Το πρώτο σκίρτημα

1.6K 32 7
                                    

Δύο χρόνια τώρα φρόντιζε να είναι πάντα στις 5 στο καφενείο. Φυσικά από πίσω ερχόταν και ο Μελέτης κυρίως για να τον πειράξει. <<Βρε Κωνσταντή>> του έλεγε<<τόσο καιρό την έχεις φάει τη Σταμίραινα με τα μάτια. Μια κουβέντα δεν θα της πεις; Αν ήμουν εγώ στη θέση σου...>>  Πάντα εκείνα τα λόγια τον θύμωναν τον Κωνσταντή αλλά αρκούνταν στο να του δώσει μια καρπαζιά στο σβέρκο. Το ήξερε πως ο Μελέτης πάντα το καλό του ήθελε αλλά δύο χρόνια τώρα κάθε φορά που της μιλούσε χειρότερα τα έκανε. Μετά από  κάθε τους συζήτηση έβριζε τον εαυτό του για αυτά που είχε ξεστομίσει πριν από λίγα λεπτά. Η αλήθεια ήταν πως δεν ήταν μαθημένος σε κοπέλες σαν την Ασημίνα. Εκείνη θα έπαιρνε κάποιον που τα πήγαινε καλά με τα λόγια ενώ εκείνος με το ζόρι το είχε τελειώσει το σχολείο μετά την επιμονή και της μητέρας του. Δεν ήταν πως δεν είχε μυαλό αλλά προτιμούσε να γυρνάει στα χωράφια και στον καθαρό αέρα παρά να περνάει τη μέρα του διαβάζοντας βιβλία.  Τους τελευταίους μήνες λοιπόν αρκούνταν στο να την κοιτάει όταν κάθε φορά λίγο μετά τις 5 έμπαινε στο καφενείο της Βιολέτας για να προμηθευτεί κάτι για εκείνη και τις αδερφές της. Η Ασημίνα δεν ερχόταν κάθε μέρα αλλά δεν ήθελε να το ρισκάρει. Κάποιες φορές ερχόταν δυο φορές την εβδομάδα, άλλες τρεις, άλλες μόνο μία. Εκείνες ήταν οι χειρότερες βδομάδες.

Ήταν στο πανηγύρι του χωριού πριν δύο χρόνια. Τότε άρχισε να την βλέπει διαφορετικά. Όταν την είδε με το καινούργιο της γαλάζιο φόρεμα να χορεύει, του φάνηκε σαν σωστή νεράιδα από τα παραμύθια που του έλεγε η Αγορίτσα, όταν ήτανε μικρός. Το μόνο που ήξερε ήταν πως ήθελε να πάει κοντά της και να χορεύει μαζί της όλο το βράδυ και ας δυσανασχετούσε η κυρά Μυρσίνη που ήθελε μόνο αρχόντισσες για τους γιούς της. Οι νεράιδες βάζουν κάτω και ολόκληρες αρχόντισσες. Έτσι και έγινε λοιπόν σηκώθηκε και την πλησίασε. Εκείνη δίστασε στην αρχή αλλά μετά από λίγες στιγμές του χάρισε ένα ντροπαλό χαμόγελο και  ο χορός τους ξεκίνησε. Δεν ήξερε αν ήταν το κρασί η μουσική ή η ζεστασιά που ένιωθε κάθε φορά που την πλησίαζε αλλά ένα ήταν σίγουρο αν δεν την φιλούσε θα τρελαινόταν. Το έκανε λοιπόν το θαύμα του και μπροστά σε όλους την άρπαξε και την φίλησε. Μια στιγμή κράτησε αλλά τι στιγμή. Τέτοια ζεστασιά τέτοια επιθυμία δεν είχε ξανανιώσει για γυναίκα. Εκείνη τη στιγμή ένιωσε πραγματικά ευτυχισμένος. Δυστυχώς όμως σε λίγα δευτερόλεπτα ένιωσε τα χέρια της να τον σπρώχνουν μακριά από αυτή τη ζεστή φωτιά. Τα όργανα σταμάτησαν η μουσική έπαψε και όλοι έμειναν να κοιτάνε αυτόν και την Ασημίνα. Πρόλαβε να δει τα δακρυσμένα μάτια της προτού το βάλει στα πόδια σαν τρομαγμένο ελάφι. Αμέσως μετά την ακολούθησαν η Ελένη και η Δρόσω ενώ ο πατέρας του και ο Γιώργης Σταμίρης, ο πατέρας των τριών κοριτσιών, ερχόντουσαν προς το μέρος του. Γρήγορα τον τράβηξαν παράμερα και τότε ο παπά- Γρηγόρης σε μια προσπάθεια να στρέψει την προσοχή του κόσμου αλλού βάλθηκε να φωνάζει στην ορχήστρα να συνεχίσει να παίζει. 

Αυτή ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που χόρεψε με την Ασημίνα. Μετά από αυτό έφαγε μια γερή κατσάδα από τον πατέρα του και τον κυρ Γιώργη και όταν πήγε  να ζητήσει συγγνώμη τα έκανε ακόμη χειρότερα. Τώρα πλέον η Ασημίνα προσπαθούσε να τον αποφύγει όπως ο διάολος το λιβάνι και τα λίγα λόγια που της είχε πει μέχρι στιγμής μόνο ευκολότερη δεν είχαν κάνει την κατάσταση. Τώρα όμως μήνες τώρα δεν της είχε μιλήσει, μετά ειδικά και τον θάνατο του πατέρα της προτίμησε να μείνει σιωπηλός. Πλέον όμως είχε περάσει αρκετός καιρός, θα την πλησίαζε ξανά και θα της ομολογούσε τι ένιωθε γι' αυτήν. Θα της έλεγε πως ήθελε να την γνωρίσει καλύτερα και πως ήθελε μια δεύτερη ευκαιρία. Ήταν σίγουρός πως  η Ασημίνα ήταν η μόνη γυναίκα που θα ερωτευόταν. Δύο χρόνια τώρα και ένιωθε ακόμα το ίδιο. Δεν ήταν τυχαίο. Ναι αύριο θα της μιλούσε και ήλπιζε για το καλύτερο. 


Άγριες Μέλισσες: Πες μου μονάχα πως μ 'αγάπησεςWhere stories live. Discover now