Μέρος 55

210 27 1
                                    


Τα άκρα του να μούδιασαν μονομιάς. Πλεον τα αδύναμα χέρια και πόδια του έμοιαζαν ξένα και παγωμένα, κολλημένα άρρηκτα πάνω του. Το στόμα του έχασκε μισάνοιχτο, τα μάτια του ορθάνοιχτα και μπλε, φωτίζονταν από τη γραμμή φωτός που δημιουργούνταν από τη μισάνοιχτη πόρτα.

Μια γυναίκα ξαπλωμένη ανάσκελα στο ξύλινο γραφείο και...αυτός που αποκαλούσαν πατέρα του, σκυμμένος πάνω απ'το ακάλυπτο στήθος της, ανασαίνοντας βαριά, ψιθυρίζοντας λόγια ακατάληπτα, σαν να μουρμούριζε απαγορευμένα ξόρκια που έκαναν τα κορμιά και των δύο να κινούνται αργά.  Μέσα στην ομίχλη της πράξης τους, δεν παρατήρησαν το μικρό παιδί που στεκόταν στη σχισμή της πόρτας.

Ο μικρός αδυνατούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Ένιωσε να τον κατακλύζει πρωτόγνωρη οργή. Δεν καταλάβαινε ολοκληρωτικά αυτό που γινόταν, ήξερε όμως πως αυτός ο μπάσταρδος πρόδιδε τη μητέρα του με ένα μυστήριο τρόπο των μεγάλων. Οι σκεψεις του ξεκαθάρισαν και θυμήθηκε δύο πράγματα. Μονάχα δύο, πολύ απλά πράγματα, που στην πραγματικότητα ήταν τόσο τρομερά, που το μυαλό του στην αρχή δεν μπορούσε να τα συνειδητοποιησει.

Δεν τον είχε δει στην κηδεία της μητέρας, πολύ απλά γιατί άντρας δεν είχε πατήσει. Στο μυαλό του καθάρισε η ομίχλη, ήρθαν οι ξεκάθαρες εικόνες πια• τη μικρή του φιγούρα να στέκεται σαν σε όνειρο δίπλα στο φέρετρο, τις συζητήσεις και τις αποδοκιμαστικές φωνές των γύρω -μα τι σόι άνθρωπος δεν έρχεται στην κηδεία της γυναίκας του; Πόσο μάλλον να μην φέρει το μοναχογιό του, να την δει μια τελευταία φορά;

Θυμόταν ότι ένα χέρι έσφιγγε απαλά το δικό του, καθόλη τη διάρκεια της τελετής κι όταν τελείωσε, τον απομάκρυνε από το μέρος και τον έφερε στο νοσοκομείο.

Μα ποιο ήταν αυτό το χέρι...; σκέφτηκε μια στιγμή.

Το δεύτερο πράγμα το ήξερε ήδη και αντιμετωπίζοντάς το για δεύτερη και τρίτη φορά, αναγκάστηκε να το εμπεδώσει με τη μία. Αυτός ο άντρας δεν είχε κλάψει για τη μητέρα του. Δεν είχε στάλα λύπης ή ενοχής να προσδώσει, ακόμα κι όταν είχε πια φύγει.



(Δεν ζήσανε αυτοί καλά, πόσο μάλλον εμείς δεν ζήσαμε καλύτερα, ε...;)

Κι αυτό τον εξόργισε.

«Τι κάνεις εκεί;!» ούρλιαξε το παιδί ξεσπώντας, βγαίνοντας απ'το λήθαργο και κλώτσησε την πόρτα. Μπήκε μέσα σαν μικρό άγριο θηρίο, η σκέψη του θόλωσε ξανά από ένα σύννεφο οργισμένης ομίχλης.

(Υπό Διόρθωση) Το Παιχνίδι Του ΔολοφόνουΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα