Η κυρία με τα κόκκινα μαλλιά

Per just-feel-free

8.2K 723 5.6K

Αθήνα, Αύγουστος 1990 Η ιστορία ξεκινά. Στοιχείο που χαρακτηρίζει τούτο το βιβλίο; Η φωτιά. Η φωτιά που ξεχει... Més

Πρόλογος
Μέρος 1ο - Αθήνα 1990: Αρχή, ήμισυ του παντός
Η Μάγισσα
Της νύχτας τα καμώματα...
Όνειρο Απατηλό
Αστέρι γεννιέσαι
Ανοιχτοί Λογαριασμοί
Και τώρα οι δυο μας
Συγγνώμη
Σ' αγαπώ
Η δικαιοσύνη είναι τυφλή
Αποκάλυψη
Μέρος 2ο - Αθήνα 2004: Η Επιστροφή
Μάτια που δεν βλέπονται
Αντίπαλα Στρατόπεδα
Ο άγγελος μου
Τράβα Σκανδάλη
Η κυρία Μεταξά
Παίζοντας με τη φωτιά
Τα ξένα φιλιά βρωμάνε
Η κόρη μας

Μακρινές Αντανακλάσεις

368 34 269
Per just-feel-free

Ήταν η επομένη του αρραβώνα. Η οικογένεια Παπαδοπούλου συνέχισε τη ζωή της κανονικά, παρόλα αυτά, στο μυαλό της κόρης της οικογένειας τριγυρνούσε συνεχώς μια και μοναδική ερώτηση.

Πώς στο διάολο κατάλαβε ότι ο γάμος είναι στημένος;

Είχαν αφήσει να εννοηθεί, στον ευρύτερο κύκλο, ότι η Κατερίνα και ο Μάνος έτρεφαν συναισθήματα ο ένας για τον άλλο εδώ και πολλά χρόνια, λόγω της στενής τους συναναστροφής η οποία υπήρχε με αφορμή τη φιλία των πατεράδων τους. Αυτοί που γνώριζαν την αλήθεια ήταν η Θάλεια, ως κολλητή της Κατερίνας, ο Μιχάλης και ο Γιώργης, ως κολλητοί του Μάνου και οι γονείς των μελλόνυμφων.

Η Δόμνα όμως... Πως;

Η Θάλεια δεν της είχε μιλήσει... Δεν υπήρχε περίπτωση να της μιλήσει για κάτι που δεν αφορούσε την ίδια. Εδώ δεν της έλεγε καλά καλά τα προσωπικά της!

Έπρεπε να μάθει πως στο καλό το είχε καταλάβει!

Μάζευε το τραπέζι μετά το πρωινό, όσο ο Ραφαήλ ετοιμαζόταν για το ραντεβού του με τη Δέσποινα. Η Δόμνα δεν είχε κατέβει για πρωινό μαζί τους κι ήταν ακόμα κλεισμένη στο δωμάτιό της.

Κοιτούσε συνεχώς νευρικά πίσω της τη σκάλα και σκεφτόταν. Ήταν αρκετά παρακινδυνευμένο.

Είχε πολύ καιρό να κάνει ανοιχτή και ουσιαστική κουβέντα με τη μάνα της. Σχεδόν φοβόταν να της ανοίξει κουβέντα για το οτιδήποτε.

Τώρα όμως το είχε αποφασίσει. Θα της μιλούσε. Μόλις έφευγε ο μικρός από το σπίτι.

Είσαι όλη δική μου, Δόμνα Παπαδοπούλου!

***

Την είχε στήσει έξω από την εκκλησία και περίμενε να τελειώσει η Λειτουργία. Είχε ακουμπήσει στον τοίχο και κοιτούσε τα δέντρα του περίγυρου. Παρατήρησε τις μικρές κίτρινες μαργαρίτες χαμηλά στο χώμα. Ήταν δεκάδες.

Το βλέμμα του τις χάιδεψε απαλά για λίγο. Μέσα στο απόλυτο κίτρινο ποτάμι, παρεμβλήθηκε κάτι κόκκινο. Μια παπαρούνα.

Πλησίασε κοντά στο μικρό παρτέρι και έκοψε την παπαρούνα που μέχρι πριν λίγο ήταν ολομόναχη εκεί. Την κράτησε στις άκρες των δαχτύλων του και την στριφογύρισε απαλά. Χαμογέλασε.

Άκουσε την καμπάνα της εκκλησίας να χτυπάει και κατάλαβε ότι η λειτουργία τελείωσε.

Παρατήρησε σιγά σιγά όλες τις γιαγιάδες και τους παππούδες να βγαίνουν με τα αντίδωρα στα χέρια, αλλά ελάχιστους μεσήλικες και ακόμα λιγότερα παιδιά της ηλικίας του.

Πολλές φορές αισθανόταν τύψεις που δεν πήγαινε και εκείνος κάθε Κυριακή σαν τη Δέσποινα, όμως δεν ήξερε κατά πόσο του ήταν επιτρεπτό μετά από τα όσα είχε ξεστομίσει. Ο θάνατος του πατέρα του ήταν ένα μεγάλο πλήγμα για τον Ραφαήλ, αν και ήταν πολύ μικρός τότε. Στα έξι του χρόνια δεν μπορούσε να καταλάβει το πλήρες νόημα όσων άκουγε. Το μόνο που έκανε ήταν να κλαίει. Γοερά. Ασταμάτητα. Μεγαλώνοντας όμως, όταν έμαθε ακόμα περισσότερες λεπτομέρειες και ειδικότερα τον τρόπο με τον οποίο πέθανε ο πατέρας του, αναθεμάτισε πολλές φορές για τον Θεό που υποτίθεται ότι προστατεύει τους καλούς ανθρώπους και είχε πάρει τον πατέρα του τόσο άδικα.

Είχε καταραστεί, είχε βρίσει τα θεία... Έκλαιγε. Ρωτούσε. Απορούσε γιατί δεν είχε τον πατέρα του δίπλα του.

Γιατί να μην τον είχε εδώ;

Άκουσε τον λεπτό ήχο από χαμηλά τακούνια στο λευκό μάρμαρο. Γύρισε και είδε μια ψιλόλιγνη, λεπτοκαμωμένη μορφή, με μακριά, ίσια, μαύρα μαλλιά και δυο πράσινα μάτια να τον κοιτούν τσαχπίνικα.

«Φύγανε;», της ψιθύρισε.

«Τον πήραν ο Μιχάλης κι ο Γιώργης και πάνε στο καφενείο. Εγώ είπα ότι πάω στη Μαργαρίτα... Έχουμε όσο χρόνο θέλουμε!», του έκανε επίσης ψιθυριστά.

Τον πλησίασε χαρωπά και τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του, ενώ εκείνος γύρω από τη μέση της, φιλώντας τη στη μύτη. Της έδωσε την παπαρούνα.

«Μου θύμισε εσένα», της είπε.

«Εμένα; Από πού κι ως πού εμένα και όχι τη Θάλεια ή τη μητέρα σου; Αφού η παπαρούνα είναι κόκκινη...»

«Έχεις δει πως κοκκινίζεις όταν με βλέπεις, και ειδικά καλοντυμένο; Χειρότερη από την παπαρούνα γίνεσαι».

Η κοπέλα γούρλωσε τα μάτια της και τον χτύπησε ελαφρά στο μπράτσο.

«Έχε χάρη που σύντομα αρχίζουμε σχολείο και σε θέλω αρτιμελή... Έτοιμος για τη Β' Λυκείου;»

«Πανέτοιμος. Εσύ έτοιμη να κάνουμε το όνειρό μας πραγματικότητα;»

«Ο Μιχάλης έκανε την Παρασκευή την εγγραφή μου... Είμαι πλέον μια Εκπαιδευόμενη Μηχανολόγος Τεχνικού Λυκείου!»

Το χαμόγελο του Ραφαήλ πλάτυνε. Δεν πίστευε ότι θα έκανε το βήμα τελικά. Πίστευε ότι θα δήλωνε για τη νοσηλευτική που την πίεζε ο πατέρας της από μικρή. Παρόλα αυτά, εκείνη – κρυφά από εκείνον, με τις πλάτες του αδερφού της – αποφάσισε να ακολουθήσει αυτό που ήθελε και εγγράφηκε στο τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών του σχολείου τους. Κοινός τους στόχος; Αυτός που τους ένωσε; Να περάσουν και οι δύο στο Πολυτεχνείο. Και ήταν πολύ περήφανος που το κορίτσι του, το δικό του κορίτσι, ήταν αρκετά γενναίο ώστε με την υποστήριξη τη δική του και των αδερφών της, τόσο του θετού, όσο και του βιολογικού, να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα.

«Αυτό είναι το κορίτσι μου!»

***

Στεκόταν έξω από την πόρτα και την κοίταζε για ώρα. Δίσταζε να χτυπήσει. Το ήξερε πως το μεγαλοποιούσε στο μυαλό της αλλά, έτσι είναι σε κάθε πρώτη φορά. Φοβάσαι.

Χτύπησε με τη γροθιά της την πόρτα τρεις φορές και περίμενε υπομονετικά απ' έξω, μέχρι να ακούσει το ελαφρύ, μα επιβλητικό 'περάστε' της μητέρας της.

Μπήκε με αργά βήματα στο δωμάτιο, διστακτικά και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Είδε τη Δόμνα να κάθεται στο μπουντουάρ της και να χτενίζεται. Το βλέμμα της, αν και κοιτούσε στον καθρέφτη φαινόταν απλανές. Στάθηκε μπροστά από το κρεβάτι, σε σημείο που φαινόταν από τον καθρέφτη και με μια ανάσα μίλησε.

«Μπορούμε να μιλήσουμε;»

Η Δόμνα την κοίταξε με ένα ερευνητικό βλέμμα. Της φάνηκε περίεργη αυτή η ερώτηση της κόρης της, παρόλα αυτά δεν άργησε να μαντέψει το θέμα συζήτησης. Χαμογέλασε και έγνεψε καταφατικά.

«Σε ακούω», είπε αφήνοντας τη βούρτσα της.

Η Θάλεια κάθισε στο κρεβάτι και με όλο το άγχος να την κυριεύει, έκανε το κρίσιμο ερώτημα.

«Πως κατάλαβες ότι ο αρραβώνας του Μάνου και της Κατερίνας ήταν στημένος;»

Η ερώτηση αυτή έκανε τη γυναίκα απέναντί της να σκάσει στα γέλια. Ένα δυνατό, καθάριο και γάργαρο γέλιο, άκρως απολαυστικό και αναζωογονητικό. Η μητέρα της σηκώθηκε από τη θέση της και στάθηκε όρθια με τα χέρια σταυρωμένα ακριβώς απέναντι. «Τα θες με αλφαβητική σειρά;»

Το ερωτηματικό βλέμμα της Θάλειας, της έδωσε το έναυσμα να συνεχίσει. «Καταρχάς, δεν έχουν χημεία. Δεν συμπεριφέρεται έτσι ένα πραγματικά ερωτευμένο ζευγάρι. Όταν είσαι ερωτευμένος με κάποιον, όλα σε τραβούν κοντά του. Σαν μια μυστήρια μαγνητική δύναμη να σας δένει τόσο σφιχτά, που και να θέλατε – αν και δεν θέλετε – δεν θα μπορούσατε να βγείτε από τη δίνη της. Ο Μάνος και η Κατερίνα χθες, ίσα που αντάλλαξαν δυο κουβέντες και αυτές με το ζόρι, για τα μάτια του κόσμου. Όλη την υπόλοιπη ώρα, η Κατερίνα ήταν μαζί σου και ο Μάνος καλωσόριζε τους καλεσμένους μαζί με τον Λυκούργο. Θάλεια, με έχεις δει στα καλύτερά μου. Πες μου αλήθεια. Ο Μάνος και η Κατερίνα σαν ζευγάρι είναι, όπως ήμουν εγώ με τον Χρήστο;»

Στο όνομα του πατριού της, του πατέρα της, η νεαρή κοκκινομάλλα πάγωσε στιγμιαία, όμως η απάντηση βγήκε κοφτή και κατηγορηματική. «Όχι».

Ήταν αδύνατο να συγκρίνει. Οι γονείς της είχαν την πιο θυελλώδη σχέση. Ήταν το πιο ερωτευμένο ζευγάρι που είχε δει ποτέ, εκείνοι της είχαν χτίσει το πρότυπο της ιδανικής σχέσης που ευχόταν να αποκτήσει κάποτε. Δεν ήθελε κάποιον που να της φέρνει λουλούδια κάθε μέρα, να την πηγαίνει στα πιο ακριβά μέρη ή να της κάνει πολύτιμα δώρα. Ήθελε κάποιον που να της χαρίζει τα πιο γλυκά φιλιά, τις πιο μεγάλες αγκαλιές και όταν την κοιτάζει στα μάτια να βλέπει σε αυτά τον αγνό και καθαρό πόθο, αγάπη, σεβασμό και πάνω απ' όλα, λατρεία.

Γιατί αυτά έτρεφε ο Χρήστος για τη Δόμνα κι αφού ήταν μεγαλωμένη έτσι, δεν θα συμβιβαζόταν ποτέ με τίποτα λιγότερο.

Η γυναίκα με τα καστανά μάτια συνέχισε. «Δεύτερον, κάθε τους κίνηση εχθές ήταν τυποποιημένη. Σαν καλοκουρδισμένα στρατιωτάκια. Κανένα συναίσθημα. Απλή, ξεκάθαρη, διεκπεραίωση καθήκοντος. Τέλος, η Κατερίνα δεν θα μπορούσε ποτέ να κοιτάξει τον Μάνο για κανέναν λόγο. Είναι πολύ αντρικός για τα γούστα της».

Η Θάλεια γούρλωσε τα μάτια της και πετάχτηκε από το κρεβάτι. Είδε τη μητέρα της να χαμογελά απαλά.

«Ξέρεις! Πώς;», το ότι η μητέρα της ήξερε τόσα πολλά την τρέλαινε.

«Αχ, κοριτσάκι μου... Δεν γίνεται να είναι εκατό η αλεπού και το αλεπουδάκι εκτατών ένα. Ειδικά αυτή η αλεπού», είπε δείχνοντας τον εαυτό της. «Το έχω καταλάβει εδώ και πολλά χρόνια. Εκτός από αυτό όμως, σας άκουσα μια μέρα να μιλάτε».

«Μας παρακολουθείς;», φώναξε η κόρη της.

«Δεν έχουμε καλή ηχομόνωση στο σπίτι», απάντησε ήρεμα εκείνη. «Τέλος πάντων, μην ανησυχείς, το μυστικό σας είναι ασφαλές μαζί μου. Απλά σε παρακαλώ, προσπάθησε να την κάνεις να γελάσει λίγο. Δεν της αξίζει τόση στεναχώρια».

Χαμήλωσε το βλέμμα της. Ήταν από τις λίγες στιγμές που η μητέρα της γινόταν συναισθηματική. Λαχταρούσε τόσο πολύ αυτή την πλευρά που πριν αρκετά χρόνια ήταν η δύναμή της, όμως πλέον δεν υπήρχε και αυτό – πολλές φορές – της προκαλούσε αποστροφή.

«Να σε ρωτήσω και κάτι ακόμα;», ρώτησε τη μητέρα της.

«Ναι».

«Γιατί η Φανή και η Φρόσω έδειξαν τέτοιο μένος απέναντί σου χθες;»

Η Δόμνα σιώπησε για λίγο. «Ας πούμε απλά ότι με έχουν άχτι εδώ και πολλά χρόνια, μην σε απασχολεί όμως εσένα αυτό. Θες κάτι άλλο;»

«Ναι. Μπορεί να έρθει σήμερα η Κατερίνα να κοιμηθεί εδώ; Παρακαλώ;»

Η μάνα της χαμογέλασε. «Άντε, επειδή είμαι στις καλές μου».

«Ευχαριστώ μαμά!» φώναξε καθώς έβγαινε από το δωμάτιο και η Δόμνα γέλασε. Το πρόσωπό της σκοτείνιασε ξανά. Αναστέναξε.

Μακάρι όλα να ήταν τόσο απλά όσο τα περιέγραψε.

***

Είχε σουρουπώσει. Μετά από μια μεγάλη βόλτα στην Αθήνα, είχαν πάρει παγωτά και είχαν πάει στον Λυκαβηττό.

Ο ήλιος έδυε απαλά, κάτι που σήμαινε και το επερχόμενο τέλος της εξόδου τους.

«Ραφαήλ να σε ρωτήσω κάτι;», ρώτησε η μελαχρινή τρώγοντας το παγωτό σοκολάτας της.

«Για πες».

«Έχεις σκεφτεί ποτέ να κάνεις παιδί;»

Ο ξαφνικός πνιχτός του βήχας, ανάγκασε την Δέσποινα να του πάρει το παγωτό βανίλια από το χέρι και να τον χτυπήσει στην πλάτη. Ύστερα από λίγα λεπτά, ευτυχώς ηρέμησε.

«Είσαι καλά;», έκανε ανήσυχη.

«Ρε μωρό μου, πως τα πετάς έτσι αυτά;»

«Καλά ντε, δεν σου είπα ότι είμαι και έγκυος, ηρέμησε. Υποθετικά ρωτάω».

«Καλά και να μου έλεγες ότι είσαι έγκυος, δεν θα σε πίστευα. Πως να μείνεις; Με τον κρίνο;»

«Θα απαντήσεις στην ερώτησή μου;» του φώναξε.

«Καλά ντε! Ναι, το έχω σκεφτεί. Αλλά θέλω όταν το κάνω να είμαι έτοιμος και να μπορώ να τους αφιερωθώ. Βλέπεις, εγώ τον δικό μου τον πατέρα τον έχασα πολύ μικρός, οπότε ό,τι δεν έζησα εγώ θέλω να το ζήσουν τα παιδιά μου».

«Όπως και εγώ με τη μάνα μου...»

«Σου λείπει;», τη ρώτησε.

Η Δέσποινα για λίγο σώπασε. «Πάρα πολύ... Ώρες ώρες, κλαίω ενθυμούμενη τα όσα κάναμε μαζί και όσο κλαίω θυμάμαι κι άλλα και τότε κλαίω ακόμα περισσότερο».

Ο Ραφαήλ γέλασε ελαφρά και πέρασε το ένα του χέρι γύρω από τους ώμους της. Την έκλεισε στην αγκαλιά του. «Κλαψιάρα μου εσύ!», της είπε και φίλησε την κορυφή του κεφαλιού της, καθώς εκείνη γελούσε.

«Ιδανικά θα ήθελες αγόρι ή κορίτσι;», τον ρώτησε.

«Δεν με νοιάζει. Εσένα;»

«Κορίτσι. Για να βγάλω το όνομα της μαμάς μου», του απάντησε.

«Λοιπόν, άκου να δεις. Θα κάνουμε μια συμφωνία, ναι;», της έκανε και την έφερε ακόμα πιο κοντά του. Ακούμπησε το μάγουλό της στο στέρνο του και ξάπλωσε εκεί, όσο εκείνος περνούσε τα χέρια του γύρω από τη μέση της. «Αν κάνουμε αγόρι, θα δώσουμε το όνομα του πατέρα μου κι αν κάνουμε κορίτσι, της μητέρας σου. Μέσα;»

«Πώς είσαι σίγουρος ότι θα κάνουμε μαζί παιδί; Κι αν χωρίσουμε;»

«Αν χωρίσουμε δεν θα κάνω ποτέ παιδί, γιατί πίστεψέ με, δεν θα μπορούσα να φανταστώ καμία άλλη για μητέρα του παιδιού μου».

Η Δέσποινα γούρλωσε ελαφρώς τα μάτια της και κοκκίνησε.

«Είδες; Στο είπα ότι γίνεσαι σαν παπαρούνα όταν είσαι μαζί μου!»

«Ραφαήλ!», του φώναξε όσο τον κυνηγούσε στο χώρο που βρίσκονταν Εκείνος έτρεχε μακριά της και την κορόιδευε και εκείνη τον είχε πάρει στο κατόπι. Ξαφνικά σταμάτησε απότομα και την έπιασε από τη μέση όσο εκείνη χτυπούσε το στήθος του και την παλάμη της. Την άφησε να ηρεμήσει και τη φίλησε πεταχτά στο στόμα.

«Αυτό τι ήταν τώρα;», του έκανε νευριασμένα.

«Η επισφράγιση της συμφωνίας, γλυκιά μου παπαρούνα».

Οι υποσχέσεις δεν είναι κούφιες, οτιδήποτε κι αν αφορούν.

Να κρατάς κάθε υπόσχεση που δίνεις και να δίνεις υποσχέσεις που μπορείς να κρατήσεις.

***

Η Κατερίνα και η Θάλεια ήταν ξαπλωμένες στο κρεβάτι. Η κοκκινομάλλα κοιτούσε αδιάφορα το ταβάνι, ενώ η μελαχρινή ξεφύλλιζε ένα τυχαίο περιοδικό.

«Μίλησες καθόλου με τον Μάνο από χθες;»

«Ναι μίλησα αλλά όχι πολύ. Έχει αρκετό διάβασμα για τη σχολή, λέει».

«Ε δεν είναι και εύκολη η ιατρική, μην τρελαθούμε τώρα!»

«Απορώ αυτό το παιδί γιατί δεν έγινε δικηγόρος σαν τον πατέρα του. Γραφείο έτοιμο θα είχε, στρωμένη πελατεία...»

«Πάλι καλά που δεν έκανε και σε αυτό ό,τι ήθελε ο πατέρας του», πέταξε σαν μπηχτή η Θάλεια.

«Ναι σε αυτό έχεις δίκιο. Να σου πω, η μαμά σου είχε κάτι χθες; Στην αρχή ήταν λίγο τσιτωμένη και ειδικά μετά από τον καβγά με τη μάνα μου και τη Φρόσω... Παράγινε».

«Κοίτα για την αρχή δεν ξέρω, αλλά λογικά αργότερα αυτό που την ενόχλησε ήταν το ότι την αποκάλεσαν μάγισσα με την προσβλητική έννοια του όρου».

«Ναι αλλά γιατί τόσο πολύ;»

«Γιατί μάγισσα φώναζε ο πατέρας μου τη μάνα μου χαϊδευτικά, όσο ζούσε».

«Όταν λέμε πατέρας εννοούμε τον Χρήστο έτσι; Όχι τον βιολογικό».

«Εννοείται ότι εννοούμε τον Χρήστο. Εκείνος ήταν, είναι και θα είναι για πάντα ο πατέρας μου. Εκείνος με μεγάλωσε. Εκείνος φρόντισε τη μητέρα μου όταν όλοι την εγκατέλειψαν. Ο βιολογικός μου πατέρας την παράτησε μόλις έμαθε ότι είναι έγκυος. Αυτός ήταν και ο λόγος που οι παππούδες μου την έδιωξαν από το σπίτι. Δεν θα τους βρώμιζε το όνομα το μπάσταρδο, της είπαν. Την πέταξαν έξω, είκοσι χρονών, χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση, χωρίς λεφτά, χωρίς σπίτι, να φέρει στον κόσμο και να μεγαλώσει ένα παιδί μόνη της. Αν δεν ήταν ο Χρήστος δεν ξέρω τι θα είχαμε απογίνει».

«Ήταν καλός άνθρωπος πάντως ο μακαρίτης».

Η Θάλεια δεν απάντησε αμέσως. «Ο καλύτερος απ' όλους».

Η Κατερίνα της έπιασε το χέρι γλυκά και της χαμογέλασε. «Τουλάχιστον, έχεις τον Ραφαήλ και τη μάνα σου».

«Τώρα που είπες μάνα μου, έχω κάτι να σου πω...», έκανε διστακτικά. «Η μάνα μου... Ξέρει».

Η Κατερίνα πάγωσε. «Τι ξέρει;»

«Τα πάντα. Για το προξενιό, για σένα, τα πάντα! Τα κατάλαβε όλα χθες, από τις λίγες ώρες που σας είδε. Δεν ξέρω πως το κάνει αυτό αυτή η γυναίκα, χειρότερη από τη CIA γίνεται».

«Χαραμίζεται ως γραμματέας, δεν το συζητώ», έκανε ξεψυχισμένα η Κατερίνα. «Θάλεια τι θα κάνουμε; Δεν πιστεύω να πει τίποτα!»

«Κατερίνα, η κυρά-Δόμνα, μπορεί να είναι αδιάφορη, εριστική, σπαστική και περίεργη, αλλά δεν είναι προδότρια. Πίστεψέ με, μάνα μου είναι. Όπως και να είναι η σχέση μας, μπορώ να πω ότι την ξέρω καλά», είπε χαμογελαστά και αγκάλιασε τη φίλη της. Η Κατερίνα χαλάρωσε λίγο.

«Καλά... Την εμπιστεύομαι την κυρία Δόμνα. Ας αλλάξουμε όμως θέμα. Λοιπόν! Ποιο υπέρλαμπρο, πανέμορφο και καυτό κορίτσι έχει γενέθλια την Παρασκευή;»

Η Θάλεια χαμογέλασε ελαφρά. Το είχε σχεδόν ξεχάσει ότι την Παρασκευή ήταν 4 Σεπτέμβρη. Τα γενέθλιά της.

«Τι θα κάνουμε για να σε γιορτάσουμε φλόγα μου;»

«Να κάτσουμε σπίτια μας, βαριέμαι».

«Δεν θα είσαι με τα καλά σου! Τι σε ρωτάω μωρέ; Αφού εσύ είσαι μούχλω. Μου έλεγε ο Γιώργης τις προάλλες για ένα τέλειο μαγαζί που πήγε, όχι πολύ παλιό, άνοιξε σχετικά πρόσφατα και είναι πολύ κουκλί εσωτερικά».

«Κλαμπ;»

«Όχι καλέ, τι αμερικανιές είναι αυτές; Ο Έλληνας για να γλεντήσει θέλει σκυλάδικο καρδιά μου», είπε όλο θεατρικότητα.

«Μπουζούκια;»

«Ναι μπουζούκια, μην κατσουφιάζεις! Θα πάρουμε μαζί και τον Μάνο, με τον Μιχάλη και τον Γιώργη. Πού ξέρεις; Μπορεί να βρεις και κανέναν της προκοπής, να σε δώσω να ησυχάσω», έκανε χιουμοριστικά.

«Μέσα στην καταχνιά θα τον βρω τον μεγάλο τον έρωτα;»

«Ο έρωτας τόπο δεν κοιτά!», είπε η Κατερίνα καθώς πετάχτηκε από το κρεβάτι και έκανε μια στροφή στο δωμάτιο.

«Για τα χρόνια λέει η παροιμία, άσχετη!»

«Λέγεται διασκευή, μωρό μου», της είπε κλείνοντάς της το μάτι.

Ποτέ μην λες ποτέ.

***

Ο Ραφαήλ είχε επιστρέψει πριν λίγο και ήταν στο δωμάτιό του, όπως επίσης και η Θάλεια με την Κατερίνα, εδώ και ώρα. Εκείνη ήταν στην κουζίνα, όπου έφτιαχνε το αγαπημένο της τσάι λεμόνι, κρύο βέβαια, αφού ήταν ακόμη καλοκαίρι.

Τα μαλλιά της ήταν λυτά και ο κόκκινος ποταμός ξεχυνόταν μακρύς στην πλάτη της. Οι καλοκαιρινές της πιτζάμες αναδείκνυαν το καλοδιατηρημένο της σώμα και την έκαναν ακόμα κι έτσι γοητευτική.

Κοιτούσε έξω από το παράθυρο της κουζίνας, όσο έπινε την πρώτη παγωμένη γουλιά από το ρόφημά της.

Είχε χαθεί σε ανακατεμένες σκέψεις μεταξύ της χθεσινής βραδιάς και των όσων ειπώθηκαν νωρίτερα στη συζήτηση με την κόρη της. Στο μυαλό της παρέμενε αδιάκοπα ο Χρήστος σε μια μόνιμη ενθύμηση μιας περασμένης ευτυχίας και της τραγικότερης περιόδου της ζωής της.

Πλησίασε την άκρη της κουζίνας και άνοιξε το πρώτο συρτάρι. Σήκωσε τις θήκες των μαχαιροπίρουνων και πήρε το μικρό κλειδάκι που βρισκόταν εκεί. Προχώρησε με το ποτήρι και το κλειδί στο χέρι κατά μήκος της κουζίνας και του σαλονιού φτάνοντας στις δύο πόρτες του ισογείου. Στην πόρτα του ξενώνα και...

Ξεκλείδωσε την αριστερή πόρτα – κίνηση που είχε να κάνει αρκετό καιρό – και προχώρησε στο εσωτερικό του δωματίου. Αυτόματα, έκανε λίγα βήματα και άνοιξε την μεγάλη αυλόπορτα ώστε να πάρει αέρα.

Άφησε το βλέμμα της να περιπλανηθεί στους μπεζ τοίχους, τη μεγάλη σκαλιστή βιβλιοθήκη, το πελώριο γραφείο με τις δύο καφέ πολυθρόνες μπροστά. Η ματιά της έπεσε στο μικρό χρυσό ταμπελάκι που ήταν ακουμπισμένο πάνω στο γραφείο και απεικόνιζε με μαύρα σκαλιστά γράμματα μια επιγραφή.

Χρήστος Παπαδόπουλος

Δικηγόρος

Προχώρησε στο πίσω μέρος του γραφείου και βυθίστηκε στη μεγάλη καρέκλα. Τόσες αναμνήσεις που της κατέκλυζαν το μυαλό εκείνη τη στιγμή. Έπιασε στα χέρια της τη μία από τις δύο κορνίζες που υπήρχαν πάνω στο γραφείο. Την φωτογραφία του γάμου της. Η φωτογραφία εκείνη απεικόνιζε μια στιγμή μετά το μυστήριο, με εκείνη και τον Χρήστο αγκαλιασμένους, ενώ η διπλανή, την τετράχρονη Θάλεια να κρατάει στην αγκαλιά της τον νεογέννητο Ραφαήλ και να γελάει.

Χάιδεψε τη φωτογραφία που κρατούσε στα χέρια της και αυθόρμητα σιγομουρμούρισε τους στίχους από ένα τραγούδι που κάποτε εκείνος της αφιέρωσε.

«Στο Μόλυβο, στη Μυτιλήνη, θα βρω μια μάγισσα που λύνει, τα μάγια που σου έχουν κάνει και την καρδιά σου έχουν μαράνει. Κι όταν λυθούν τα μαύρα μάγια, κάτω απ' των άστρων την ανταύγεια, σ' ένα κοχύλι θα κλειστούμε και στον βυθό θα αγκαλιαστούμε. Να μην μας δει ανθρώπου βλέμμα, γιατί τα μάγια σαν το αίμα, φεύγουν και ξαναγυρνάνε και την αγάπη τυραννάνε. Κι όταν λυθούν τα μαύρα μάγια, κάτω απ' των άστρων την ανταύγεια, σ' ένα κοχύλι θα κλειστούμε και στον βυθό θα αγκαλιαστούμε».

Σκούπισε γρήγορα τα μάτια της και πήρε βαθιές ανάσες. Δεν είχε καταλάβει πότε άρχισε να κλαίει. Άφησε την κορνίζα πάνω στο γραφείο και στηρίχτηκε πάνω του για να σηκωθεί. Μόλις άσκησε πίεση στο συγκεκριμένο σημείο όμως, άκουσε ένα μικρό θόρυβο από τα συρτάρια.

Έσκυψε να δει και παρατήρησε κάτι. Μετά το όριο του τελευταίου συρταριού, το ξύλο από την επιφάνεια του επίπλου είχε σηκωθεί ψηλά, αποκαλύπτοντας μια ανοιχτή καφέ επιφάνεια, με ένα κόψιμο που σχηματικά, έμοιαζε με μικρό ντουλάπι.

Η Δόμνα αναρωτήθηκε. Πίεσε την επιφάνεια στο κέντρο της ανοίγοντας το πορτάκι. Μέσα στο ντουλάπι, υπήρχε ένας μεγάλος φάκελος, τον οποίο εκείνη έβγαλε από εκεί και ακούμπησε πάνω στο γραφείο.

Στην κορυφή του έγραφε ένα όνομα. Ένα όνομα του τους είχε σημαδέψει σαν οικογένεια.

Υπόθεση Ιωάννας Φωκά.

Άνοιξε τον φάκελο και άρχισε να ψαχουλεύει ανάμεσα στα χαρτιά. Έβλεπε τα γράμματά του, τις έρευνές του, τις σημειώσεις του...

Κι εκεί ανάμεσα ένα διπλωμένο χαρτί.

Παραξενεύτηκε. Ο Χρήστος δεν θα δίπλωνε ποτέ χαρτί το οποίο ανήκε σε έρευνα για κάποια υπόθεση. Ήθελε όλα να είναι τακτοποιημένα, ώστε να περνάνε πάντα στα δικαστήρια.

Πήρε το χαρτί στα χέρια της και το ξεδίπλωσε. Αναγνώρισε τον γραφικό του χαρακτήρα. Τα μάτια της άρχιζαν να περνάνε προσεκτικά πάνω από τις λέξεις. Διάβαζε... Διάβαζε... Διάβαζε... Ώσπου ο χρόνος σταμάτησε.

Παγετός. Ολοκληρωτικός. Σε λίγα λεπτά θα ξεσπάσει φωτιά.

Είχε παγώσει. Ένιωθε τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια της. Ζαλιζόταν.

Θυμός την είχε καταβάλει. Μένος, αγριότητα. Μια οργή η οποία θα τα διέλυε όλα στο πέρασμά της.

Με το χαρτί ακόμα στο χέρι της βημάτισε γρήγορα προς το σαλόνι. Έβγαλε μέσα από την ατζέντα της ένα μικρό χαρτάκι με έναν αριθμό, έτρεξε στο σταθερό και τον κάλεσε αμέσως. Περίμενε μερικά λεπτά, έως ότου η κλήση απαντήθηκε.

«Οικεία Ιακωβίδη, λέγεται παρακαλώ;»

«Την κυρία Όλγα Σέκερη, παρακαλώ. Και γρήγορα».

«Ποιος τη ζητεί;»

«Η Ρόζα».

«Μάλιστα».

Σιωπή επικράτησε για λίγα λεπτά, μέχρι που η λεπτοκαμωμένη φωνούλα που άκουγε πριν αντικαταστάθηκε με μια μεστωμένη, αισθησιακή φωνή.

«Σαν τα χιόνια! Πώς και με θυμήθηκες έτσι ξαφνικά;»

«Πόσο γρήγορα μπορείς να κατέβεις στην Αθήνα μαζί με τον κύριο Διοικητή;»

«Γιατί τι έγινε;»

«Θέλω να ανοίξω ξανά την υπόθεση της δολοφονίας του Χρήστου». 





Βρε καλώς τα πονεμένα τα παιδιά, καλώς τα τα γλυκά μου τα τριανταφυλλάκια!

Καλή Χρονιά για όσους δεν τα έχουμε πει, καλή φώτιση, υγεία κι η Παναγιά μαζί μας!

Για κοίτα να δεις, εδέησε η συγγραφέας να ανεβάσει κεφάλαιο; ΜΗΝ ΜΟΥ ΤΟ ΛΕΤΕ! ΤΡΕΧΑΤΕ ΝΑ ΠΑΡΕΤΕ ΨΩΜΙΑ, ΘΑ ΓΚΡΕΜΙΣΤΟΥΝ ΟΙ ΦΟΥΡΝΟΙ!

Για να σοβαρευτώ όμως και λίγο, να ξέρετε μου βγήκε η πίστη να γράψω αυτό το κεφάλαιο, κανονικά θα έπρεπε να έχει ανέβει εδώ και κανένα δεκαήμερο, αλλά είχε κολλήσει το κεφάλι μου. 

Παρόλα αυτά όμως, θέλω να ξέρετε ότι μπορεί να μην ανεβάζω αρκετά συχνά κεφάλαια λόγω σχολείου, όμως θα κάνω ό,τι μπορώ γιατί δεν θέλω να μένετε και πολύ σε αγωνία από τώρα...

Τα καλά της Α' Λυκείου!!! (not)

Πάμε στα του κεφαλαίου όμως λίγο...

ΚΑΛΕ ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΕΔΩ; ΧΑΜΟΥΛΗΣ!!!

Αυτό το κεφάλαιο, αν και δεν είναι τόσο συνταρακτικό, είναι κλειδί για τη συνέχεια - από πολλές απόψεις - και θέλω να μου το προσέξετε πολύ. 

Έχουμε μια συζήτηση περί παιδιού μεταξύ Ραφαήλ και Δέσπως, έχουμε δυο κοράσια που ετοιμάζουν έξοδο, μια συζήτηση μεταξύ μάνας και κόρης και την πρώτη αποκάλυψη αυτού του βιβλίου κυρίες και κύριοι!

Ο Χρήστος Παπαδόπουλος δολοφονήθηκε!

Μην μου πάθετε σοκ από τώρα, γιατί ακόμα δεν έχετε δει  Τ Ι Π Ο Τ Α!!!!!!!!!!!!!!!!!

Αχ και στο επόμενο να δείτε τι σας έχω!!!!!!!!

Από το επόμενο αρχίζουν τα καλά!

Fun fact: Η ημερομηνία των γενεθλίων της Θάλειας είναι η ίδια με τη δική μου.

Εσείς πως είστε όμως;

Πείτε μου πως περάσατε στις γιορτές, πείτε μου γνώμη για το κεφάλαιο, πείτε μου τον πόνο σας για τον μαλάκα, για το σχολείο, τον καιρό...

Γενικά ό,τι γουστάρετε, εγώ σε όλα θα απαντήσω.

Αφήστε μου αστεράκι αν σας άρεσε, έστω και λίγο, αυτό το κεφάλαιο, με βοηθάτε πάρα πολύ με αυτό και δίνουμε ραντεβού για το επόμενο!

Μέχρι τότε, πολλά, πολλά φιλιά!

Αθηνά❤


Continua llegint

You'll Also Like

575K 27.5K 69
Τι γίνεται όταν η γονείς σου, σου ετοιμάζουν έναν γάμο, πίσω από την πλάτη σου? Τι γίνεται όταν φτάνεις στα σκαλιά της εκκλησιάς και δεν έχεις δει ού...
354K 28.1K 45
Ο έρωτας πέρα απο την λογική
The Vow Per Kihli12

Literatura romàntica

237K 16.7K 34
«Και ποια είναι η πρότασή σου;» «Συνεργασία Βολκόβ. Μια συνεργασία που δεν θα σπάσει εύκολα, θα είναι από τους δεσμούς που είναι ιεροί και δεν του...
1.1M 79.6K 70
Η Άννα πρέπει οπωσδήποτε να φύγει από την Αθήνα και να βρει μια δουλειά χωρίς να μάθει ο πρώην της τίποτα. Η κολλητή της φίλη, η Ελπίδα, της βρίσκει...