Δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι θα έφευγε. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι θα έχανε και εκείνη. Τι θα έκανε μόνος εδώ;

Τι θα έκανε αν δεν την ξαναεβλεπε ποτέ;

Γιατι ο κόσμος είναι τόσο άδικος;

Σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε έντονα, όσο έντονα κοιτούσε κάποιος που ήξερε ότι θα πέθαινε σε λίγα λεπτά, όμως το είχε αποδεχτεί• οι ανάσες θα λιγόστευαν αργά, η καρδιά θα σταματούσε,το βλέμμα θα θόλωνε, μα δεν τον ένοιαζε, το ήξερε βαθιά μέσα του ότι θα κατέληγε έτσι. Το μόνο που ήθελε, ήταν να χρησιμοποιήσει τα λόγια, όσο ακόμα είχαν νόημα.

«Μην ξεχάσεις.» της είπε ο μικρός με βλέμμα που έκαιγε,πιο βαθύ και από τη θάλασσα. Κάτι μέσα του, του έλεγε πως δεν είχε χρόνο. Τα λόγια θα έχαναν το νόημα...

«Τι...»

Την έπιασε από τους ώμους και την έσφιξε απαλά. Κάπου μέσα του ήθελε να την αγκαλιάσει ξανά, να της πει κάτι αστείο για να γελάσει ή κάτι παρηγορητικό, να σκουπίσει τα δάκρυά της με το μανίκι του, μα δεν το έκανε.

«Μην ξεχάσεις ποτέ αυτά που έγιναν εδώ. Θυμάσαι που μου υποσχέθηκες εκείνη τη μέρα που χιόνιζε; Μην ξεχάσεις το Μάρκο. Ούτε εμένα. Μην ξεχάσεις πως γνωριστήκαμε. Μην ξεχάσεις το νοσοκομείο και τις λίγες στιγμές που περάσαμε εδώ. Μην ξεχάσεις.» είπε ο Αχιλλέας κρατώντας την απ'τους ώμους, τονίζοντας τις φράσεις του.

Η μικρή τον κοίταξε για λίγο ταραγμένη, απορροφώντας αυτά που της έλεγε σαν μαγικό ξόρκι.
Και κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.

Μια φωνή φώναξε το όνομά του κοριτσιού, διακόπτοντας τα. Τα δύο παιδιά σήκωσαν ξαφνιασμενα τα κεφάλια τους προς την πόρτα, σαν να τα είχαν πιάσει να κάνουν κάτι κακό, κάτι παράνομο σε αυτόν τον κόσμο...

Μια γυναίκα είχε μπει μέσα στο δωμάτιο δώδεκα και τα κοιτούσε ταραγμένη, λες και πράγματι συνέβαινε κάτι κακό. Ο Αχιλλέας δεν την είχε ξαναδεί. Ένιωσε την Αμαλία να τινάζεται ελαφρά στα χέρια του.

«Αμαλία, φεύγουμε. Τώρα.» είπε η γυναίκα απότομα και πλησίασε βιαστικά το κορίτσι.

Ο Αχιλλέας συνειδητοποίησε με τρόμο, πως η στιγμή των χειρότερων ονείρων του είχε φτάσει πιο γρήγορα από οτι περίμενε.

Δεν πρόλαβε να αντιδράσει, η γυναίκα είχε σηκώσει ήδη το κορίτσι, παρα τις διαμαρτυρίες της, στην αγκαλιά της και έφευγε απ'το δωμάτιο δώδεκα, τόσο ξαφνικά όπως είχε έρθει.

«Αμαλία!» φώναξε ο Αχιλλέας και σηκώθηκε απότομα. Ζαλίστηκε από την απότομη κίνηση, το δωμάτιο έσβησε για λίγο, αλλά δεν σταμάτησε.

Άκουσε το κορίτσι να τον φωνάζει, πριν η γυναίκα εξαφανιστεί απ'την πόρτα.
Ο Αχιλλέας δεν τα παράτησε. Τρέχοντας έκανε να ακολουθήσει τη γυναίκα.

Δεν μπορούσε να δεχτεί οτι ο κόσμος τους χώριζε.

Δύο χέρια τον έπιασαν και τον συγκρατησαν στο κατώφλι της πόρτας. Αντιστάθηκε, πάλεψε μα δεν μπόρεσε να ελευθερωθεί.

Απελπισμένος την φώναξε ξανά.

Και ξανά.

Η φωνή του χάθηκε, πνίγηκε μέσα στο σκοτάδι και στον ήχο ενός κινητήρα αυτοκινήτου που ξεμακραινε.

Για αλλη μια φορά βυθίστηκε στην άβυσσο του κόσμου, βούλιαξε αργά σαν βότσαλο στο βυθό της θάλασσας.

Είχε φύγει.

Το μοναδικό φως του, η μοναδική ελπίδα του, είχε φύγει.

Δεν υπήρχε πια επιστροφή για εκείνον.

(Υπό Διόρθωση) Το Παιχνίδι Του ΔολοφόνουWhere stories live. Discover now