Κεφάλαιο 13

480 47 0
                                    

Της φάνηκε αιώνας μέχρι να έρθει το καλοκαίρι και να επιτρέψει στην Αθήνα... να τον δει.... μόνο αυτό την ένοιαζε... μόνο για αυτόν γυρνούσε πίσω... Για να τον δει... να πέσει στην αγκαλιά του και να μην βγει ποτε από εκεί...Τρεις μήνες... τρεις μήνες θα ήταν μαζί του... Περίμενε όλον τον χρόνο για αυτό... Κατέβηκε από το αεροπλάνο και εκεί την περίμενε ο σοφέρ του πατέρα της.
«Γεια σου Μάρκο» του είπε και εκείνος πήρε την βαλίτσα της.
«Είχατε καλό ταξίδι δεσποινίς Καρμάνου;» Την ρώτησε ενώ κατευθυνόταν προς το αυτοκίνητο.
«Κουραστικό.. θέλω απλά να πάω σπίτι μου»
«Ο πατέρας σας σας περιμένει»
Δεν του απάντησε μετά αυτό...έμεινε σιωπηλή μέχρι που έφτασαν στο σπίτι.
Η γιαγιά της μόλις την είδε έτρεξε να την αγκάλιασε την φίλησε αλλά δεν έκανε το ίδιο και ο πατέρας της.
«Καλωσήρθες» ήταν το μόνο που της είπε και εκείνη το πέρασε αδιάφορα.
Πήγε στο δωμάτιο της να αφήσει την βαλίτσα της. Ο Αγγελος δεν ήξερε ότι είχε έρθει... στο τελευταίο της γράμμα δεν του το είχε πει... ήθελε να είναι έκπληξη... Μπήκε στο δωμάτιο της και η έκπληξη ήταν όλη δίκη της... Πάνω στο γραφείο της υπήρχε άλλο ένα βάζο που ήταν γεμάτο με λουλούδια... που σίγουρα δεν υπήρχε πριν φύγει... Ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά... από αγάπη.... Της άφηνε κάθε μέρα λουλούδια ακόμα και τώρα που έλειπε... Μα πως θα μπορούσε να μην τον αγαπήσει... Ήταν ότι καλύτερο της είχε συμβεί.  Άλλαξε γρήγορα ρούχα και κατέβηκε αμέσως στην κουζίνα.
«Κοριτσάκι μου» της είπε η Μαρία που μόλις την είδε τα μάτια της ξεχείλισαν από αγάπη.
«Μαρία μου» της είπε και έπεσε στην αγκαλιά της...
Ποσό της είχε λείψει... Αυτή η γυναίκα είναι η μάνα που δεν είχε ποτε.
«Μα πως άλλαξες έτσι... ολόκληρη γυναίκα έχεις γίνει»
«Δεκαεπτά είναι αυτά Μαρία»
«Ποσό μου έλειψες»
«Και εμένα μου λείψατε Μαρία μου»
«Έξω είναι... πήγαινε.. θα χαρεί» της είπε και αφού της χαμογέλασε πλατιά βγήκε στον κήπο.
Δεν ήταν μόνος του... ήταν μαζί του άλλο ένα αγόρι της ηλικίας του από ότι κατάλαβε και ήταν αρκετά όμορφος. Ψηλός σαν τον Άγγελο με καστανόξανθα μαλλιά και από ότι είδε μάλλον είχε καστανά μάτια....
«Το γίνεται; Ένα χρόνο έλειψα και έχουμε κάνει νέες παρέες;»
Στο άκουσμα της φωνής της ο Αγγελος πετάχτηκε από την καρέκλα που καθόταν και την έσφιξε στην αγκαλιά του... Δεν ήθελε να την αφήσει να φύγει.. Ήθελε να την κρατήσει για πάντα εκεί.
«Με συγχωρείται.. είμαι και εγώ εδώ»
«Και ποιος είσαι εσυ που θα διακόψεις την όμορφη στιγμή;» Του είπε απότομα.
«Πω πω... φίλε δεν περίμενα να το εννοείς όταν έλεγες ότι είναι άγρια»
«Ποιος είσαι εσυ είπαμε;»
«Με λένε Φίλιππο... είμαι φίλος του Αγγελου»
«Σταματα να ενοχλείς» του είπε και στράφηκε στον Άγγελο ο όποιος της έδωσε ένα φιλί... ένα φιλί που περίμενε πολύ καιρό να της δώσει.
«Τώρα μπορείς να ενοχλήσεις» του είπε αφού ο Αγγελος την είχε αφήσει από την αγκαλιά του.
«Να σαι καλά» της είπε για να την πειράξει...
Δεν την είχε γνωρίσει ποτε άλλοτε από κοντά... Είχε ακούσει τόσα για εκείνη από τον Άγγελο που δεν χρειάστηκε να την γνωρίσει.... Την είχε συμπαθήσει έτσι και αλλιώς....
«Ξέχασα να σου πω ότι ο φίλος σου είναι πολύ αντιπαθητικός» του είπε γελώντας και τότε κοίταξε τον Φίλιππο που γελούσε.
Έμεινα οι τρεις του αρκετή ώρα έξω στον κήπο και μιλούσαν... γελούσαν... Η Αλεξάνδρα παρόλο που είπε τον Φίλιππο αντιπαθητικό στην πραγματικότητα τον είχε συμπαθήσει πολύ.... παρα πολύ για την ακρίβεια... Και ο Φίλιππος το ίδιο... Έβλεπε μια εντελώς διαφορετική Αλεξάνδρα από εκείνη που του είχε περιγράψει ο Αγγελος... Δεν έβλεπε πουθενά ψυχρότητα αλλά ούτε και σκληρότητα.. αντιθέτως έβλεπε ένα πολύ γλυκό και πανέμορφο κορίτσι και μια υπέροχη και αγνή ψυχή... Όταν την επόμενη μέρα ο Φίλιππος τα είπε αυτά στον φίλο του ο Αγγελος το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να γελάσει και να πει: «Δεν την έχεις γνωρίσει ακόμα για αυτό τα λες αυτά» ενώ συνέχισε να γελάει.
Ο Φίλιππος ήξερε για την ιστορία της νεαρής κοπέλας... ήξερε για την μάνα της που δεν την αγάπησε.. για τον πατέρα της που δεν της δίνει καμία σημασία... Ήξερε τα πάντα σχεδόν από τον Άγγελο... αυτό που δεν ήξερε και δεν μπορούσε να καταλάβει ήταν το πως μπορούσε ένα κορίτσι δεκαεπτά χρονων να έχει μέσα της κακία... Τι ήξερε από κακία ένα παιδί; Δεν μπορούσε να φανταστεί... Όπως επίσης δεν φαντάστηκε ότι οι απορίες και οι ερωτήσεις που είχε θα λυνόταν πολύ πιο σύντομα από ότι φανταζόταν ο ίδιος... και θα λυνόταν με έναν πολύ άσχημο τρόπο που ποτε του δεν περίμενε.

Και Το Όνομα Αυτής: Αλεξάνδρα Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα