγα.

«Έπρεπε να σεβαστώ την επιθυμία της μητέρας σου, Ραφαήλ μου».

«Ο Φίλιππος πάλι τι σχέση έχει με την έρευνα;», αναφώνησε αγανακτισμένα ξανά.

«Δεν καταλαβαίνεις ρε Ραφαήλ; Χρειάζονται τις γνωριμίες του», του απάντησε η αδερφή του.

«Δεν τον χρησιμοποιήσαμε Θάλεια, μόνος του προσφέρθηκε! Εν πάση περιπτώσει, η Όλγα και εγώ θα χρειαστεί να φύγουμε από το σπίτι για κάποιες μέρες, ώστε να εκμαιεύσουμε τις πληροφορίες που θέλουμε. Σε αυτές τις μέρες δεν θα επικοινωνήσω, γι' αυτό να προσέχετε», τους είπε η Δόμνα.

«Καλά εγώ ούτως ή άλλως έπρεπε να φύγω. Τώρα που ο Λυκούργος ξέρει ότι συναντηθήκαμε με τη Δόμνα, δεν θέλω να βρίσκομαι σε μέρος που έχει εύκολη πρόσβαση, ούτε να υπάρχει κάποια πιθανότητα να τον δω», πρόσθεσε η Όλγα.

Η Θάλεια ξεφύσησε. Σήκωσε το βλέμμα της και κοίταξε με τα βουρκωμένα της μάτια τη μητέρα της. Προχώρησε δίπλα της και την πήρε αγκαλιά. Η Δόμνα αρχικά, δεν αντέδρασε, αλλά μετά τύλιξε τα χέρια της γύρω από την κόρη της. Η Θάλεια ξέσπασε σε λυγμούς στην αγκαλιά της και η μητέρα της την έσφιξε περισσότερο.

Το κλάμα της ήταν δυνατό και λυτρωτικό. Απελευθέρωσε όλη της την ένταση, έσπασε τις αντιστάσεις της. Η Δόμνα χάιδεψε τα μαλλιά της κόρης της και για μια στιγμή αισθάνθηκε ότι κρατούσε και πάλι το μικρό της κοριτσάκι. Αυτό που με το χαμόγελό του παρηγορούσε τη λογική και την πονεμένη της καρδιά.

«Μαμά σε παρακαλώ, βρες αυτόν που σκότωσε τον μπαμπά», της είπε μέσα στα αναφιλητά. «Σε παρακαλώ...»

Η Δόμνα κατάπιε τον κόμπο στο λαιμό της και έσφιξε τα μάτια της. Η πόρτα του σπιτιού χτύπησε αμέσως εκείνη τη στιγμή με τον Ραφαήλ να τρέχει για να την ανοίξει.

«Καλημέρα!», αναφώνησε η Κατερίνα μόλις μπήκε μέσα στο σπίτι μαζί με τον Μάνο, ο οποίος όταν είδε την Όλγα γούρλωσε τα μάτια.

«Μαμά, τι κάνεις εδώ;», φώναξε ο Μάνος.

«Μάνο μου;», ψιθύρισε παγωμένη η Όλγα.

«Τι θες εδώ; Σε παράτησε ο άντρας σου και με θυμήθηκες;», της φώναξε. Πήγε να της επιτεθεί, όταν η Κατερίνα μπήκε μπροστά του για να τον κρατήσει.

«Μάνο ηρέμησε! Σταμάτα, άφησέ τη να μιλήσει!»

Τον άφησαν λίγο να ηρεμήσει. Η Όλγα έκανε νόημα στην Κατερίνα να κάνει πέρα και πήρε τη θέση της. Αγκάλιασε το πρόσωπό του με τις παλάμες της και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια. «Το ξέρω ότι μου έχεις θυμώσει, όμως άσε ότι υπάρχει μεταξύ μας να το λύσουμε άλλη ώρα, οι δυο μας».

Ο Μάνος απομακρύνθηκε ξεφυσώντας. «Θα μας πείτε τι θέλατε και ήρθατε εδώ πρωινιάτικα;», τους ρώτησε η Θάλεια.

«Θέλαμε να σας πούμε κάτι», απάντησε η Κατερίνα τραβώντας το Μάνο για να κάτσουν στο τραπέζι. Έκατσαν ξανά όλοι στην τραπεζαρία και η δεύτερη ανακοίνωση έλαβε χώρα. «Θέλουμε να μας βοηθήσετε να διαλύσουμε τον αρραβώνα».

Η Θάλεια γούρλωσε τα μάτια της. Είχε σοκαριστεί με το ότι η Κατερίνα μιλούσε τόσο ελεύθερα σχετικά με αυτό το θέμα, μπροστά στο Μάνο. Την κοίταξε επίμονα, αλλά το νόημά της να ηρεμήσει την έκανε να χαλαρώσει.

Ο Μάνος πήρε βαθιά ανάσα, έσφιξε το χέρι της Κατερίνας και είπε αυτό που τον βασάνιζε. «Είμαι γκέι». Όλοι έμειναν έκπληκτοι, τόσο που αναγκάστηκε να γυρίσει το βλέμμα του προς την Κατερίνα.

«Μην με κοιτάς! Τα δικά μου τα ξέρουνε!», του γέλασε και τον πήρε αγκαλιά. Η Θάλεια και ο Ραφαήλ τους πλησίασαν και τους αγκάλιασαν. Η Δόμνα άπλωσε τα χέρια της και έσφιξε τα δικά τους.

«Θα βρούμε μια λύση. Σας τ' ορκίζομαι».

***

«Δεν το περίμενα να μου ανοιχτεί πάντως... Με έφερε προ εκπλήξεως, αλλά... Δεν σας κρύβω ότι τον χάρηκα έτσι που απελευθερώθηκε», είπε η Κατερίνα πίνοντας μια γουλιά από το κρασί της.

«Είναι πολύ όμορφο πράγματι», της απάντησε η Αναστασία που καθόταν απέναντί της στον μικρό καναπέ του καμαρινιού. Σταμάτησαν να συζητάνε και γύρισαν να κοιτάξουν τη Θάλεια που καθόταν στο μπουντουάρ της.

Άλειφε το ροζ κραγιόν της και έπειτα άρχισε να φτιάχνει τα μαλλιά της. Την παρατηρούσαν τόσες μέρες και έβλεπαν ότι η συμπεριφορά της είχε αλλάξει. Περιποιούταν τον εαυτό της περισσότερο, χαμογελούσε σε άσχετο χρόνο χωρίς λόγο, αφαιρούνταν πολύ εύκολα. Η Αναστασία και η Κατερίνα κοιτάχτηκαν στιγμιαία όλο νόημα.

«Έχω κάτι;», της ρώτησε η Θάλεια.

«Εκτός από το μακιγιάζ του έρωτα και το χαζό χαμόγελο στο πρόσωπό σου;», τη ρώτησε η Κατερίνα.

Η Θάλεια χασκογέλασε και έπειτα τις κοίταξε με ένα εκστατικό χαμόγελο. «Δεν φταίω που είμαι ερωτευμένη...»

Η Αναστασία χαμογέλασε στη θέα της. «Άντε να σας παντρέψουμε, να κάνετε κανένα κουτσούβελο να γίνω θεία!»

Το χρώμα του δέρματός της έγινε ασορτί με τα μαλλιά της. «Είναι νωρίς ακόμα ρε Αναστασία, αμάν!»

«Γιατί; Εγώ και τι δεν θα 'δινα να έχω ένα μωράκι. Να το χαϊδεύω, να το πασπατεύω, να του κάνω χαρούλες!», της απάντησε η μαυρομάλλα.

«Δεν νομίζω ότι ο αδερφός σου θέλει να γίνει πατέρας από τα είκοσι τέσσερα». Πήγε να σηκωθεί όμως κατά λάθος, παρέσυρε το ασημένιο μενταγιόν καρδιάς το οποίο έπεσε στο πάτωμα και άνοιξε με κρότο. Από μέσα του βγήκε ένα, σε μικρά κομμάτια, διπλωμένο χαρτί.

«Έσπασε;», αναφώνησε η Κατερίνα, που ήξερε τη συναισθηματική αξία του.

«Καλέ όχι, δεν σπάνε αυτά! Απλά άνοιξε», της απάντησε η Αναστασία.

Η Θάλεια έσκυψε και σήκωσε το κολιέ μαζί με το χαρτί. Προχώρησε στον καναπέ και κάθισε ανάμεσά τους. Το ξεδίπλωσε και στη φωτογραφία φάνηκε μια πανέμορφη γυναίκα. Χαμογελούσε γλυκά στο φακό, τα μάτια της γυάλιζαν και φορούσε ένα υπέροχο, εμπριμέ φόρεμα. Η φωτογραφία ήταν ασπρόμαυρη και στο πίσω μέρος του χαρτιού ξεχώριζαν κάποιες γραμμές. Γύρισε το χαρτί ανάποδα και διάβασε την επιγραφή που υπήρχε εκεί.
Ρόζα Σέρβου, 1948.

«Σέρβου;», αναφώνησε η Κατερίνα. «Συγγενής σας;»

«Δεν την έχω ξαναδεί», είπε η Θάλεια.

«Παρόλα αυτά έχετε το ίδιο επώνυμο», συμπλήρωσε η Αναστασία. «Γιατί δεν ρωτάς τη μητέρα σου; Το δικό της επώνυμο δεν έχεις;»

«Ναι, το δικό της... Αφού ήμουν αγνώστου πατρός».

«Ε τότε ρώτα τη όταν γυρίσεις σπίτι», της έκανε η μαυρομάλλα χάνοντας το ενδιαφέρον της. Η Θάλεια πήγε και άφησε το μενταγιόν και τη φωτογραφία στο μπουντουάρ και επέστρεψε και πάλι πίσω. Ξάπλωσαν και οι τρεις με ένα ποτήρι κρασί η καθεμία.

«Στα γλέντια που όσο μεγαλώνουμε θα γίνονται όλο και μεγαλύτερα!», αναφώνησε η Αναστασία.

«Στις τρέλες που όσο μεγαλώνουμε θα γίνονται όλο και περισσότερες!», συμπλήρωσε η Κατερίνα.

«Στη φιλία μας που όσο κι αν μεγαλώσουμε θα παραμείνει αναλλοίωτη!», τελείωσε η Θάλεια. Τσούγκρισαν.

***

Ο Μάνος είχε βγει στην αυλή και καθόταν στο κιόσκι. Ήθελε λίγο χρόνο μόνος του για να ηρεμήσει. Δεν περίμενε να βρει τη μητέρα του εκεί. Μετά τη συζήτηση με την Κατερίνα και τη Θάλεια, έμαθε ότι η μητέρα του ήταν αρκετές μέρες στην Αθήνα, αλλά η Κατερίνα είχε ξεχαστεί και γι' αυτό τον είχε πάει εκεί χωρίς να τον ενημερώσει.

«Θες παρέα;», άκουσε τη φωνή πίσω του. Είδε την Όλγα να πλησιάζει τυλιγμένη σε ένα σάλι και να κάθεται δίπλα του στο παγκάκι.

Τον άκουσε να αναστενάζει, αλλά παρόλα αυτά να μην φέρνει αντίρρηση. Κάθισε δίπλα του ήρεμα. Το βλέμμα του έπεσε πάνω της κεραυνοβόλο. Η φωνή του ήταν βραχνή και τρεμουλιαστή, ενώ το βλέμμα του ακόμα κοφτερό. «Γιατί ρε μαμά; Γιατί; Γιατί με άφησες μόνο μαζί του;»

Τα μάτια της Όλγας γυάλιζαν. «Γιατί δεν είχα επιλογή αγοράκι μου...»

«Τι εννοείς δεν είχες επιλογή; Ήταν επιλογή να αφήσεις το παιδί σου και να σηκωθείς να φύγεις; Ήταν επιλογή η μόνη επαφή που θα είχα μαζί σου να ήταν μέσω τηλεφώνου κι αυτό μια φορά στο τόσο;», της φώναξε.

Τα νεύρα στο λαιμό του είχαν τεντωθεί και οι φλέβες πετάγονταν στο μέτωπό του. Η Όλγα πήρε βαθιά ανάσα και απελευθέρωσε όλο το βάρος από μέσα της. «Όταν παντρεύτηκα τον πατέρα σου, θεωρούσα ότι ήταν ο έρωτας της ζωής μου. Πραγματικά τον αγαπούσα... Δεν έμελλε όμως να κρατήσει για πολύ. Μετά τη γέννησή σου, αφιερώθηκα εξ' ολοκλήρου σε εσένα. Κουραζόμουν πολύ γιατί, για να τα λέμε κι αυτά, δεν ήσουν κι από τα πιο ήρεμα μωρά. Ο πατέρας σου ξημεροβραδιαζόταν στο γραφείο μαζί με το Χρήστο και τα βράδια που γυρνούσε, εσύ κοιμόσουν. Δεν μπορούσε να κατανοήσει την κούραση μου. Ένα βράδυ μάλιστα, δεν δέχτηκε το όχι μου σαν απάντηση...», ο Μάνος την άκουγε χωρίς να μιλάει. Δεν είχε άλλωστε και τι να πει.

Με βαθιές ανάσες και χιλιάδες κόμπους να δένονται στο λαιμό της, συνέχισε. «Αυτή ήταν η πρώτη φορά που με βίασε. Η κατάσταση αυτή συνεχιζόταν για εφτά χρόνια. Τόσο άντεξα. Κι όχι μόνο τους βιασμούς, αλλά και το να ξεσπάει όλη του τη δύναμη πάνω μου. Φρόντιζα βέβαια να μην αντιληφθείς τίποτα. Δεν ήθελα να καταλάβεις τι μου έκανε... Αποφάσισα ότι έπρεπε να τελειώσει όλο αυτό. Είχα φτιάξει δύο βαλίτσες, μια δική μου και μια δική σου και έψαχνα εισιτήρια για να φύγουμε. Για κακή μου τύχη όμως, με ανακάλυψε. Εκείνο το βράδυ με έκανε μαύρη στο ξύλο. Εσύ έλειπες, θα κοιμόσουν στο σπίτι της Κατερίνας... Πήγε να με σκοτώσει. Εκείνο το βράδυ ήταν που τον πολέμησα όσο ποτέ. Του ζήτησα διαζύγιο... Και τότε μου είπε πως αν ήθελα διαζύγιο θα έπρεπε να εξαφανιστώ για πάντα από τις ζωές σας. Του άσκησα βέτο ότι ήθελα έστω να σου μιλάω στο τηλέφωνο και να σε βλέπω μια στο τόσο. Το δέχτηκε, όμως αργότερα μου άσκεισαι περιοριστικά μέτρα». Συγκρατούσε τους λυγμούς της με το ζόρι, ενώ ο Μάνος δεν δίστασε να απελευθερώσει τα δάκρυά του.

Έτρεξε καταπάνω της και την έσφιξε στην αγκαλιά του. «Συγγνώμη μαμά... Συγγνώμη! Δεν ήξερα, δεν ήθελα να σου φωνάξω!»

«Δεν φταις εσύ αγάπη μου, δεν φταις εσύ», χάιδεψε το μαλλιά του και κούρνιασε στην αγκαλιά του.

Μέσα στο σκοτάδι, κάτω από το φως της σελήνης συντελούνται οι ομορφότερες ενώσεις.

Δυο ψυχές που αγαλλιάζουν η μία στην αγκαλιά της άλλης και λυτρώνονται.

Η μητρική αγάπη προς το παιδί είναι αυτή που δεν σπάει ποτέ.

Κι αν σπάσει, δεν θα ξαναχτιστεί ποτέ.

***

3 Δεκεμβρίου 1990

Έπινε τον καφέ της στην κουζίνα και προσπαθούσε να σκεφτεί. Είχε καταστρώσει το τέλειο σχέδιο για το πως θα έπιαναν τον Αγγελιδάκη και το μόνο που απέμενε ήταν να μπει σε εφαρμογή. Άκουσε βήματα να έρχονται προς το σαλόνι και βγήκε αμέσως από το σύννεφο των περισυλλογών της.

«Καλημέρα μαμά!», της είπε η Θάλεια.

«Καλημέρα αγάπη μου».

«Μαμά να σου πω... Μου έπεσε κάτω χθες στο μαγαζί το μενταγιόν, άνοιξε και βγήκε από μέσα αυτή η φωτογραφία», είπε γρήγορα δίνοντάς της τη φωτογραφία. Στιγμιαία πάγωσε, αλλά ως συνήθως δεν άφησε το συναίσθημά της να εμφανιστεί. «Την ξέρεις;»

«Είναι η μαμά μου... Η γιαγιά σου».

«Σοβαρά;», έκανε έκπληκτη.

«Ναι».

«Είναι πολύ όμορφη πάντως... Το έχει το γονίδιο τελικά».

«Ναι αγάπη μου. Πήγαινε μέσα και θα σε φωνάξω να με βοηθήσεις να ετοιμαστώ».

Η Θάλεια έφυγε από την κουζίνα γρήγορα ώστε να την διαδεχθεί η Όλγα, η οποία κοίταξε τη Δόμνα γρήγορα με ένα ανήσυχο βλέμμα. «Βρήκε τη φωτογραφία της μάνας σου;», ρώτησε όταν σιγουρεύτηκε ότι είχαν μείνει οι δυο τους.

«Δυστυχώς ναι».

***

«Να προσέχετε», τους είπε ο Μάνος. Η Δόμνα και η Όλγα ετοιμάζονταν να αναχωρήσουν για το σπίτι της Καλλιόπης και της Αναστασίας στο οποίο θα διέμεναν για το επόμενο διάστημα. Ο Μάνος και η Κατερίνα ετοιμάζονταν επίσης να επιστρέψουν στα σπίτια τους, έπειτα από τη μονοήμερη διαμονή στο σπίτι της Θάλειας.

Τα σχέδια όλων είχαν μπει σε εφαρμογή και το μόνο που απέμενε ήταν το ρολόι να αρχίσει να χτυπάει αντίστροφα.

«Κι εσείς να προσέχετε. Θάλεια, Ραφαήλ, θυμηθείτε, έχω φύγει με τον Στεργίου για ένα συνέδριο στην Κύπρο», είπε η Δόμνα αναφερόμενη στον δικηγόρο του οποίου γραμματέας ήταν.

«Εντάξει μαμά μου».

***

Ο Φίλιππος, η Θάλεια και ο Θέμης βρίσκονταν στο γραφείο. «Φωνάζει και παραπονιέται. Να της δέσω το στόμα να τελειώνουμε;»

«Δεν φερόμαστε ποτέ έτσι σε μια κυρία Θέμη», τον επέπληξε ο Φίλιππος.

Η Αναστασία όρμησε μέσα στο γραφείο σε έξαλλη κατάσταση. Άνοιξε την πόρτα τόσο δυνατά που κοπάνησε στον τοίχο με δύναμη.

«Ό,τι σπάσεις θα αφαιρεθεί από το μισθό σου», της είπε ο αδερφός της.

«Ακούω τις τσιρίδες της ξανθόψειρας και έχουν σπάσει τα νεύρα μου. Κάντε κάτι!»

«Τι να κάνω ρε Αναστασία, να την κλείσω; Άνθρωπος είναι, όχι θερμοσίφωνας!»

«Σωστά, τι ρωτάω εσένα, αφού είσαι άχρηστος! Αναλαμβάνω εγώ, ηλίθιε!»

Βγήκε έξω από το γραφείο τόσο γρήγορα, όσο μπήκε. Ο Θέμης δεν είχε πάρει τα μάτια του από πάνω της με το βλέμμα του να αγκαλιάζει κάθε σπιθαμή της παθιασμένα. Το βλέμμα αυτό αντιλήφθηκε γρήγορα ο Φίλιππος.

«Τι γίνεται ρε; Χαρμάνιασες; Δεν σας βλέπω και πολύ κοντά τελευταία... Τσακωθήκατε;», του είπε χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη.

«Δεν έχει γίνει τίποτα, απλά έχει λίγο τα νεύρα της, θα της περάσει», απάντησε κάπως αυταρχικά και χαλαρά.

Η Θάλεια, η οποία ήξερε ακριβώς τι είχε συμβεί, έστρεψε το βλέμμα της από την άλλη και προσπάθησε να συγκρατήσει τα νεύρα της. Ο Φίλιππος έκανε μια απότομη κίνηση και έπιασε το Θέμη από το γιακά του πουκάμισου. Η κοκκινομάλλα πετάχτηκε πάνω και πήγε να τους χωρίσει, αλλά ένα νεύμα του Φίλιππου αρκούσε για να την παγώσει στη θέση της.

«Δεν ντρέπεσαι ρε καθίκι; Να με κοροϊδεύεις μέσα στα μούτρα μου;»

Η φωνή του ήταν ήρεμη αλλά τα μάτια του γυάλιζαν. «Τι λες ρε Φίλιππε, δεν καταλαβαίνω».

«Τα ξέρω όλα μαλάκα. Τι νόμιζες, ότι επειδή η Αναστασία σε καλύπτει θα γλίτωνες τόσο εύκολα;»

«Πώς το έμαθες;», του είπε με ασταθή φωνή και έχοντας ασπρίσει.

«Αυτό δεν σε αφορά. Άκου αρχίδι, ο μόνος λόγος για τον οποίο αναπνέεις ακόμα, είναι το ότι βλέπω πως η αδερφή μου σε γλεντάει μια χαρά και μόνη της. Είμαι σίγουρος πως το έχεις πάρει ήδη το μάθημά σου. Παρόλα αυτά όμως, για να τα πάμε καλά θα ακολουθήσεις μια εντολή. Δεν θα την ξαναπλησιάσεις ούτε στα δέκα μέτρα. Κατανοητό;»

Ο Θέμης έγνεψε γρήγορα. Είχε τρομάξει αφού με κάθε πρόταση η φωνή του Φίλιππου είχε γίνει πιο άγρια και αυστηρή. Τον απελευθέρωσε από το κράτημά του και του έγνεψε να βγει έξω. Ο Θέμης υπάκουσε γρήγορα. Η Θάλεια όλη εκείνη την ώρα είχε ένα αχνό χαμόγελο νίκης. Το βλέμμα του Φίλιππου έπεσε πάνω της.

«Μας παρακολουθείς;», τον ρώτησε.

«Σας έχω το νου μου όλους», είπε προχωρώντας προς το μέρος της. Την τράβηξε κοντά του και τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη μέση της. Τον πλησίασε και τον φίλησε στο μάγουλο, κάνοντάς τον να ξεφυσήσει.

«Έλα ηρέμησε τώρα... Όλα καλά».

«Εσύ το ήξερες ήδη, μικρή σουπιά και δεν μου το είπες;», τη ρώτησε πονηρά.

«Μου το εμπιστεύθηκε η κολλητή μου. Δεν θα πρόδιδα την εμπιστοσύνη της για κανέναν λόγο».

Ο Φίλιππος της χαμογέλασε και την έκανε μια στροφή. «Γι' αυτό μ' αρέσεις».

***

Άνοιξε την πόρτα του υπογείου του Νυξ. Καθισμένος στην καρέκλα του δωματίου αυτή τη φορά δεν ήταν ένας άντρας, αλλά γυναίκα. Τα ξανθά, μακριά μαλλιά της ήταν φριζαρισμένα και το πρόσωπό της κοιτούσε προς τα κάτω. Το κοντό, στενό της φόρεμα κάλυπτε το σώμα της με το ζόρι και τα πόδια της εκτείνονταν ντελικάτα και μακριά. Ο Φίλιππος την πλησίασε και με τα δάχτυλά του σήκωσε το πιγούνι της. Δυο γαλανά μάτια τον κάρφωσαν και τον έκαψαν με τη φλόγα του μίσους.

«Τι θες Φίλιππε;», τον ρώτησε αγριεμένα.

«Ξυπνήσαμε Αφροδιτούλα;» τη ρώτησε χαμογελαστά. Δεν μιλούσε, απλά τον κοιτούσε στα μάτια. «Σε άφησε άφωνη η επίδειξη της Αναστασίας ε; Η αλήθεια είναι ότι έχει πολλά μαχαίρια. Από τα δεκατέσσερα τα συλλέγει».

«Δεν μου λένε τι με θέλεις. Πες μου απλά τι είναι αυτό που θες από μένα!»

«Ωραία λοιπόν... Πάμε να ξεκαθαρίσουμε πέντε βασικά πραγματάκια... Αρχικά, τι δεν κατάλαβες από όσα σου ξεκαθάρισα όταν γνωριστήκαμε; Σου είχα πει ότι αν μπλέξεις μαζί μου δεν πρέπει να περιμένεις τίποτα περισσότερο από ένα πήδημα. Το ότι δεν κάνω σχέσεις στο ξεκαθάρισα Αφροδίτη».

«Ναι ε; Και τότε αυτή η κοκκινομάλλα με την οποία σε βλέπουν όλοι να σαλιαρίζεις καθημερινά εδώ και ένα τρίμηνο σχεδόν, ποια είναι;»

«Ε πες μου έτσι να καταλάβω!», είπε ο Φίλιππος τινάζοντας τα χέρια του. «Πες μου ότι με είδαν οι δικοί σου με άλλη, στο σφύριξαν και πήρες ανάποδες».

«Ποια είναι αυτή; Με αυτή δεν έχεις θέμα να κάνεις σχέση;»

«Αυτή μην τη μπλέκεις, είναι άλλο είδος. Δεν έχει καμιά σχέση μαζί σου. Δεύτερον, δεν έχεις κανένα δικαίωμα να βάζεις σε κίνδυνο όλη την ομάδα του πατέρα σου για τα καπρίτσια τα δικά σου. Παραλίγο να προκαλέσεις τεράστια ζημιά και σε εμένα και σε εκείνον. Τρίτον, πρέπει να μάθεις να μην παίζεις με αντιπάλους που δεν είναι στα κυβικά σου. Αν θες να συναγωνιστείς κάποιον και να βγεις νικήτρια, τουλάχιστον παίξε έξυπνα. Τέταρτον, να είσαι ταπεινή. Μην περνιέσαι για εξυπνότερη όλων. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που με μια διαταγή μπορούν να σε εξαφανίσουν. Και πέμπτον... Θα σου συνιστούσα να βγεις από αυτά τα σκατά όσο πιο νωρίς γίνεται. Παραείσαι συναισθηματική για αυτό το χώρο».

«Όταν καταλάβει ο πατέρας μου ότι λείπω θα μετανιώσεις την ώρα και τη στιγμή που έβαλες τους δικούς σου να με παγιδεύσουν!»

«Α ναι! Καλά που μου το θύμισες!», είπε και την πλησίασε ξανά. Έσκυψε στο ύψος της και της μίλησε ξανά. «Λοιπόν. Για σένα έχω ένα εισιτήριο για Παρίσι. Η πτήση σου φεύγει σήμερα το βράδυ. Όταν γυρίσεις λοιπόν, αυτό που θα πεις στον μπαμπά, είναι ότι είχες κανονίσει μια μικρή εξόρμηση για να ξεσκάσεις!»

«Μόνη μου;»

«Θα πάμε μαζί γλυκιά μου!», της είπε η Αναστασία η οποία έμπαινε εκείνη τη στιγμή στο δωμάτιο. Προχώρησε προς το μέρος της και στάθηκε δίπλα στον αδερφό της. «Κι αυτή θα είναι η ιδανική δικαιολογία συμφιλίωσης των οικογενειών, αφού θα γίνουμε φίλες, ε γλυκιά μου;»

Η Αφροδίτη έγνεψε γρήγορα, τρομαγμένη από το βλέμμα της Αναστασίας. «Αυτή είναι η σωστή αντίδραση».

***

Βρισκόταν στο μπαλκόνι του γραφείου του. Είχε στηριχτεί στο κάγκελο και κοιτούσε τον ουρανό κάπως μελαγχολικά. Η Αναστασία και η Αφροδίτη είχαν φύγει πριν λίγο για το αεροδρόμιο και θα έλειπαν τρεις μέρες. Χαιρόταν που το ένα από τα μέτωπά τους είχε σχεδόν κλείσει, όμως δεν λησμονούσε ότι υπήρχε ένα μεγαλύτερο και πιο επικίνδυνο – τουλάχιστον αν ίσχυαν οι υποψίες του Θωμά τις οποίες είχε μοιραστεί από την αρχή με τον Φίλιππο.

Ένιωσε δυο χέρια να τυλίγονται γύρω από τη μέση του και δυο χείλια να ακουμπούν τρυφερά το σακάκι του. Γύρισε ελάχιστα το κεφάλι του και την είδε να καταλαμβάνει τη θέση δίπλα του.

«Τι σκέφτεσαι;», τον ρώτησε σιγανά.

«Πρέπει απαραίτητα να σκέφτομαι κάτι επειδή κοιτάω το φεγγάρι;»

«Όχι σε καμία περίπτωση... Απλά εγώ όταν κοιτάζω το φεγγάρι σκέφτομαι συνήθως τον μπαμπά μου. Τα καλοκαίρια, θυμάμαι, έβγαζε τις νύχτες ένα στρώμα στην αυλή και κοιμόμασταν όλοι μαζί εκεί. Ο μπαμπάς μας έλεγε ιστορίες και η μαμά τάιζε τον Ραφαήλ, όσο χάιδευε εμένα». Η ανάσα της είχε γίνει βαριά και τα μάτια της έκρυβαν πίσω από το πέπλο τους μια μεγάλη μελαγχολία.

«Δεν μου έχεις μιλήσει ποτέ για εκείνον...»

Η Θάλεια αναστέναξε. Προχώρησε προς τα πίσω, έκατσε στο πάτωμα και έγειρε στον τοίχο πίσω της. Τα μαλλιά της ήταν λυτά και χύθηκαν προς τα πίσω, αποκαλύπτοντας τον όμορφο σχεδιασμό των κοκάλων του λαιμού της που τον προκαλούσαν να τους επιτεθεί, αλλά σε συνδυασμό με τις τούφες των μαλλιών της που έπεφταν στα μάτια της την έκαναν να δείχνει γλυκιά και πανέμορφη. Ήταν ο υπέροχος συνδυασμός του αθώου με το κολασμένο που τον τρέλαινε πάνω της.

«Είναι που με πονάει λίγο αυτό το θέμα... Αλλά θα σου πω».

Ο Φίλιππος την πλησίασε και κάθισε δίπλα της. Πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της κι εκείνη κούρνιασε στο στήθος του. Φίλησε την κορυφή του κεφαλιού της και την άφησε να πάρει το χρόνο της.

«Όταν οι παππούδες μου έδιωξαν τη μητέρα μου από το σπίτι εκείνη πήγε κι έμεινε για λίγο καιρό σε μια φίλη της, ενώ ταυτόχρονα δούλευε ως καθαρίστρια σε ταβέρνες. Όταν μάζεψε χρήματα νοίκιασε ένα ημιυπόγειο στο κέντρο και ζούσαμε εκεί στην αρχή. Γνώρισε τον πατέρα μου έξι μήνες αφού με γέννησε, όταν πήγε να ζητήσει δουλειά ως γραμματέας στο δικηγορικό γραφείο που δούλευε μαζί με τον φίλο του τον Λυκούργο. Εκεί σιγά σιγά άρχισαν να ερωτεύονται... Πέθανε δέκα χρόνια μετά. Ξέρεις τον τρόπο... Ήταν η χειρότερη περίοδος της ζωής μου».

«Τον αγαπούσες πολύ;»

«Ήταν ο πατέρας μου Φίλιππε. Ο πρώτος άντρα που μου φέρθηκε με τόση τρυφερότητα. Φρόντιζε τη μαμά μου και την αγαπούσε πολύ. Δέχτηκε να με μεγαλώσει σαν κόρη του, παρόλο που δεν ήμουν. Δεν είναι εύκολο για έναν άντρα να δεχτεί να μεγαλώσει το παιδί ενός άλλου, είναι θέμα εγωισμού».

«Παρόλο που δεν είμαι πατέρας, οφείλω να ομολογήσω ότι ισχύει αυτό».

Παρέμειναν για λίγο αμίλητοι πριν τον καρφώσει με το πράσινο βλέμμα της ξανά. «Εσύ; Δεν μου έχεις μιλήσει ποτέ για τον δικό σου πατέρα».

Ένιωσε το σώμα του να σφίγγεται από κάτω της. Άρχισε να χαϊδεύει με τα δάχτυλά της το στήθος του και τον φίλησε στον λαιμό. «Φίλιππε ηρέμησε... Εγώ είμαι. Μπορείς να μου πεις τα πάντα».

«Ο πατέρας μου δεν ήταν ο στοργικότερος πατέρας που έχει υπάρξει ποτέ». Άρχισε να ξεκουμπώνει γρήγορα τα κουμπιά από το πουκάμισό του ώστε να φανερώσει την ουλή που υπήρχε κατά μήκος του στήθους του και κατέληγε στην κοιλιά του. «Λάτρευε τη σωματική επαφή! Όχι μόνο με μένα. Με την Αναστασία, με τη μάνα μου...»

Τον κούμπωσε ξανά γρήγορα και συνέχισε να τον χαϊδεύει όσο συνέχιζε τη διήγησή του. «Έφυγα από τη Θεσσαλονίκη μόλις έκλεισα τα δεκαοχτώ και ορκίστηκα να μην επιστρέψω ποτέ. Ήρθα στην Αθήνα και στην αρχή με φιλοξένησαν ο Θωμάς και η Εκάβη στο σπίτι τους, καθώς ήμαστε φίλοι με τον γιο τους. Εκείνος με σύστησε σε κάτι τύπους και έτσι ξεκίνησα να δουλεύω ως προστασία σε μαγαζιά. Με τον καιρό έχτισα το όνομά μου και δημιούργησα το Νυξ. Πριν δυο χρόνια, όταν ενηλικιώθηκε η Αναστασία, πήγα στη Θεσσαλονίκη και της πήρα και τις δύο από εκεί. Έχω να τον δω έξι χρόνια και πραγματικά δεν θέλω να τον ξαναδώ σύντομα».

Είχε βουρκώσει, αλλά φρόντισε να επανέλθει γρήγορα για να μην τον κάνει να αισθανθεί ότι τη στεναχώρησε. Τον πλησίασε και φίλησε τα χείλη του απαλά. «Ας αλλάξουμε θέμα. Έχω ακούσει ότι είσαι λάτρης της μυθολογίας».

Ο Φίλιππος γέλασε και την έσφιξε κι άλλο πάνω του. Άρχισε να τρίβει ρυθμικά τη μέση της με τα ακροδάχτυλά του απαλά. «Ναι είμαι».

«Πως που ήρθε η ονομασία του Νυξ;»

«Ίσως επειδή η Νυξ ήταν η αγαπημένη μου αρχαία Ελληνίδα θεά. Τόσο δυνατή, μεγαλόπρεπη! Ο αγαπημένος μου θεός είναι ο Άδης».

«Δεν με παραξενεύει καθόλου! Αφού του στέλνεις και κόσμο, κολλητοί θα έπρεπε να ήσασταν! Οι δικοί μου αγαπημένοι θεοί είναι η Αθηνά και ο Ερμής».

«Πολύ ενδιαφέρουσες επιλογές... Αγαπημένος ήρωας;»

«Οδυσσέας. Χωρίς δεύτερη σκέψη».

Ο Φίλιππος την κοίταξε με ένα περίεργο βλέμμα. «Διαβάζεις το μυαλό μου; Είναι ο αγαπημένος μου εδώ και είκοσι χρόνια».

«Εμένα δώδεκα. Και μετά τον Οδυσσέα αγαπώ πολύ τις Αμαζόνες. Λατρεύω το θάρρος τους».

«Οι Αμαζόνες είναι πραγματικά υπέροχος, πολιτισμικά, λαός», την είδε να τον κοιτάζει επίμονα όσο μιλούσε. Έσκυψε και φίλησε τη μύτη της. «Γιατί με κοιτάς έτσι;»

«Φίλιππε, να σε ρωτήσω κάτι... Τι μου βρήκες;»

«Έλα μου;», αναφώνησε.

«Θέλω να πω... Τι σε τράβηξε σε μένα;»

Έμεινε για λίγο να σκέφτεται. Η Θάλεια τον κοιτούσε ανήσυχα. «Το πρώτο πράγμα; Ο χορός σου. Κατάλαβα ότι είσαι μια κοπέλα με πολύ θράσος και θάρρος, για να με κοιτάς κατάματα όσο χόρευες έτσι».

«Μετά;»

«Μετά η παρουσία σου γενικά. Και τέλος, αυτό που με έκανε να σε θέλω πιο πολύ απ' όλα, είναι ο χαρακτήρας σου. Εσένα τι σε τράβηξε;»

«Το σκοτάδι σου... Μπορεί να ακούγεται κλισέ, αλλά αυτό που ήθελα να ανακαλύψω όταν σε γνώρισα ήταν το τι κρύβεται πίσω από αυτό το αδίστακτο προσωπείο».

«Δεν σε τρόμαξα; Σου ήταν τόσο εύκολο να αναστατώσεις την ήρεμη ζωή σου;»

«Πού ξέρεις; Μπορεί να μην την ήθελα κιόλας πια την ήρεμη ζωή μου».

***

Μπήκε μέσα στο κλαμπ και κατευθύνθηκε αμέσως στην μπάρα. Έκατσε σε ένα από τα σκαμπό και παρατήρησε για λίγο το χώρο γύρω της. Εντόπισε γρήγορα με το βλέμμα της τους άντρες του Φίλιππου με την Καλλιόπη και την Όλγα σε ένα τραπέζι διαγώνιά της. Η ξανθιά γυναίκα της έκλεισε το μάτι και εκείνη χαμογέλασε αχνά.

«Τι θα πάρετε;», τη ρώτησε ο μπάρμαν.

«Ουίσκι, διπλό, χωρίς πάγο», του απάντησε γρήγορα. Άνοιξε το μικρό της μαύρο τσαντάκι και έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα της. Πήρε ένα και το στερέωσε ανάμεσα στα χείλη της. Πήγε να ανάψει τον αναπτήρα, όμως μια ήδη υπάρχουσα φλόγα που άναψε το τσιγάρο της τη σταμάτησε. Γύρισε και αντίκρυσε έναν άντρα γύρω στα πενήντα, καραφλό με μούσι να την κοιτά λάγνα. Χαμογέλασε γρήγορα και γύρισε προς το μέρος του.

«Σας ευχαριστώ πολύ», είπε γλυκά.

«Τίποτα κυρία μου, ήταν το λιγότερο».

Ο μπάρμαν επέστρεψε και άφησε μπροστά της το ποτήρι της. Ήπιε μια γερή γουλιά από το ποτό χωρίς να επηρεάζεται, κάτι που εντυπωσίασε τον άντρα απέναντί της, μα όχι την ίδια. Έπινε πολλά χρόνια αυτό το ποτό, δεν ήταν πρωτάρα.

«Τ' ονοματάκι σου;», τη ρώτησε.

«Ρόζα».

«Πολύ εξωτικό όνομα, όπως και πολύ εξωτική παρουσία. Είσαι Ελληνίδα;»

«Ναι, είμαι».

Ήταν πολύ χαρούμενη δεν είχε χρειαστεί καν να προσπαθήσει και το ψάρι είχε τσιμπήσει αμέσως! Τον παρατηρούσε που κοιτούσε το σώμα της. Τα μακριά της πόδια διακρίνονταν από το κοντό φόρεμα με την παγέτα που φορούσε και την έκανε να δείχνει μικρότερη απ' όσο ήταν.

«Εσένα πώς σε λένε;»

«Μηνά».

«Όχι και τόσο συνηθισμένο».

«Όχι δεν είναι, αλλά τι σημασία έχει;»

Ο τύπος παρήγγειλε κι εκείνος ένα ποτό και συνέχισε να μιλάει μαζί της. Όσο περνούσε η ώρα, τόσο πιο πολύ μεθούσε και τόσο πιο διαχυτικός γινόταν. Η Δόμνα του είχε δώσει ένα τσιγάρο και το κάπνιζε.

«Θα ήθελες να πάμε κάπου έξω;», του είπε εκείνη ύστερα από λίγο.

Το πρόσωπό του απέκτησε ένα πονηρό χαμόγελο. Η Δόμνα πέρασε το χέρι που κρατούσε το τσιγάρο προσεκτικά πίσω από την πλάτη της και έξυσε την άκρη του. Η φωσφορίζουσα στάχτη πετάχτηκε προς τα πάνω, έχοντας ακόμα πάνω της φωτιά και σβήνοντας στο τέλος, καθώς έπεφτε πάλι στο χαλί.

Σινιάλο.

Η παρέα των τεσσάρων απέναντι σηκώθηκε ύστερα από λίγο διακριτικά από το τραπέζι και πήγαν να πληρώσουν. Βγήκαν από το μαγαζί, με τη Δόμνα να τους παρατηρεί διακριτικά συνεχώς.

Λίγο αργότερα πλήρωσε τα ποτά τους και μαζί με τον, μεθυσμένο πλέον, Μηνά προχώρησαν προς τα έξω. Περπάτησαν για λίγα μέτρα και έπειτα βρέθηκαν κοντά στο χώρο στάθμευσης του μπαρ. Ο Μηνάς τράβηξε το χέρι της Δόμνας, την έφερε πάνω του και τη φίλησε βίαια.

Σαν από αντίδραση, εκείνη κλώτσησε γρήγορα την ευαίσθητη περιοχή του με το γόνατό της και τον έσπρωξε πίσω, για να πέσει στα χέρια των δύο αντρών που με καλυμμένα τα πρόσωπά τους του έβαλαν ένα πανί στο στόμα και μετά από λίγα λεπτά τον άφησαν αναίσθητο.

Οι άντρες του Φίλιππου τον κουβάλησαν μέχρι το φορτηγάκι τους και τον έχωσαν στο πίσω μέρος του. Η Όλγα και η Καλλιόπη προχώρησαν προς το μέρος της Δόμνας και μετά όλες μαζί στο αμάξι της δεύτερης.

«Πού θα τον πάνε;», ρώτησε η Όλγα.

«Στο σπίτι μου», απάντησε η Καλλιόπη.

«Ε δεν χρειάζεται να πάμε κι εμείς από τώρα», συμπλήρωσε η Δόμνα.

Κοιτάχτηκαν με ένα πονηρό βλέμμα. Η νύχτα θα ήταν μεγάλη. 











Καλώς τα τα γλυκά μου τα τριανταφυλλάκια! 

Τι κάνετε; Πώς είστε;

Δεν έχω να πω πολλά πράγματα γιατί είναι και αργά και διαβάζω και όλη μέρα. Είμαι εδώ όμως για να ακούσω ό,τι έχετε να μου πείτε σχετικά με τις ΣΚΗΝΑΡΕΣ, κατ' εμέ, αυτού του κεφαλαίου. 

Ένα πράγμα θα πω...

Ώστε Ρόζα η μάνα της Δόμνας ε; Πολύ ενδιαφέρον...

Αφήστε μου ένα αστεράκι και ένα σχόλιο αν σας άρεσε έστω και λίγο αυτό το κεφάλαιο...

Πολλά φιλιά, 

Αθηνά❤

Continue Reading

You'll Also Like

28.6K 3.2K 35
- Θα σου αλλάξω την ζωή, πίστεψέ με! είπε με απόλυτη σιγουριά. - Ναι. Κάπου εδώ πρέπει να σε ενημερώσω για το ότι δεν μου αρέσουν οι αλλαγές. Καθόλο...
13.4K 1.1K 45
-sweetdevileyes- Ελλάδα , Αθήνα Η Αντιγόνη Γεωργίου ,μια 25χρονη απόφοιτη ψυχολογίας και ενεργή φεμινίστρια, θα χάσει για λίγο την ισορροπία της κα...
103K 3.7K 63
Η ταραγμένη σχέση του Νικ και της Νόα περνάει τη χειρότερη στιγμή της και φαίνεται ότι τίποτα δεν μπορεί να ξαναγίνει όπως ήταν πριν. Θα πρέπει να ξε...
826K 78.8K 79
Έλενα Ιωάννου και Αντρέα Καναβάρο. Εκείνη Δασκάλα... εκείνος Φωτογράφος... Εκείνη στην Αθήνα... εκείνος κάπου μεταξύ Λονδίνου Ρώμης και Τοσκάνης...