Θα περάσει κι ένας χρόνος

563 12 2
                                    

Λίγα λόγια από τη δημιουργό: Κατ 'αρχάς θα ήθελα να ευχαριστήσω όσους διάβασαν, ψήφισαν και σχολίασαν την ιστορία μου εδώ και στο twitter. Τα σχόλια σας είναι πάντα καλύτερα από τα προηγούμενα και με συγκινούν πολύ. Όπως σας είπα τα κεφάλαια δεν θα είναι παραπάνω από 6000 λέξεις με εξαίρεση το συγκεκριμένο που ξεπερνά τις 8500 χιλιάδες λέξεις. Το συγκεκριμένο κεφάλαιο ήταν ένα προσωπικό στοίχημα για μένα μιας και έπρεπε να συμπεριλάβω πολλά γεγονότα μιας ολόκληρης χρονιάς επεισοδίων μέσα σε ένα μόνο κεφάλαιο. Έχω κάνει κάποιες καθοριστικές αλλαγές που ελπίζω να σας αρέσουν ενώ κάποια άλλα πράγματα τα άφησα ίδια. Εύχομαι να σας αρέσει και αυτό το κεφάλαιο και περιμένω τα σχόλια σας. Το επόμενο κεφάλαιο από τη πλευρά του Κωνσταντή που θα είναι 6 χρόνια μετά θα το δημοσιεύσω το Σάββατο. Βλέποντας πως έχω πολύ διάβασμα για το πανεπιστήμιο και μετά από έναν προγραμματισμό κατέληξα πως οι ιδανικές μέρες για να δημοσιεύω είναι η Τρίτη και το Σάββατο. Ελπίζω όλοι να παραμένετε αισιόδοξοι και υγιείς. Ένας μήνας μένει ακόμα. Που θα πάει θα τελειώσει το 2020!  Μέχρι το επόμενο κεφάλαιο να είστε όλοι καλά.

Καλή σας ανάγνωση...

Είχε μείνει στην αυλή για ώρα. Δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από το μονοπάτι που είχε διαβεί ο Κωνσταντής. Ήταν λες και νόμιζε πως αν έμενε να κοιτάει το δρόμο θα άλλαζε γνώμη και θα επέστρεφε. Χαζές ήταν οι σκέψεις της βέβαια και το ήξερε καλά. Ο Κωνσταντής δεν θα γύριζε πίσω και ειδικά στην ίδια, μιας και αυτή ήταν η αιτία της φυγής του.

Σαν μπήκε στο σπίτι είχε αρχίσει να χαράζει και σύντομα όλοι θα ξυπνούσαν. Σε μια προσπάθεια να ζεστάνει την παγωμένη της καρδιά έφτιαξε ένα τσάι. Τουλάχιστον έτσι θα ζεσταινόταν λίγο το σώμα της. Δεν ένιωθε πολύ καλά. Ρίγη διαπερνούσαν το κορμί της και σαν ακούμπησε το μέτωπο της συνειδητοποίησε πως ψηνόταν στον πυρετό. Τόση ώρα, απορροφημένη όπως ήταν με την αναχώρηση του μεσαίου Σεβαστού, δεν είχε καταλάβει σε τι κατάσταση βρισκόταν. Τη στιγμή όμως που το συνειδητοποίησε ένιωσε τις δυνάμεις τις να την εγκαταλείπουν. Σωριάστηκε στο πάτωμα και ο τελευταίος ήχος που έφτασε στα αυτιά της ήταν η κούπα της, που γινόταν κομμάτια.

Δεν ήξερε πόση ώρα είχε κοιμηθεί, ούτε τι ώρα ήταν, μα σαν ξύπνησε είδε τη Λενιώ από πάνω της. Της έβαζε κομπρέσες στο πρόσωπο και την κοιτούσε γεμάτη ανησυχία. Ο λαιμός της είχε ξεραθεί και αισθανόταν ανήμπορη να μιλήσει. Προσπάθησε έστω να προφέρει το όνομα της αδερφής της, μα εκείνη την σταμάτησε. Της χάιδεψε τα μαλλιά και σε λίγη ώρα η Ασημίνα είχε βυθιστεί σε έναν βαθύ λήθαργο.

Άγριες Μέλισσες: Πες μου μονάχα πως μ 'αγάπησεςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora