Η κυρία με τα κόκκινα μαλλιά

By just-feel-free

8.2K 723 5.6K

Αθήνα, Αύγουστος 1990 Η ιστορία ξεκινά. Στοιχείο που χαρακτηρίζει τούτο το βιβλίο; Η φωτιά. Η φωτιά που ξεχει... More

Πρόλογος
Μέρος 1ο - Αθήνα 1990: Αρχή, ήμισυ του παντός
Η Μάγισσα
Μακρινές Αντανακλάσεις
Όνειρο Απατηλό
Αστέρι γεννιέσαι
Ανοιχτοί Λογαριασμοί
Και τώρα οι δυο μας
Συγγνώμη
Σ' αγαπώ
Η δικαιοσύνη είναι τυφλή
Αποκάλυψη
Μέρος 2ο - Αθήνα 2004: Η Επιστροφή
Μάτια που δεν βλέπονται
Αντίπαλα Στρατόπεδα
Ο άγγελος μου
Τράβα Σκανδάλη
Η κυρία Μεταξά
Παίζοντας με τη φωτιά
Τα ξένα φιλιά βρωμάνε
Η κόρη μας

Της νύχτας τα καμώματα...

430 38 310
By just-feel-free

Έφυγε πολύ νωρίς από το σπίτι πριν ξυπνήσουν ακόμα τα παιδιά, αφήνοντας ένα απλό σημείωμα που έλεγε ότι σήμερα θα άνοιγε εκείνη το γραφείο και έπρεπε να φύγει γρήγορα, ενώ στην πραγματικότητα είχε άδεια.

Περπατούσε μέχρι τον κεντρικό, ώστε να βρει ένα ταξί το οποίο θα την μετέφερε στο ξενοδοχείο.

Ευτυχώς, η απόσταση ήταν μικρή και βρήκε ταξί γρήγορα. Το μόνο κακό ήταν ότι έπρεπε να υποστεί την πολυλογία του ταξιτζή περί πολιτικής, η οποία συμπεριλάμβανε απόψεις που εκείνη ούτε κατά διάνοια δεν θα συμμεριζόταν, αλλά και τα γλοιώδη βλέμματά του πάνω στο σώμα της.

Είκοσι λεπτά αργότερα βρισκόταν στην είσοδο του ξενοδοχείου. Οι μαύρες γόβες της, συνδυασμένες με τη μαύρη πένσιλ φούστα και την πράσινη κοντομάνικη μπλούζα της, χτυπούσαν ρυθμικά στο δρόμο αλλά και στο πλακάκι της υποδοχής. Πλησίασε την υπάλληλο πίσω από τον πάγκο ώστε να της κάνει την ερώτηση.

«Καλημέρα σας. Έχω ένα ραντεβού με τον κύριο Ιακωβίδη, μπορείτε να μου πείτε ποιο είναι το δωμάτιό του;»

«Στο 310 θα πάτε, στον τρίτο όροφο. Είναι το τελευταίο δωμάτιο του δεξιού διαδρόμου», απάντησε η υπάλληλος.

«Ευχαριστώ».

Προχώρησε στο ασανσέρ και πάτησε το κουμπί που θα την κατεύθυνε στον τρίτο όροφο. Κινήθηκε κατά μήκος του δεξιού διαδρόμου φτάνοντας στην τελευταία πόρτα.

Χτύπησε συνθηματικά, με έναν περίεργο τρόπο, την πόρτα.

Τρεις χτύποι με γροθιά, με συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ανάμεσά τους.

Η πόρτα άνοιξε και μια μελαχρινή γυναίκα, γύρω στα σαράντα δύο, άκρως γοητευτική και αρχοντική της χαμογέλασε.

«Ξανασυναντιόμαστε, κυρία Παπαδοπούλου», έκανε τάχα κοροϊδευτικά.

«Χαίρομαι που σας ξαναβλέπω κυρία Σέκερη. Ή καλύτερα κυρία Ιακωβίδη;», απάντησε η Δόμνα στον ίδιο τόνο.

Η Όλγα αναστέναξε. «Δυστυχώς, Σέκερη. Δυστυχώς! Δεν θα άλλαζα πάλι επώνυμο. Ούτως ή άλλως δεν είναι υποχρεωτικό πλέον!», της είπε βάζοντάς τη μέσα στο σπίτι.

Η Δόμνα γέλασε. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν σταυρωτά. Οι δυο φίλες είχαν καιρό να βρεθούν, παρόλα αυτά δεν είχε δημιουργηθεί κάποιο ιδιαίτερο χάσμα ανάμεσά τους.

Προχώρησαν προς το μικρό σαλόνι του δωματίου και κάθισαν εκεί. Το δωμάτιο ήταν πολύ φωτεινό και τα χρώματα σε λαδί τόνους. Φως και καλοκαιρινός αέρας έμπαινε από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα η οποία πρόσφερε τη θέα του μεγαλόπρεπου Παρθενώνα απλόχερα.

«Πώς είναι να είσαι – επιτέλους – παντρεμένη με Διοικητή της αστυνομίας;»

«Ανακάλυψα ότι υπάρχουν και καλοί μπάτσοι!», είπε η Όλγα γελώντας. «Ανεξαρτήτως αυτού όμως, το θέλαμε και οι δύο πάρα πολύ. Τέσσερα χρόνια ήμασταν μαζί, νομίζω ότι είχε έρθει η ώρα. Τηρήσαμε κάποια τυπικά, ίσα να το χαρεί λίγο εκείνος... Μην ξεχνάς ότι είναι ο πρώτος του γάμος. Εγώ τι να ευχαριστηθώ; Λες και δεν το έχω ξαναζήσει...»

«Άσε μας καημένη! Είδαμε πως πήγε και ο πρώτος σου ο γάμος! Μεγάλη επιτυχία, τι να σου πω...», έκανε εριστικά η Δόμνα.

«Μην κρίνεις! Όλοι κάνουμε λάθη σε αυτή τη ζωή! Κι εγώ έχω παραδεχτεί εδώ και πολλά χρόνια ότι ο γάμος μου με τον Λυκούργο ήταν το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου», ξεφύσησε η Όλγα. «Το μόνο καλό που μου έκανε αυτός ο άνθρωπος, ήταν ο γιος μας. Αλήθεια Δόμνα, πως είναι ο μικρός;»

«Αν σου πω ότι είναι καλά, θα σου πω ψέματα. Δεν τον θέλει αυτό το γάμο. Ούτε εκείνος, ούτε η Κατερίνα. Αλλά τι να κάνουν; Η μία δεν έχει υποστήριξη από πουθενά, γιατί η μάνα της είναι τα ίδια σκατά με τον πατέρα της και ο άλλος έχει προσκολληθεί απόλυτα στον πατέρα του, γιατί έχασε την εμπιστοσύνη του σε εσένα μετά τη φυγή σου!»

Σε κάθε πρόταση η φωνή της σταδιακά ανέβαινε. Ένιωθε τον λαιμό της να καίει από την ένταση.

«Ξέρεις ότι δεν ζούσα στις καλύτερες συνθήκες. Ήθελες να παραμείνω μαζί του και να συνεχίσω να υπομένω όσα υπέμενα; Να συνεχίσω να δέχομαι να μου συμπεριφέρονται σαν σκλάβα; Να με χτυπάει; Να με βιάζει; Εσύ; Ε; Ξέρεις ότι προσπάθησα να φύγω από το σπίτι μαζί με τον μικρό, ξέρεις ότι ανακάλυψε το σχέδιό μου και ότι με απείλησε. Αν έπαιρνα τον Μάνο μαζί μου θα έβγαζε τα πάντα στη φόρα. Θα αποκάλυπτε τα πάντα για μας Δόμνα, για να μας προστατεύσω έφυγα!»

«Το ξέρω!», της ούρλιαξε η κοκκινομάλλα. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε από την ένταση και τις ακανόνιστες ανάσες της. «Το ξέρω... Αλλά με πονάει το ότι βλέπω τον Μάνο να υποφέρει και δεν μπορώ να τον βοηθήσω. Με πονάει να τον βλέπω να περνάει ότι πέρασα εγώ και να μην μπορώ να τον βοηθήσω!»

Σταμάτησε να μιλάει για λίγο. Χαμήλωσε το βλέμμα της, πήρε δύο βαθιές ανάσες και ύψωσε το κεφάλι της ξανά. «Ο Λυκούργος ξέρει ότι σου δίνω πληροφορίες σχετικά με τον Μάνο και με έχει απομακρύνει από κοντά του. Το κάνει γιατί ξέρει ότι, παρόλο που έχεις κρατήσει επικοινωνία μαζί του, εκείνος δεν στα λέει όλα γιατί νιώθει άβολα. Θα συνεχίσω τις προσπάθειές μου να μαθαίνω για εκείνον, όμως κανόνισε, κακομοίρα μου, την πορεία σου. Κάνε κάτι για να σώσεις το παιδί σου! Δεν είμαι πρότυπο μάνας για να σου κάνω υποδείξεις, όμως σου λέω να σώσεις το παιδί σου όσο προλαβαίνεις. Απλή συμβουλή από κάποια που έχασε το παιχνίδι πριν πολύ καιρό και τώρα κοιτάει να σώσει το οτιδήποτε. Αν σώζεται...»

Τη συζήτηση διέκοψε το ξεκλείδωμα της πόρτας. Οι δύο γυναίκες σηκώθηκαν από τους καναπέδες, για να αντικρίσουν έναν αρκετά ψηλό και γυμνασμένο μελαχρινό άντρα, γύρω στα σαράντα πέντε, με κοντοκουρεμένα μαλλιά και μουστάκι.

«Καλημέρα στις όμορφες κυρίες!», είπε μόλις μπήκε στο δωμάτιο μετά την πρωινή του βόλτα.

«Επιτέλους αγάπη μου! Να σας συστήσω», απάντησε ευδιάθετα η Όλγα. «Από εδώ, η κυρία Δόμνα Παπαδοπούλου, η φίλη από τα παλιά που σου έλεγα, εκείνη που χρειάζεται τη βοήθειά σου», παρέθεσε γρήγορα, ώστε να στραφεί στη Δόμνα. «Κι από εδώ, Δόμνα μου, ο σύζυγός μου, Στράτος Ιακωβίδης, Διοικητής Γενικής Ασφάλειας Βόλου».

«Χάρηκα που σας γνωρίζω κύριε διοικητά», έτεινε το χέρι της θερμά η Δόμνα.

«Παρομοίως κυρία Παπαδοπούλου, έχω ακούσει πολλά για εσάς», αντέδρασε στη χειραψία εκείνος.

«Γιατί δεν μιλάτε στον ενικό και νιώθω λες και βρίσκομαι σε σύνοδο κορυφής; Τελειώνετε με τις τυπικότητες! Στράτος, Δόμνα, Όλγα. Αυτά, άντε παλουκωθείτε τώρα!», έκανε η Όλγα κάνοντας και τους δύο να γελάσουν. Η Όλγα δεν ήταν ποτέ των τύπων, σκέφτηκε.

«Λοιπόν, σε τι ακριβώς μπορώ να βοηθήσω;», ρώτησε ο Στράτος τη Δόμνα αφού κάθισαν στους καναπέδες και πέρασε το χέρι του στην κορυφή του καναπέ, γύρω από τους ώμους της γυναίκας του. Ήταν μια μικρή ανεπαίσθητη κίνηση, όμως θύμισε σε εκείνη τόσα πολλά.

Άνοιξε την τσάντα της κι από μέσα έβγαλε τον μεγάλο φάκελο τον οποίο και ακούμπησε πάνω στο τραπεζάκι. Τον άνοιξε και πρώτο είχε βάλει το χαρτί που την είχε αναστατώσει τόσο. Το πήρε στα χέρια της και έκλεισε τον φάκελο ξανά.

«Αυτός εδώ είναι ο φάκελος της τελευταίας υπόθεσης που ανέλαβε ο άντρας μου, Χρήστος Παπαδόπουλος. Υπόθεση Ιωάννας Φωκά. Δεν γνωρίζω πολλά σε σχέση με το τι είχε να κάνει, μιας που ο Χρήστος δεν μου είχε πει πολλά εκείνη τη φορά. Βέβαια και να μου έλεγε, δεν ξέρω κατά πόσο θα τα θυμόμουν, έχουν περάσει και δέκα χρόνια από τότε. Την Κυριακή βρήκα αυτόν τον φάκελο τυχαία και από περιέργεια του έριξα μια ματιά. Είδα αρκετά χαρτιά χωρίς να δίνω ιδιαίτερη βάση. Η προσοχή μου παρόλα αυτά, έπεσε σε αυτό το χαρτί», είπε και κούνησε το χαρτί στο χέρι της.

«Ήταν διπλωμένο, ακριβώς όπως είναι τώρα. Το άνοιξα, το διάβασα και δεν μπορούσα να το πιστέψω». Έκανε παύση και πήρε μια ανάσα. Ο Στράτος και η Όλγα την παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα. «Σε αυτό το σημείωμα, το οποίο απευθύνεται σε εμένα, έχει ημερομηνία μια εβδομάδα πριν τον θάνατό του, έχει τον γραφικό του χαρακτήρα και την υπογραφή του, ο άντρας μου περιγράφει ακριβώς τον τρόπο με τον οποίο σκοτώθηκε και μου ζητάει να κάνω τα πάντα για να μην κλείσει η υπόθεσή του χωρίς να έχει βρεθεί ο πραγματικός ένοχος!», φώναξε τις τελευταίες προτάσεις.

Πυρκαγιά ξεσπάει, αγνή, δυνατή και ανελέητη.

Μια ψυχή αγαλλιάζει καθώς οδεύει στη δικαίωση, μα σπαρταρά καθώς βλέπει την τραγική αυτή φιγούρα να ωρύεται.

Την πλησιάζει και της χαϊδεύει τα μαλλιά. Την κρατά προστατευτικά.

Ηρέμησε μικρή μάγισσα, ο άγγελός σου είναι εδώ.

Δεν μπορεί να τον δει. Μα τον αισθάνεται.

Σας το εγγυώμαι.

Ο Στράτος και η Όλγα την κοιτούν σαστισμένοι και με γουρλωμένα μάτια. Η ανάσα τους έχει κοπεί και τα χέρια τους τρέμουν. Η Δόμνα παίρνει βαθιές ανάσες και σε λίγα λεπτά αποκτά ξανά την αυτοκυριαρχία της. Σαν κάτι να της έδωσε δύναμη ξαφνικά.

«Πώς;», ψέλλισε η Όλγα.

«Κοίτα», της είπε απότομα η Δόμνα, σαν να περίμενε αυτή την ερώτηση. «Λέει ότι θα τον πυροβολήσουν σε δημόσιο χώρο. Τον βρήκαν οι γείτονες σωριασμένο έξω από το γραφείο του με έξι σφαίρες στο στήθος. Λέει ότι θα γίνει σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα από την ώρα που το γράφει. Μια εβδομάδα μετά πέθανε. Λέει ότι η αστυνομία δεν θα έχει αρκετά στοιχεία και η υπόθεση θα κλείσει γρήγορα... Η έρευνα σταμάτησε μετά από δύο εβδομάδες». Είχε παραθέσει όλα τα στοιχεία, ένα προς ένα, αποστομώνοντάς τους ξανά.

«Λοιπόν, άκου Δόμνα. Αν ισχυρίζεσαι ότι ο θάνατος του Χρήστου είχε κάποια σχέση με την τελευταία του υπόθεση, τότε αυτό είναι σοβαρό και θέλει έρευνα», της είπε ο Στράτος που δεν είχε μιλήσει τόση ώρα.

«Δεν ισχυρίζομαι τίποτα Στράτο. Τα γεγονότα μιλούν μόνα τους. Το ότι είχε βάλει αυτό το σημείωμα μέσα στο φάκελο της Φωκά, κάτι δείχνει, γαμώ το κέρατό μου, δεν μπορεί να το βλέπω μόνο εγώ!»

Μια ψυχή μειδιά σε αυτά που γίνονται. Θαυμάζει την ευστροφία του άλλου της μισού.

«Ωραία τότε, κοίτα. Η Όλγα κι εγώ θα μείνουμε άλλη μία εβδομάδα στην Αθήνα. Από εκεί και πέρα, εγώ τουλάχιστον, πρέπει να γυρίσω στο Βόλο. Άσε μου εδώ τον φάκελο να τον μελετήσω και σου υπόσχομαι θα έχεις νέα μου μέσα στο σαββατοκύριακο».

«Ορκίσου».

«Ορκίζομαι».

Τον κοιτούσε ευθεία στα μάτια. Έκανε αυτό που καμία γυναίκα, ούτε καν η Όλγα, δεν είχε τολμήσει να κάνει. Γιατί η Δόμνα δεν ήξερε ότι πίσω στο Βόλο, ο Γενικός Διοικητής της Ασφάλειας, ήταν ο φόβος και ο τρόμος όλων. Πίσω από την πλευρά του γλυκού και τρυφερού συζύγου που έβλεπε, βρισκόταν ένας πανέξυπνος και αυστηρότατος αξιωματικός της αστυνομίας. Όχι όμως ότι αν το ήξερε θα δείλιαζε.

«Μάλιστα». Έσπρωξε το φάκελο προς το μέρος του και έπειτα έβγαλε από την τσάντα της άλλο ένα φάκελο και τον ακούμπησε πάνω στον προηγούμενο. «Αυτά είναι τα χαρτιά από τον ιατροδικαστή και όλα τα σχετικά με τον θάνατο του Χρήστου. Τα έφερα μαζί σε περίπτωση που τα χρειαζόμασταν. Ρίξε και σε αυτά μια ματιά, μπορεί να ξεδιαλύνουν κάπου το τοπίο».

«Σε ευχαριστώ».

«Εγώ κάπου εδώ θα σας αποχαιρετίσω, πρέπει να πάω στο ζαχαροπλαστείο, στην Ερμού και μετά σπίτι, είναι μεγάλη μέρα σήμερα».

«Σήμερα δεν είναι τα γενέθλια της Θάλειας;», τη ρώτησε η Όλγα.

«Ναι σήμερα».

«Ποια είναι η Θάλεια;», ρώτησε ο Στράτος παραξενευμένος.

«Η κόρη μου είναι. Γίνεται είκοσι χρονών σήμερα», απάντησε η Δόμνα.

«Είχατε παιδιά με τον μακαρίτη;»

«Η Θάλεια δεν είναι κόρη του Χρήστου. Ωστόσο, ναι, είχαμε. Έναν γιο, τον Ραφαήλ. Θα πάει Β' Λυκείου φέτος».

«Να τα χαίρεσαι τα παιδιά σου Δόμνα».

«Ευχαριστώ. Καλημέρα σας!», απάντησε βγαίνοντας από το δωμάτιο. Μόλις ακούστηκε ο ήχος της πόρτας να κλείνει, ο Στράτος στράφηκε στη γυναίκα του.

«Αυτή είναι σκληρό καρύδι... Δεν θα το βάλει κάτω εύκολα».

«Όχι... Η Ρόζα ποτέ δεν το έβαλε κάτω έτσι εύκολα...»

«Το δικό μου το κορίτσι δεν έχει φτιαχτεί για τα εύκολα».

Ας δούμε μέχρι που μπορεί να φτάσει, λοιπόν.

***

«Να ζήσεις, Θαλίτσα και χρόνια πολλά, μεγάλη να γίνεις με άσπρα μαλλιά, παντού να σκορπίζεις της γνώσης το φως και όλοι να λένε να μια σοφός», τραγουδούσαν ταυτόχρονα η Δόμνα, ο Ραφαήλ και η Κατερίνα, όσο η πρώτη έφερνε την τούρτα σοκολάτας από την κουζίνα. Η τούρτα ήταν σκούρα καφέ και είχε πάνω σχεδιασμένες κόκκινες καρδούλες. Τα δύο λευκά κεριά που σχημάτιζαν τον αριθμό είκοσι, έστεκαν εκεί και περίμεναν το επερχόμενο φύσημα, αλλά πριν από αυτό, το καθιερωμένο στοίχημα μεταξύ Θάλειας και Ραφαήλ για το αν τα κεριά θα έσβηναν και τα δύο με το πρώτο φύσημα. Εκείνη έλεγε ναι, εκείνος πάλι όχι.

«Κάνε ευχή!», φώναξε η Κατερίνα.

Η μητέρα της χαμογελούσε. Σπάνιο...

Εύχομαι... Να είμαστε πάντα ευτυχισμένοι.

Τα κεριά έσβησαν. Παλαμάκια πλημμύρισαν το δωμάτιο. Η Κατερίνα έτρεξε και την αγκάλιασε σφιχτά.

«Να σε χαίρομαι και να με χαίρεσαι! Σήμερα κλείνουμε δεκαοχτώ χρόνια φιλίας μωρό μου, να τα εκατοστίσουμε!» έκανε χαρωπά και η Θάλεια ανταπέδωσε.

«Γέρασες Θαλίτσα!», είπε η Ραφαήλ και εκείνη του έδωσε σφαλιάρα στο σβέρκο.

«Άντε καθήστε να φάμε γιατί εσείς πρέπει να σηκωθείτε και να ετοιμαστείτε αργότερα», αρκέστηκε στο να πει η Δόμνα.

Η ευτυχία έχει πολλές μορφές. Δεν είναι πάντα αυτή η οποία ευελπιστούσαμε, αλλά είναι πάντα αυτή η οποία συμπληρώνει σωστά την ιστορία μας.

Να είσαι ευγνώμων για όσα έχεις, γιατί ποτέ δεν ξέρεις αν το αύριο θα σου συμπεριφερθεί το ίδιο καλά.

***

Η Θάλεια είχε στεγνώσει και τυλίξει με ρόλεϊ τα μαλλιά της, όσο η Κατερίνα σιδέρωνε τα ρούχα τους.

Η Κατερίνα θα φορούσε το καινούργιο της κυπαρισσί φόρεμα και τις τιράντες και το μεγάλο σκίσιμο στα δεξιά, δώρο του Μάνου στα δικά της γενέθλια, ενώ η Θάλεια τη μπλε σκούρα ολόσωμη φόρμα της.

Η πόρτα χτύπησε και έπειτα από την θετική απάντηση των κοριτσιών, η Δόμνα εισήλθε στο δωμάτιο με δυο πιάτα στα χέρια τα οποία περιείχαν κομμάτια από την τούρτα.

«Να σας γλυκάνω και λίγο. Ο Χριστός κι η Παναγία!», αναφώνησε μόλις είδε τη φόρμα της Θάλειας την οποία εκείνη την ώρα κρεμούσε η Κατερίνα στο φύλο της ντουλάπας. «Τι υποτίθεται ότι είναι αυτό;», είπε σχεδόν απογοητευμένη στην κόρη της.

«Αυτό που θα βάλω μαμά».

«Τα ύστερα του κόσμου! Μαρή, τι στο καλό, γούστο δεν έχεις; Τι είναι αυτό το πράγμα; Δεν έχεις τίποτα καλύτερο;»

«Μαμά, τι να βάλω; Με δουλεύεις; Από τα καλύτερά μου είναι».

«Ναι αλλά σήμερα έχεις γενέθλια. Πρέπει να έχεις μια τσαχπινιά πάνω σου!», είπε με ένταση.

«Όπως;»

«Αχού, δεν καταλαβαίνει», γύρισε με αγανάκτηση στην Κατερίνα. «Περιμένετέ με εδώ!»

Βγήκε από το δωμάτιο γρήγορα και κατευθύνθηκε στο δικό της. Μπήκε μέσα και άνοιξε το πάνω μέρος της ντουλάπας. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και τράβηξε το μπαστούνι που υπήρχε εκεί, ενεργοποιώντας τον μηχανισμό που κατέβασε τον σιδηρόδρομο της ντουλάπας στο ύψος της.

Έριξε μια γρήγορη ματιά στα ρούχα που υπήρχαν εκεί μέχρι που έφτασε στις τρεις μαύρες θήκες. Άνοιξε την τελευταία της σειράς, αποκαλύπτοντας δέκα υπέρλαμπρα φορέματα. Πήρε το πρώτο από αυτά και το ακούμπησε πάνω στο κρεβάτι.

Ήταν ένα μαύρο φόρεμα με έναν ώμο, όπου στη μέση μάζευε το ύφασμά του σχηματίζοντας πολλές σούρες και κατέληγε στα γόνατα, δημιουργώντας ένα σκίσιμο που ξεκινούσε από τη μέση του μηρού περίπου. Ήταν ένα από τα αγαπημένα της.

«Θα είναι πολύ σκέτο όμως», είπε σουφρώνοντας τα χείλη της. Τα μάτια της έλαμψαν και ένα μειδίαμα άστραψε στο πρόσωπό της όταν της ήρθε η ιδέα.

«Αυτό είναι!»

Πρώτη διαβίβαση. Εκτελέστηκε η μεταφορά.

Ο χρόνος τρέχει... Αλλά είμαστε ακόμα στην αρχή.

Δεν ξέρω όμως κατά πόσο αυτό είναι καθησυχαστικό.

***

Δύο λεπτά μετά, η Δόμνα μπήκε ξανά στο δωμάτιο κρατώντας στα χέρια της το φόρεμα, το οποίο εναπόθεσε στο φύλλο της ντουλάπας. Τα κορίτσια την κοιτούσαν θαμπωμένα.

«Δεν το πιστεύω! Που το βρήκατε αυτό κυρία Δόμνα;», τσίριξε σχεδόν η Κατερίνα.

«Δικό μου είναι. Της κάνει», απάντησε εκείνη.

«Έχεις εσύ τέτοια φουστάνια;», απόρησε η Θάλεια.

«Τι νομίζεις ότι φορούσα όταν ήμουν νέα και έβγαινα με τον πατέρα σου; Αυτό ήταν το αγαπημένο του φόρεμα. Χάρισμά σου μικρή».

«Της κάνει;»

«Σίγουρα. Μην σου πω ότι θα θέλει και στένεμα».

«Ε καλά, μην λέμε υπερβολές τώρα».

«Καλά, τραγούδα...», απάντησε περιφρονητικά η Δόμνα. «Λοιπόν, επειδή μετά από αυτό που είδα δεν σας έχω εμπιστοσύνη, σε καμία από τις δύο, θα σας ετοιμάσω εγώ».

«Τι; Σοβαρά;», αναφώνησε η Θάλεια.

«Σιγά μην σας αφήσω να ξεφτιλιστείτε! Λοιπόν, αρχίζουμε!»

***

Τέσσερις ώρες μετά, η Δόμνα κατέβηκε τις σκάλες με τα δύο κορίτσια πίσω της, τα οποία είχε περιποιηθεί και σχεδόν μεταμορφώσει.

Η Κατερίνα φορούσε το σμαραγδί φόρεμά της με δυο σειρές χρυσά περιδέραια στο λαιμό. Το μακιγιάζ της ήταν σχετικά διακριτικό σε τόνους σάπιου μήλου και τα μαλλιά της είχαν χτενιστεί σε μια περίτεχνη αλογοουρά η οποία αναδείκνυε τον μακρύ της λαιμό, τις κλείδες και στην πλάτη της.

Η Θάλεια, τελευταία, ακολούθησε μέσα στο μαύρο της φόρεμα το οποίο είχε στενευθεί ελάχιστα στη μέση με δυο καρφίτσες, με τρόπο τέτοιο ώστε να μην φαίνεται, αλλά και να διασφαλίσουν ότι δεν θα τρυπηθεί. Τα μαλλιά της ήταν κυματιστά, όμως ψηλά είχε σχηματιστεί ένας μικρός κότσος κυκλικού σχήματος. Το μακιγιάζ της ήταν σε αποχρώσεις του καφέ και τα χείλη της είχαν ένα έντονο κόκκινο κραγιόν.

«Αυτά τα μοντέλα από που μας ήρθανε;», είπε στη μάνα του μαγεμένος ο Ραφαήλ, από την παρουσία των κοριτσιών. «Θ' αναστενάξουν οι πίστες σήμερα!»

«Έλα σεμνά!», του απάντησε η Δόμνα δίνοντάς του σφαλιάρα στο σβέρκο. Εκείνη την ώρα το κουδούνι χτύπησε, παρουσιάζοντας τους καλοντυμένους Μάνο, Μιχάλη και Γιώργη.

«Βρε καλώς τους κλαρινογαμπρούς! Ανθοδέσμες δε φέρατε καμάρια μου;», τους κορόιδεψε πάλι εκείνος.

«Ραφαήλ δε το βουλώνεις λίγο αγοράκι μου;», νευρίασε ο Γιώργης. «Σκάσε γιατί δεν σε συμφέρει να το ανοίξω το ρημάδι μου», του ψιθύρισε τελικά.

Ο Μάνος και ο Μιχάλης δεν είχαν πάρει τα μάτια τους πάνω από τα κορίτσια όλη αυτή την ώρα. Ο πρώτος, αν και δεν έτρεφε αισθήματα για την Κατερίνα, δεν μπορούσε να μην παραδεχτεί ότι ήταν εξαιρετικά όμορφη και ο δεύτερος... Προσπαθούσε να πολεμήσει την επιθυμία του.

«Λοιπόν, άντε να πηγαίνουμε».

«Μισό λεπτό!», φώναξε η Δόμνα. Έτρεξε μέχρι το τραπέζι της κουζίνας και πήρε το μικρό κουτάκι που είχε αφήσει εκεί. Κατευθύνθηκε προς τη Θάλεια και της το έδωσε. «Άνοιξέ το».

Η Θάλεια σαστισμένη, άκουσε τη διαταγή της μητέρας της και άνοιξε αργά το κουτί. Μέσα αντίκρισε το ασημένιο μενταγιόν σε σχήμα καρδιάς που τόσες φορές στο παρελθόν είχε δει τη μητέρα της να φοράει.

«Το μενταγιόν σου; Γιατί;»

Η Δόμνα πήρε το μενταγιόν από το κουτί και της το φόρεσε γρήγορα. «Είναι δικό σου τώρα. Τόσο απλό».

Ακούς το ρολόι που χτυπά;

Η αντίστροφη μέτρηση ξεκινά.

***

Τα παιδιά βγήκαν έξω από το σπίτι και κατευθύνθηκαν στην ασημένια Mercedes του Μάνου.

«Με τι αυτοκινητάρα σας μεταφέρω! Στα πούπουλα σας έχω!», παινεύτηκε.

«Καλά δεν είναι και Porsche, θέλω λίγο να ηρεμήσεις», του απάντησε η Κατερίνα.

«Μην μιλάς άσχημα για την κουκλάρα μου!»

«Γιατί, θα παρεξηγηθεί και δεν θα παίρνει μπρος;»

Ο Μιχάλης και ο Γιώργης λύθηκαν στα γέλια όσο η Θάλεια τους έλεγε να σταματήσουν. Ο Μάνος έκατσε στη θέση του οδηγού και ο Γιώργης στον συνοδηγό για να του επεξηγεί τη διαδρομή. Ο Μιχάλης και η Κατερίνα έκατσαν στις πίσω θέσεις με τη Θάλεια να μην ξέρει που και πως θα χωρέσει μιας και ο χώρος δεν έφτανε.

«Έλα κάτσε στα πόδια μου», της είπε η Κατερίνα.

«Δεν ντρέπεσαι αρραβωνιασμένη γυναίκα;», έκανε η Θάλεια με ένα πονηρό χαμόγελο.

Η κολλητή της την τράβηξε μέσα και έκλεισε την πόρτα γρήγορα. Η Θάλεια βολεύτηκε γρήγορα. «Έχεις πολύ πονηρό μυαλό! Αλλά έτσι είναι, ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται!», ψιθύρισε και χασκογέλασαν.

«Και πως το λένε το μαγαζί που θα πάμε;», ρώτησε ο Μιχάλης.

«Νυξ το λένε», του απάντησε ο θετός του αδερφός.

«Νυξ;», έκανε ο Μάνος. «Τι θα πει Νυξ δηλαδή;»

«Στη μυθολογία, Νυξ ήταν η θεά η οποία προσωποποιούσε τη νύχτα και αναφέρεται ιδιαίτερα πολύ από τους ποιητές. Ήταν κυρίαρχη, αρχέγονη και κοσμογονική οντότητα, η μοναδική που σεβόταν τόσο πολύ ο Μέγας Δίας, γι' αυτό και την είχε διατηρήσει ως σύμβουλό του. Ή ίσως επειδή την φοβόταν, μιας που ήταν δυνατότερη από εκείνον», απάντησε τάχιστα η Θάλεια, χαμογελώντας με καμάρι για τις γνώσεις της.

«Ο Χριστός κι η Παναγία! Που τα θυμάσαι όλα αυτά; Ούτε εγκυκλοπαίδεια να ήσουνα», της έκανε ο Μάνος.

«Δεν έχει σταματήσει να μελετάει μυθολογία από το δημοτικό. Απ' έξω κι ανακατωτά τα ξέρει», είπε η Κατερίνα το ίδιο περήφανα.

«Εν πάση περιπτώσει», συνέχισε ο Γιώργης, «το αφεντικό το σκέφτηκε το όνομα γιατί κι εκείνος έχει μια λόξα με τη μυθολογία».

«Ξέρεις το αφεντικό;», τον ρώτησε ο Μάνος.

«Όχι προσωπικά, αλλά έχω ακούσει πολλά για αυτόν. Είναι από τα μεγάλα κεφάλια».

«Ωραίος;», ξεστόμισε η μελαχρινή.

«Κατερίνα», έτριξε ο οδηγός.

«Δεν τον έχω δει ποτέ. Πάντως λένε ότι είναι ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής».

Και τότε άστραψε ένα μειδίαμα.

Δεν ξέρω ποιου, μην με ρωτήσετε.

Αυτό που ξέρω είναι ότι σήμερα το βράδυ θα δημιουργηθεί μια αλυσίδα αντιδράσεων.

Καρμική αλυσίδα. Μια σειρά γεγονότων που φαινομενικά δεν σπάει ποτέ.

Κι εδώ τίθεται το ερώτημα. Τα φαινόμενα απατούν;

***

Η παρέα πέρασε από τον έλεγχο των μπράβων στην πόρτα και πέρασε στο εσωτερικό. Με το που έφτασαν απ' έξω τα μάτια όλων έπεσαν στην μπλε φωτεινή επιγραφή του μαγαζιού.

Μόλις άνοιξε η πόρτα, μπροστά τους υπήρχε μια σκάλα, η οποία ήταν κατηφορική. Διέσχισαν αυτή τη σκάλα και βρέθηκαν σε ένα πολύ μικρό δωμάτιο, σαν υποδοχή όπου βρίσκονταν τρεις κυρίες.

«Καλησπέρα σας, πως μπορούμε να σας εξυπηρετήσουμε;», τους ρώτησε μια κυρία γύρω στα σαράντα πέντε, με μια μωβ, σκούρα τουαλέτα, ξανθά, μακριά μαλλιά και καταπράσινα μάτια.

«Καλησπέρα σας, έχουμε κλείσει ένα τραπέζι για πέντε άτομα στο όνομα Θάλεια Σέρβου», είπε τολμηρά ο Γιώργης.

«Ποιο τραπέζι είναι;» έκανε εκείνη στην κοπέλα με το μεγάλο τετράδιο μπροστά. Οι δύο αυτές κοπέλες φορούσαν τα ίδια ρούχα σαν στολή. Ασημένια σορτσάκια με μαύρα κορμάκια με παγέτα και μαύρα πέδιλα.

«Είναι το οχτώ».

«Άτσα, πρώτο τραπέζι πίστα! Κουβαρντάς όποιος πληρώνει», είπε γελώντας. Έχετε τίποτα για γκαρνταρόμπα;»

«Όχι», έκανε η Θάλεια.

«Ωραία λοιπόν, ακολουθήστε με», τους έκανε νόημα και άνοιξε μια μεγάλη γυάλινη πόρτα βάζοντάς τους στον εσωτερικό χώρο.

Το απόλυτο σκοτάδι κυριαρχούσε το οποίο έσπαγε με κάποια κόκκινα ή λευκά φώτα σε ορισμένα σημεία και φυσικά από τους προβολείς της πίστας.

Η ζωντανή μουσική που επικρατούσε δεν ήταν διόλου ενοχλητική και η ατμόσφαιρα ελάχιστα αποπνικτική, αν και όλοι κάπνιζαν, κάτι που παραξένεψε τη Θάλεια.

Στα αριστερά της πόρτας και σε όλη την κάτω έκταση του μαγαζιού απλώνοντας πολλά τραπέζια, αλλά και η πίστα, ενώ στην πάνω πλευρά υπήρχε ένα μπαρ.

Η γυναίκα τους οδήγησε στο τραπέζι τους, που ήταν ακριβώς κάτω από την πίστα και τους έβαλε να καθίσουν. Στην μια πλευρά κάθισε η Θάλεια με την Κατερίνα και το Μάνο και στην άλλη ο Μιχάλης και ο Γιώργης.

«Σας εύχομαι καλή διασκέδαση!», τους ευχήθηκε η γυναίκα πριν εξαφανιστεί μέσα στο σκοτάδι.

***

Περπάτησε ως το μπαρ και στάθηκε εκεί περιμένοντας τον μπάρμαν να τελειώσει μια παραγγελία και να την πλησιάσει.

«Δώσε σήμα στον Μάριο και στους άλλους να έχουν στο νου τους το τραπέζι οκτώ. Είναι καινούργια παρέα και πρέπει να κάνουμε καλή εντύπωση», του είπε σιγανά και διακριτικά κοιτώντας ευθεία την πίστα για ξεκάρφωμα.

«Μάλιστα κυρία Μεταξά», απάντησε εκείνος.

«Μαμά!», άκουσε δεξιά, ώστε γύρισε και είδε μια ψιλόλιγνη μορφή με μακριά μαύρα μαλλιά, κόκκινη, ολόσωμη, στράπλες φόρμα και περπάτημα γαζέλας να την πλησιάζει.

«Τι κάνεις εδώ παιδάκι μου; Σε λίγο βγαίνεις!»

«Ήρθα να δω πως πάμε».

«Πληρότητα ενενήντα τοις εκατό περίπου».

«Μόνο;», έκανε παραπονεμένα.

«Τι να κάνουμε καρδιά μου, δεν έχει τελειώσει ακόμα η τουριστική περίοδος. Κάτσε να γυρίσουν όλοι από τα νησιά και τότε μιλάμε για πληρότητα».

«Έχει έρθει ο Ανδρεαδέλλης;»

«Ναι μαζί με τη γυναίκα του και τους μπράβους του. Έχει επέτειο γάμου σήμερα το ζώον... Θέλει να δει λέει και τον Φίλιππο μετά. Αλήθεια πού είναι αυτός;»

«Ιδέα δεν έχω. Είχε νεύρα πάντως πριν».

«Να τον προσέχεις αυτόν αγάπη μου. Τέτοιος που είναι, δεν θέλει πολύ να τα κάνει μπουρδέλο όλα σήμερα με τον Ανδρεαδέλλη», είπε και πήγε να φύγει. Σταμάτησε και γύρισε πίσω ξανά. «Αν χρειαστεί πάρε την κατάσταση στα χέρια σου».

***

Το γλέντι είχε αρχίσει να φουντώνει, όταν σε κάποιο σημείο η μουσική σταμάτησε και μια κοπέλα με τη στολή που είχε παρατηρήσει η Θάλεια νωρίτερα βγήκε στη σκηνή.

«Κυρίες και κύριοι η στιγμή που όλοι περιμένατε. Υποδεχτείτε το πρώτο όνομα του Νυξ, την Αναστασία Μεταξά!»

Το πλήθος άρχισε να επευφημεί όταν η γυναίκα με την κόκκινη ολόσωμη φόρμα και τα μαύρα μαλλιά, ανέβηκε πάνω στη σκηνή και πλησίασε το μικρόφωνο.

«Καλησπέρα σας κυρίες και κύριοι, καλωσήρθατε στο Νυξ! Είστε έτοιμοι να καούμε για άλλο ένα βράδυ;»

Το πλήθος με το δυνατό χειροκρότημα της έδωσε την απάντηση που περίμενε. Χαμογέλασε και γύρισε στους μουσικούς της.

«Αβάντι μαέστρο!»

Ο ρυθμός ενός από τα αγαπημένα τσιφτετέλια της Θάλειας ακούστηκε και η Κατερίνα τη σήκωσε αμέσως από τη θέση της.

«Πήγαινε να χορέψεις!» της φώναξε η Κατερίνα.

«Πας καλά παιδί μου;»

Η Αναστασία παρατηρώντας την αναταραχή που υπήρχε μπροστά στη σκηνή της, κατευθύνθηκε γρήγορα προς τα εκεί, κάνοντας νόημα στους μουσικούς να παρατείνουν λίγο την εισαγωγή του τραγουδιού και πήρε τη Θάλεια από το χέρι ανεβάζοντάς τη επάνω στη σκηνή και δίνοντάς της ρυθμό να χορέψει.

Η κατακόκκινη από την ντροπή της κοκκινομάλλα, μην μπορώντας να αντισταθεί και ορκιζόμενη κάποια μέρα να εκδικηθεί την Κατερίνα για αυτό, άρχισε να λικνίζεται στο ρυθμό, ακολουθώντας όσες οδηγίες είχε πάρει μικρή από τη μητέρα της.

«Να μην με φώτιζαν τέτοια μάτια,
Να μην με λιώνανε τόσοι στεναγμοί,
Να μην με χώριζαν δυο κομμάτια,
Νύχτες που βγάζουν σ' άλλα μονοπάτια,
Και έχουν το κορμί σου αφορμή,
Και έχουν το κορμί σου αφορμή,

Ρίξε στο κορμί μου σπίρτο να πυρποληθώ
Αυτή η αγάπη στ' άστρα μ' ανεβάζει
Κι άσε να καώ όπως θέλω και να χρεωθώ
Αυτό το λάθος μόνο μου ταιριάζει»

Και τότε έγινε.

Πρώτη ένωση, πρώτη επαφή, αν και μόνο οπτική.

Καφέ της σταθερότητας και πράσινο της ελπίδας.

Νιώθεις την πρώτη σπίθα πάθους να γεννιέται;

Δες τη να φουντώνει και να τα κάνει όλα στάχτη.

Το βλέμμα της Θάλειας πάνω στη στροφή που έκανε, τινάζοντας τα μαλλιά της έπεσε σε έναν τύπο που καθόταν στο μπαρ. Σε έναν ομολογουμένως, πολύ ωραίο, τύπο.

Τα ξανθά του μαλλιά ήταν τέλεια στιλιζαρισμένα και τα μάτια του πετούσαν σπίθες. Ήταν ντυμένος στα μαύρα και από το πουκάμισό του διαγράφοντας οι μύες στα μπράτσα του. Απ' όσο μπορούσε να κρίνει ήταν αρκετά ψηλός και, αν δεν απατούνταν, την κοιτούσε αρκετή ώρα κι εκείνος. Ένα όμως ήταν σίγουρο. Αν δεν την είχε προσέξει τόση ώρα, θα την πρόσεχε τώρα.

«Αγάπη που 'γινες σώμα κι αίμα
Χωρίς εσένα όλα είναι ξενιτιές
Αν η αλήθεια σου γίνει ψέμα
Στάχτη να γίνω μέσα σ' ένα βλέμμα
Που τις νύχτες βάζει πυρκαγιές
Που τις νύχτες βάζει πυρκαγιές

Ρίξε στο κορμί μου σπίρτο να πυρποληθώ
Αυτή η αγάπη στ' άστρα μ' ανεβάζει
Κι άσε να καώ όπως θέλω και να χρεωθώ
Αυτό το λάθος μόνο μου ταιριάζει
»

Όση ώρα χόρευε δεν είχε σταματήσει να τον κοιτάει στα μάτια, κι ας έκανε στροφές, κι ας κοίταζε στιγμιαία για ξεκάρφωμα τους φίλους της, κι ας έπαιζε με την τραγουδίστρια. Σε αυτούς τους στίχους τον κοιτούσε επίμονα, κατάματα συνεχόμενα. Σαν να του δήλωνε όσα δεν μπορούσε να του πει.

Από την άλλη, ούτε εκείνος είχε σταματήσει να την κοιτάζει. Είχε εντυπωσιαστεί από το θάρρος και το θράσος αυτής της κοπέλας να τον κοιτάει κατάματα όσο λικνιζόταν έτσι. Μα πάνω απ' όλα, είχε μαγευτεί από αυτή την αιθέρια παρουσία. Μια νεράιδα της νύχτας με κατακόκκινα μαλλιά, τόσο γλυκιά, όσο κι επικίνδυνη, τόσο φλογερή, όσο κι ήρεμη, τόσο τολμηρή, όσο και συγκροτημένη, που με λίγες μόνο κινήσεις είχε καταφέρει να του κόψει την ανάσα.

Το μυώδες χέρι του άφησε το ποτήρι του στην μπάρα, όσο εκείνη υποκλινόταν μαζί με την Αναστασία μετά το τέλος του τραγουδιού. Όταν κατέβηκε από τη σκηνή τον κοίταζε ακόμα και εν τέλει του χαμογέλασε κάτι που εκείνος ανταπέδωσε με ένα απλό κλείσιμο του ματιού.

Ένας άντρας τον πλησίασε και έφυγαν μαζί προς μια κατεύθυνση που η Θάλεια δεν μπορούσε να προσδιορίσει ακριβώς. Ένα ήταν όμως σίγουρο. Ο άντρας που κοιτούσε και την κοιτούσε νωρίτερα ήταν ο πιο όμορφος που είχε δει ποτέ.

Λένε ότι το καθετί στη ζωή μας παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα ροή της ιστορίας.

Το ίδιο συνέβη και σε αυτή την περίπτωση.

Ό,τι ειπώθηκε μέσω αυτών των στίχων και αυτών των βλεμμάτων είναι αληθινό.

Κι ας αργήσουν κάποια να βγουν.

Μην υποτιμάς ό,τι έχει ειπωθεί μέσα από βλέμματα. Μην ξεχνάς ότι οι πιο βαρύγδουπες υποσχέσεις είναι αυτές που επισφραγίστηκαν με μια αγκαλιά, με ένα φιλί, με ένα «αντίο», ή απλά...

Με ένα κλείσιμο του ματιού κι ένα χαμόγελο.

***

Η ώρα ήταν περασμένα μεσάνυχτα και η Αναστασία είχε κατέβει από την πίστα πριν λίγο για να συνεχίσουν οι υπόλοιποι καλλιτέχνες. Η παρέα θαύμαζε τον Μιχάλη πάνω στην πίστα, να χορεύει το βαρύ του ζεϊμπέκικο με τον Γιώργη να του πετά χαρτοπετσέτες και τον Μάνο με τα κορίτσια να βαράνε παλαμάκια.

«Όση ώρα χόρευες ο Μιχάλης δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω σου», είπε η Κατερίνα στο αυτί της Θάλειας.

Και δεν ήταν ο μόνος, σκέφτηκε εκείνη.

«Ας κοιτάει...», απάντησε η Θάλεια.

«Μα γιατί δεν του δίνεις μια ευκαιρία;», αντέκρουσε παραπονεμένα η κοπέλα με τα γαλανά μάτια.

«Γιατί δεν με ενδιαφέρει ο Μιχάλης. Δεν λέω... Καλό παιδί, αλλά δεν μου κάνει το κλικ».

«Καλά... Εσύ χάνεις!»

«Εσύ κοίτα μην πιει άλλο ο προκομμένος σου που σε λίγο θα πρέπει να τον σύρουν τέσσερις, κι άσε με εμένα».

Η Κατερίνα σήκωσε το ποτήρι της για να πιει νερό, όμως την χτύπησε καταλάθος η σερβιτόρα που περνούσε εκείνη την ώρα και το ποτήρι της έφυγε από τα χέρια, σπάζοντας στο πάτωμα.

«Θεέ μου, είστε καλά;», ρώτησε η σερβιτόρα.

«Ναι καλέ, απλά λίγο ξαφνιασμένη».

«Σίγουρα ρε Κατερίνα;»

«Ναι βρε Μάνο, ηρέμησε».

«Πάμε λίγο στο μπάνιο», την προέτρεψε η Θάλεια.

Τα δύο κορίτσια περπάτησαν ως τις γυναικείες τουαλέτες για να αντικρίσουν ένα μικρό μεν, αλλά αρκετά βαθύ κόψιμο, ακριβώς πάνω από τον αστράγαλό της.

«Συγγνώμη ρε κοπελιά, αναίσθητη είσαι; Δεν το νιώθεις;», της έκανε η Θάλεια.

«Εκτός από ένα μικρό τσούξιμο, όχι, τίποτα άλλο», απάντησε.

«Υπάρχει κάτι με το οποίο μπορούμε να φροντίσουμε την πληγή;», ρώτησε η κοκκινομάλλα τη σερβιτόρα που τις είχε ακολουθήσει.

«Εγώ δεν έχω, αλλά μπορώ να σας πάω στο γραφείο της διεύθυνσης».

«Εντάξει».

Η Κατερίνα κρατήθηκε από το μπράτσο της Θάλειας, ώστε αν αισθανόταν αδυναμία να σιγουρεύονταν πως δεν έπεσε πουθενά και ακολούθησαν την σερβιτόρα.

Βγήκαν από τις τουαλέτες και περπάτησαν ευθεία προς μια μαύρη πόρτα, η οποία οδηγούσε σε έναν μαύρο διάδρομο και από εκεί σε ένα άλλο μέρος του μαγαζιού, το οποίο είχε ισόγειο και δεύτερο επίπεδο στο οποίο οδηγώσουν με σκάλα. Η μουσική του μαγαζιού ακουγόταν αχνά, καθώς αυτή η πλευρά του Νυξ είχε πολύ καλή ηχομόνωση.

Η κοπέλα τους έδειξε την τελευταία πόρτα του δεύτερου επιπέδου που φαινόταν από τον εξώστη. «Εκεί θα πάτε. Εμένα δυστυχώς δεν μου επιτρέπεται να προχωρήσω. Είναι θέμα πρωτοκόλλου».

«Εντάξει, σε ευχαριστούμε».

Τα κορίτσια ανέβηκαν τη σκάλα και χτύπησαν την τελευταία πόρτα, μέσα από την οποία ακούγονταν φωνές.

«Άχρηστος είσαι! Άχρηστος! Να δω αν δεν είχες εμένα τι θα έκανες! Στο παρά ένα σε έσωσα καημένε!»

«Σταμάτα να μου κάνεις υποδείξεις γιατί δεν θα έχουμε καλά ξεμπερδέματα».

«Εγώ θα την πληρώσω που εσύ είσαι ηλίθιος και δεν μπορείς να χειριστείς του συνεργάτες σου;»

«Σκάσε, αλλιώς-».

«Αλλιώς τι ρε; Θα με χτυπήσεις; Κάνε το! Τίποτα που δεν έχω ξαναπάθει, ούτως ή άλλως».

Το χτύπημα και το άνοιγμα της πόρτας έκανε τους αντιμαχόμενους να σωπάσουν και να κοιτάξουν προς την πόρτα. Η Θάλεια αντίκρυσε την τραγουδίστρια από πριν και εκείνον.

«Τι γίνεται εδώ μέσα επιτέλους; Μέχρι τα καμαρίνια ακούγεστε!», όρμησε μέσα φωνάζοντας η κυρία με το μωβ φόρεμα.

«Άμα ο άνθρωπος δεν καταλαβαίνει!», έκανε η Αναστασία αγανακτισμένη.

«Φίλιππε τι της έκανες;», τον κοίταξε αυστηρά.

«Δεν με παρατάτε μάνα και κόρη;», σύριξε και βγήκε έξω από το γραφείο με όλη τη δύναμη και την οργή που είχε μέσα του.

Ώστε Φίλιππο τον λένε, σκέφτηκε η Θάλεια καθώς εκείνος την προσπερνούσε.

«Εσείς κορίτσια τι κάνετε εδώ;», τις ρώτησε ξανά η ξανθιά γυναίκα.

«Η φίλη μου έχει χτυπήσει», είπε η Θάλεια.

Η Αναστασία κοίταξε γουρλώνοντας τα μάτια την άλλη γυναίκα. «Πού ακριβώς;»

Η Θάλεια της έδειξε το τραύμα και εκείνη αναστέναξε. Ευτυχώς δεν ήταν πυροβολισμός.

«Κάθισε θα σου το καθαρίσω εγώ», είπε στην Κατερίνα.

Εκείνη κάθισε σε μια πολυθρόνα και η Αναστασία στην ακριβώς απέναντι.

«Από ποτήρι είναι, έτσι;», ρώτησε η Αναστασία.

«Πώς το κατάλαβες;»

«Φαίνεται...»

«Εσύ δεν είσαι η τραγουδίστρια από πριν;», αναρωτήθηκε η Κατερίνα.

«Ναι. Αναστασία Μεταξά. Κι αυτή είναι η μητέρα μου, Καλλιόπη Μεταξά».

«Χάρηκα κορίτσια», τους είπε η γυναίκα.

«Μικρή φαίνεστε, για να έχετε τόσο μεγάλη κόρη», σχολίασε η Κατερίνα.

«Παντρεύτηκα μικρή».

«Και πρόκοψες», σχολίασε η κόρη της, την οποία σκούντηξε.

«Εσάς πως σας λένε;»

«Κατερίνα Ρουμελιώτη, Θάλεια Σέρβου», είπε η κοκκινομάλλα δείχνοντας κάθε μία τους αντίστοιχα.

«Να σας ρωτήσω; Προσλαμβάνετε κόσμο αυτή την περίοδο;», έκανε η γαλανομάτα.

«Γιατί;»

«Γιατί ψάχνω να τακτοποιήσω τη φίλη μου. Έχει πολύ ωραία φωνή!»

«Κατερίνα σκάσε!», της φώναξε ψιθυριστά η κολλητή της.

«Σοβαρά;», ρώτησε η Καλλιόπη. «Για τραγούδα τίποτα».

«Τώρα; Εδώ;»

«Ναι μανάρι μου. Τώρα. Εδώ. Εκτός κι αν κωλώνεις...»

«Δεν κωλώνω!» είπε η Θάλεια με πυγμή.

«Άντε να σε χαρώ τότε», απάντησε η Καλλιόπη μειδιάζοντας.

«Όποιο θέλω;», ρώτησε η κοκκινομάλλα με αυτοπεποίθηση.

«Όποιο σου γουστάρει».

Σκέφτηκε για λίγο και όταν τελικά αποφάσισε, πήρε βαθιά ανάσα και εμπιστεύθηκε τις φωνητικές της χορδές.

«Η νύχτα κατεβαίνει με μαύρο φερετζέ
Η νύχτα κατεβαίνει με μαύρο φερετζέ
Κι η πόλη διψασμένη για φώτα και σουξέ
Κι η πόλη διψασμένη για φώτα και σουξέ

Βάλε το κόκκινο φουστάνι
Εκείνο που σε κάνει να μοιάζεις πυρκαγιά
Έλα και μη μετράς την ώρα
Τα νιάτα είναι δώρα που καίνε σαν φωτιά

Τι να μας περιμένει αύριο το πρωί
Τι να μας περιμένει αύριο το πρωί
Ποιος έρωτας πεθαίνει και ποιος θα γεννηθεί
Ποιος έρωτας πεθαίνει και ποιος θα γεννηθεί

Βάλε το κόκκινο φουστάνι
Εκείνο που σε κάνει να μοιάζεις πυρκαγιά
Έλα και μη μετράς την ώρα
Τα νιάτα είναι δώρα που καίνε σαν φωτιά»

Όση ώρα τραγουδούσε, η Αναστασία και η Καλλιόπη την κοιτούσαν σχεδόν παγωμένες.

Παρατηρούσαν το πόσο εύκολα άλλαζε ένταση, το πόσο απαλές, σωστές μα και γρήγορες ήταν οι ανάσες της, την έκταση της φωνής της, τα προσεγμένα γυρίσματα...

«Σου έχει μάθει κάποιος να τραγουδάς; Έχεις πάει σε κάποιο ωδείο ή κάτι τέτοιο;», τη ρώτησε η Καλλιόπη όταν τελείωσε.

«Όχι, έχω μάθει μόνη μου...»

Η Αναστασία έγραφε κάτι σε ένα χαρτάκι τόση ώρα. Το πήρε και το έδωσε στην Θάλεια.

«Τη Δευτέρα στις δέκα να είσαι εδώ. Στην υποδοχή θα πεις ότι έχεις ραντεβού με την δεσποινίδα Μεταξά, για να σε περάσουν μέσα χωρίς έλεγχο. Κατανοητό;», είπε δίνοντάς της το χαρτί.

Η νεαρή κοπέλα είχε παγώσει μπροστά στη δυναμική συνομήλική της.

«Μάλιστα».

***

Η Δόμνα καθόταν στο γρασίδι με ένα τσιγάρο, αγναντεύοντας τον ουρανό.

Είχε πολλά χρόνια να καπνίσει, όμως σήμερα το χρειαζόταν. Στο άλλο της χέρι κρατούσε το παλιό της κομπολόι με της σκούρες πράσινες χάντρες και την ασημένια φουντίτσα.

Έπαιζε με το ένα χέρι και άφηνε τις χάντρες να ανεβαίνουν και να ξαναπέφτουν δίνοντάς της, σε συνδυασμό με το τσιγάρο, μια στιγμή χαλάρωσης και ξεγνοιασιάς, δίνοντάς της θύμηση.

Θύμηση κατευθείαν απ' τη λήθη. Φοβάσαι να εμβαθύνεις;

Καθόταν στον καναπέ του σπιτιού μπροστά από το αναμμένο τζάκι και έπαιζε με ένα κομπολόι. Ήταν μικρό και απλό, απλά ένα σχοινί με δύο χάντρες.

Προσπαθούσε να το φέρει βόλτα και να το αναποδογυρίσει σωστά στα δάχτυλά του, όμως δεν πετύχαινε ποτέ.

Άκουσε το γάργαρο και δυνατό γέλιο από πίσω του, από το απόλυτο σκοτάδι. Από εκείνη.

«Ξέρεις ότι δεν το παίζεις σωστά, έτσι;», ακούστηκε η φωνή της σαγηνευτικά.

«Θες να μου μάθεις;», την ρώτησε πονηρά.

Δεν του απάντησε. Άκουσε τα βήματά της να πλησιάζουν και ένιωσε το σώμα της να βυθίζεται στον καναπέ δίπλα της. Το χέρι της πλησίασε και άγγιξε δειλά το δικό του παίρνοντας το κομπολόι στο δικό της χέρι.

Γύρισε να την κοιτάξει. Το φως από τη φλόγα που τρεμόπαιζε στο τζάκι και πρόσφερε γαλήνη και θαλπωρή φώτιζε το χώρο, μαζί με το πρόσωπό της. Τα κόκκινα μαλλιά της φωτίζονταν ακόμα περισσότερο απ' τους ρυθμούς της συγγενικής τους φλόγας και εκείνη φώτιζε και σμίλευε πανέμορφα με το φως της ένα πρόσωπο και ένα κορμί που είχαν χαράξει την καρδιά του.

«Πρόσεξέ με», του είπε. «Θέλει απαλές και γρήγορες κινήσεις. Θέλει έλεγχο και σπιρτάδα. Να είσαι γρήγορος. Μόλις πιάσεις με τα δάχτυλά σου τη μία χάντρα, απελευθέρωσε την άλλη. Θυμήσου ότι το κομπολόι μπορείς να το κάνεις ό,τι θες. Όμως, ο τρόπος για να το χειριστείς είναι ένας». Όση ώρα του εξηγούσε έπαιζε παράλληλα με απόλυτη δεξιοτεχνία και ταχύτητα. Του το πέταξε ξανά πίσω και εκείνος το έπιασε στον αέρα.

Πλησίασε λίγο πιο κοντά της. Εκείνη δεν κουνήθηκε. Τα πρόσωπά τους απείχαν εκατοστά.

«Τι θα κάνω μαζί σου, μπορείς να μου πεις;», τη ρώτησε χαϊδεύοντας απαλά το μάγουλό της.

«Θα συνεχίσεις να με αγαπάς το ίδιο», του απάντησε κοιτώντας τον στα μάτια.

Την κοίταξε στα μάτια. Ένωση καφέ με καφέ. Σταθερότητα. Το σύνολο ολοκληρώνεται. «Μέχρι την τελευταία μου ανάσα».

Το ήξερες ότι οι αναμνήσεις έχουν χρώματα; Πολλές φορές και γεύση; Υπάρχουν αναμνήσεις οι οποίες κρύβουν μέσα τους λίγο μέλι και φαντάζουν χρυσαφένιες.

Ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της με τον τεσσάρων μηνών γιο της αγκαλιά. Η μικρή Θάλεια, που μόλις είχε μάθει να διαβάζει ήταν ξαπλωμένη δίπλα στη μητέρα της και διάβαζε στον αδερφό της ένα παραμύθι με τη Δόμνα να την βοηθάει να διαβάσει τις λέξεις που τη δυσκόλευαν. Είχε επιλέξει το αγαπημένο της.

Την Πεντάμορφη και το Τέρας.

Η πόρτα του δωματίου χτύπησε και ο Χρήστος μπήκε μέσα στο δωμάτιο χαμογελώντας στη θέα της γυναίκας και των παιδιών του στο κρεβάτι.

«Μπαμπά!», φώναξε η Θάλεια μόλις τον είδε. Σηκώθηκε από τη θέση της και έτρεξε πάνω του με εκείνον να την παίρνει αγκαλιά και να την πετάει ψηλά.

«Πώς είναι τα καμάρια μου;»

«Καλά. Διαβάζω παραμύθι στον μπέμπη».

«Θάλεια μου, δεν είπαμε να τον λέμε με το όνομά του;», της έκανε γλυκά η Δόμνα.

«Δεν το θυμάμαι βρε μαμά! Σιγά. Στο κάτω κάτω, μωρό είναι, δεν καταλαβαίνει!», απάντησε εκείνη χαμογελαστά. Το χαμόγελο εκείνο που έλιωνε τους γονείς της.

Ο Χρήστος έβγαλε το σακάκι και έλυσε τη γραβάτα του ξεκουμπώνοντας τα δύο πρώτα κουμπιά από το πουκάμισο. Πήρε τη Θάλεια στην αγκαλιά του και βημάτισε μαζί της μέχρι τη δική του πλευρά του κρεβατιού, δίνοντάς της το ανοιχτό βιβλίο και ξαπλώνοντας δίπλα στη γυναίκα του.

«Λοιπόν; Πού είχες μείνει, πριγκίπισσα;»

«Εδώ!», έδειξε με το δάχτυλό της. «Και τότε, η Πεντάμορφη φίλησε το Τέρας κάνοντάς το και πάλι πρίγκιπα», διάβασε συλλαβιστά. «Μαμά;»

«Ναι μωρό μου;»

«Αφού το Τέρας ήταν άσχημο και τρομακτικό και κακό, η Πεντάμορφη πώς τον αγάπησε;», της έκανε γλυκά, βγάζοντας μια τούφα κόκκινων μαλλιών από τα μάτια της και περνώντας τη πίσω από το αυτί της.

Η Δόμνα κοίταξε τον Χρήστο πριν στραφεί και πάλι σε εκείνη. «Γιατί αγάπη μου, όλοι οι άνθρωποι, όσο τρομακτικοί, κακοί ή άσχημοι κι αν φαίνονται, έχουν τις καλές πλευρές και τις αδυναμίες τους. Γι' αυτό δεν κρίνουμε ποτέ μόνο από ό,τι βλέπουμε. Γιατί δεν είναι πάντα, όλα, ό,τι δείχνουν».

«Αλήθεια μπαμπά;», γύρισε στον Χρήστο.

Εκείνος δεν είπε τίποτα. Απλά αρκέστηκε στο να καθίσει λίγο καλύτερα στη θέση του και να τραβήξει τη Δόμνα, μαζί με τον Ραφαήλ και τη Θάλεια στην αγκαλιά του. Τους έσφιξε τόσο πολύ πάνω του, ώστε αν τους έβλεπε κάποιος δεν θα ξεχώριζε σώματα, αλλά μία μάζα. Άφησε ένα φιλί στο μάγουλο της Θάλειας, στο μέτωπο του Ραφαήλ και τέλος, στα χείλη της, γευόμενος όσα τον ξετρέλαναν την πρώτη φορά, ξανά.

Ήταν ευτυχισμένος.

Άλλες έχουν άρωμα παραμυθιού. Είναι πολύχρωμες και μυρίζουν ζαχαρωτά, όπως όλα τα παιδιά.

Ήταν νωρίς το πρωί στην παραλία απέναντι από το ξενοδοχείο της Μυτιλήνης. Είχαν αφήσει τα μικρά να κοιμούνται εκεί και είχαν πάει οι δυο τους για μπάνιο στη θάλασσα.

Άρχιζε να χαράζει με τα χρώματα της ανατολής να γλυκαίνουν το πρωινό. Άπλωσαν μια πετσέτα στην άμμο και έβγαλαν τα ρούχα μένοντας με τα μαγιό.

Το πράσινο, ολόσωμό της ερχόταν σε αντίθεση με το κόκκινο και το γαλάζιο και εναρμονιζόταν απίστευτα με τα χρώματα του ουρανού. Την κοιτούσε σαν κάτι αξιοθαύμαστο και αξιοπερίεργο ταυτόχρονα. Σαν να ήταν κάτι απόλυτα ταιριαστό κι απίστευτα αταίριαστο ταυτόχρονα. Σαν να ανήκε εδώ, αλλά και όχι.

Τον κοιτούσε στα μάτια όσο βήμα το βήμα, πισωπατώντας, βυθιζόταν στο νερό. Έβλεπε τη στάθμη να ανεβαίνει και να αγκαλιάζει σιγανά τα πόδια της, τη μέση της, την κοιλιά της...

Στο τελευταίο βήμα, βυθίστηκε ολόκληρη κι αναδύθηκε ξανά.

Και τότε εκείνος ένιωσε ότι η ίδια η Αφροδίτη θα ωχριούσε μπροστά της.

Βούτηξε κι εκείνος, γρηγορότερα και με ένα μακροβούτι την έφτασε και την αγκάλιασε από τη μέση.

Ανέβηκε πάνω του τυλίγοντας τα πόδια της γύρω από τη μέση του.

«Σ' αγαπώ».

«Κι εγώ».

Άλλες τυλιγμένες σε αλμυρένια πέπλα, με μια αίσθηση γαλάζιου και αρώματα από καλοκαιρινό αεράκι, λευκά βότσαλα και έρωτα.

Το ταξί σταμάτησε λίγο πιο πάνω από εκεί που είχαν σταματήσει τα περιπολικά. Βγήκε τρέχοντας και έσπευσε προς τα εκεί. Πέρασε κάτω από τις κορδέλες γρήγορα και έτρεξε ως εκεί που έβλεπε τους αστυνομικούς, διώχνοντάς τους με τα ουρλιαχτά της.

«Χρήστο!»

Το ανατριχιαστικό ουρλιαχτό που ακούστηκε πάγωσε τους πάντες. Εκείνη την ώρα όμως δεν έβλεπε κανέναν. Έπεσε στο χώμα δίπλα του. Το πουκάμισό του ήταν μέσα στα αίματα, τα μάτια του και τα χείλη του τρεμόπαιζαν, το βλέμμα του ήταν απλανές.

Δεν είχαν χρόνο.

«Χρήστο μου! Κοίταξέ με, κοίτα με!»

«Δόμνα...», της έκανε με όση φωνή έβγαινε από μέσα του. Τα μάτια του έφευγαν, ήταν χαμένα, έδινε μάχη για να της μιλήσει. «...συγγνώμη».

«Όχι, όχι, μην μου ζητάς συγγνώμη! Θα έρθει το ασθενοφόρο, θα πάμε στο νοσοκομείο λίγες μέρες και μετά θα πάμε σπίτι μας, στα παιδάκια μας!» του έλεγε με τη φωνή της να κόβεται ανά σημεία. Πολύ ήθελε να πιστέψει όσα έλεγε.

«Να προσέχεις τα παιδιά».

Τα δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια της αβίαστα. Σήκωσε το ματωμένο του χέρι και κράτησε το μάγουλό της τρυφερά.

«Σ' αγαπάω πολύ μικρή μου μάγισσα, πλέον δεν θα είσαι ποτέ μόνη σου. Θα είμαι πάντα κοντά σου. Στ' ορκίζομαι».

Έτρεμε και έκλαιγε ολόκληρη. Της χαμογέλασε ελαφρά κι εκείνη του ανταπέδωσε. Έσκυψε και του έδωσε ένα τελευταίο φιλί.

Και τότε το χαμόγελο πάγωσε στα χείλη του. Είχε κλέψει την τελευταία του ανάσα.

Τα ουρλιαχτά και το γοερό της κλάμα στοίχειωσαν όσους βρίσκονταν εκεί για πολλές μέρες. Οι λυγμοί και οι κραυγές που χτύπησαν ανελέητα το νεκρό του σώμα έκαναν τον λαιμό της να καίγεται από λύσσα.

Ήταν γεγονός. Ο Χρήστος Παπαδόπουλος ήταν νεκρός και η Δόμνα Παπαδοπούλου μόλις είχε χάσει τον μοναδικό άντρα που ερωτεύτηκε ποτέ στη ζωή της. Μόλις είχε χάσει το άλλο της μισό.

Κι άλλες είναι πνιγμένες στο αίμα και μυρίζουν σήψη.

Ξύπνησε από τη δίνη των αναμνήσεών της λίγο αργότερα. Έγειρε το κεφάλι της στον τοίχο πίσω της τεντώνοντας τον λαιμό της.

Ένα μοναδικό δάκρυ κύλησε. Όχι επειδή δεν στεναχωριόταν πια. Αντιθέτως πονούσε πολύ. Απλά δεν είχε άλλα δάκρυα να χύσει.

Έσβησε το τσιγάρο με μένος στο χώμα δίπλα της, αφού ρούφηξε μια τελευταία τζούρα. Έκλεισε τα μάτια και απελευθέρωσε τον καπνό αργά. Ένιωσε το απολαυστικό κάψιμο της στάχτης στο λαιμό της. Άλλοι σιχαίνονταν αυτή τη γεύση. Εκείνη την αναγεννούσε.

Έσφιξε το κομπολόι στα χέρια της και κοίταξε ψηλά. «Θα το βρω το καθίκι μάτια μου. Θα το βρω και θα το κάνω να νιώσει όσα νιώθω εγώ τόσα χρόνια. Τ' ορκίζομαι στα παιδιά μας...»

Σηκώθηκε από τη θέση της και έκανε δυο βήματα μπροστά. «Κι ας είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνω».

Και το φεγγάρι άκουσε.

Εν τέλει όμως, υπάρχει ένα δίλημμα.

Ποιες στιγμές χαρακτηρίζουν τη ζωή μας; Οι λίγες, καλές, γλυκές και ηδονικές, ή οι πολλές δύσκολες και οδυνηρές.

Γιατί η ζωή δεν είναι ένα ροζ σύννεφο. Κι ας νιώθουμε κάποιες φορές ότι εκεί ζούμε λόγω της ουτοπικής μας ευτυχίας.

Ένα πράγμα ξέρω εγώ.

Ό,τι δεν σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατό.











Καλησπέρα όμορφά μου τριανταφυλλάκια!

Τι κάνετε, πώς είστε;

Μαντέψτε ποια είχε κατάληψη και έκατσε και έγραψε κεφάλαιο...

Ελπίζω να σας άρεσε γιατί πραγματικά είναι ένα από τα αγαπημένα μου!

Καταρχήν. Τι παίζει με δολοφονία Χρήστου ρε παιδιά; Έξι σφαίρες; Δηλαδή, έλεος, σουρωτήρι τον έκαναν!!! Άντε να δούμε τι θα πει και ο Στράτος...

Ποιανού η ψυχούλα πόνεσε με την Όλγα; Είναι ένα αρκετά τραγικό πρόσωπο. 

ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΠΑΜΕ ΣΤΟ ΓΛΕΝΤΙ. 

Πρώτη παρουσίαση του Νυξ, να πω ότι η έμπνευση για το κατάστημα μου ήρθε από την κολλητή μου @ek_twn_esw τη φλογάρα της καρδιάς μου!

Πείτε μου πως σας φάνηκε ο χώρος... Το κλίμα... Η εσάνς...

Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ!!!!

Αυτό το αγόρι που ανυπομονώ να σας παρουσιάσω από την αρχή του βιβλίου. Πείτε και τίποτα για Αναστασία και Καλλιόπη.

Μετά είδαμε το πόσο άμπαλη είναι η Κατερίνα και τέλος...

Η ΘΑΛΕΙΑ ΘΑ ΠΑΕΙ ΓΙΑ ΟΝΤΙΣΙΟΝ ΣΤΟ ΝΥΞ!!!!

ΠΑΜΕ ΛΙΓΟ!

Επίσης η Δόμνα είναι σε mood, Mega - θυμηθείτε μαζί μας. Να ξέρετε ότι όσο έγραφα την τελευταία σκηνή έκλαιγα.

Αυτά γενικά. Τα τραγούδια, τόσο εδώ, όσο και του προηγούμενου κεφαλαίου επειδή ρωτήσατε δεν είναι δικά μου. Του προηγούμενου είναι "Τα Μάγια" της Μαρίας Φαραντούρη και του τωρινού είναι το "Ρίξε στο κορμί μου σπίρτο" της Κατερίνας Κούκα και "Το κόκκινο φουστάνι" της Ελευθερίας Αρβανιτάκη.

Στο προηγούμενο σας είχα βάλει στην αρχή το τραγούδι για να το ακούσετε, στο τωρινό, σας έβαλα μόνο της Αρβανιτάκη, γιατί δεν μπορούσα να τα βάλω και τα δύο, οπότε έβαλα το λιγότερο διάσημο. Well, για όσους δεν έβλεπαν Μπρούσκο τουλάχιστον.

Το άλλο όλοι του έχουμε ακούσει τουλάχιστον μια φορά...

Τα βλέπω τα χαμόγελα που σκάνε, μην μου το παίζετε κουλτουριάρηδες!

Αφήστε μου ένα αστέρι και σχόλιο με την γνώμη σας αν σας άρεσε αυτό το κεφάλαιο και θα τα πούμε στο επόμενο!

Πολλά φιλιά,

Αθηνά❤

Continue Reading

You'll Also Like

2.6M 181K 69
"Σταμάτα να τρέχεις, αστυνομία!" άκουσα μια ανδρική φωνή πίσω μου. Σκατά!Άρχισα να τρέχω πιο γρήγορα. Τελικά ,ο μπάτσος με έφτασε και με άρπαξε. Τα...
76.9K 3.5K 60
Τι θα γίνει όταν η μικρή άβγαλτη απουσιολόγος αναγκαστεί να κάνει μια συμφωνία με το πιο διάσημο παιδί του σχολείου?
462K 28.7K 55
''Θα σου μάθω εγώ.'' μου είπε και έσμιξα τα φρύδια μου. ''Τι πράγμα;''τον ρώτησα με απορία. ''Να φιλάς ρε Μητσάκο.''μου είπε σαν να ήταν αυτονόητ...
575K 27.5K 69
Τι γίνεται όταν η γονείς σου, σου ετοιμάζουν έναν γάμο, πίσω από την πλάτη σου? Τι γίνεται όταν φτάνεις στα σκαλιά της εκκλησιάς και δεν έχεις δει ού...