Μα πάλι εσύ με ράγισες

597 20 23
                                    

Λίγα λόγια από τη δημιουργό: Θέλω να σας ευχαριστήσω για μια ακόμη φορά. Χαίρομαι που η ιστορία μου έχει αρέσει σε τόσο κόσμο και είμαι ευγνώμων σε αυτούς που διάβασαν, ψήφισαν και σχολίασαν την ιστορία μου εδώ και στο twitter. Αυτό το κεφάλαιο με δυσκόλεψε περισσότερο από όλα αλλά ταυτόχρονα είναι και το μεγαλύτερο που έχω γράψει για τον Κωνσταντή. Εύχομαι να σας αρέσει. Περιμένω τα σχόλια σας. Ελπίζω να είστε όλοι καλά και να παραμένετε δυνατοί και αισιόδοξοι. Το επόμενο κεφάλαιο από την πλευρά της Ασημίνας θα δημοσιευτεί τη Δευτέρα. Καλή δύναμη σε όλους και καλή ανάγνωση

Τα αυτιά του βούιζαν και τα μηνίγγια του σφυροκοπούσαν. Πονούσε όλο του το σώμα και τα δάχτυλα του είχαν ματώσει από τις τόσες φορές που είχε χτυπήσει τη γροθιά του στον τοίχο του στάβλου. Ήθελε να σπάσει τα πάντα γύρω του. Να καταστρέψει ότι έπιανε το μάτι του και ταυτόχρονα να προκαλέσει τον μεγαλύτερο σωματικό πόνο, που μπορούσε, στον εαυτό του για να μην αισθάνεται την οδύνη μέσα του. Ο τόπος δεν τον χωρούσε. Λαχταρούσε να ουρλιάξει , να κλάψει, μα ούτε και αυτό του φαινόταν αρκετό για να ξεσπάσει. Δεν γίνεται να συμβαίνει αυτό; Δεν είναι αλήθεια. Δεν μπορεί, έλεγε και ξανάλεγε μην μπορώντας να το πιστέψει.

Νόμιζε πως τα χειρότερα είχαν περάσει όταν ο Σέργιος τους πληροφόρησε  πως θα παντρευόταν την Ελένη, μα για ακόμα μια φορά είχε άδικο. Τόσο καιρό τώρα είχε πείσει τον εαυτό του πως όταν ερχόταν η στιγμή να παντρευτεί η Ασημίνα θα το έπαιρνε βαριά αλλά θα το δεχόταν. Πάνω απ' όλα τον ένοιαζε να είναι καλά εκείνη, οπότε όταν έφτανε η ώρα του γάμου της, θα έσφιγγε τα δόντια και θα της ευχόταν με όλη του την καρδιά να ευτυχήσει. Μα όχι, αυτό που συνέβαινε δεν μπορούσε να το αποδεχτεί με καμία δύναμη. Τόσοι άνδρες υπήρχαν. Έπρεπε να αγαπήσει τον ίδιο του τον αδερφό; 

Όταν ανακοίνωσε ο Νικηφόρος τα μαντάτα στους γονιούς τους, η μάνα άρχισε να θρηνεί ρωτώντας τι είχε κάνει και την τιμωρούσε με τέτοιον τρόπο ο Θεός , ενώ ο Δούκας τον απειλούσε πως θα τον κρεμούσε από το δοκάρι και θα τον άφηνε εκεί μέχρι να αλλάξει γνώμη. Αλλά ο Νικηφόρος ήταν ανένδοτος. Τόσο πολύ την αγαπούσε λοιπόν;  

Μέχρι εκείνη τη στιγμή κανείς δεν είχε καταλάβει την παρουσία του Κωνσταντή στο δωμάτιο, μιας και τόση ώρα ο μεσαίος Σεβαστός βρισκόταν σε τέτοιο σοκ που αδυνατούσε να κουνηθεί, πόσο μάλλον να μιλήσει. Όταν όμως ο Νικηφόρος δήλωσε πως και η Ασημίνα τον αγαπούσε ο Κωνσταντής δεν άντεξε.<< Σ 'αγαπάει;>> μουρμούρισε αδυνατώντας να το πιστέψει. Όλοι ευθύς γύρισαν να τον κοιτάξουν μα ο Νικηφόρος απλά του πέταξε ένα << Δεν με ενδιαφέρει η άποψη σου Κωνσταντή.>>, και ευθύς ξαναγύρισε προς το μέρος του πατέρα και της μάνας<<Την αγαπώ και μ 'αγαπά και θα γίνει αυτό που θέλουμε και οι δυο!>>, κατέληξε και βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο.

Άγριες Μέλισσες: Πες μου μονάχα πως μ 'αγάπησεςKde žijí příběhy. Začni objevovat