Μερος 82

185 22 1
                                    

Ο άντρας γύρισε απότομα, ξαφνιασμενος.

Πίσω του στεκόταν ενα μικρό αγόρι. Τα μακριά μαύρα μαλλιά του κάλυπταν τα μάτια του, η όψη του σκοτεινή.

Ο άντρας δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Ένιωσε εναν οξύ πόνο καθώς το αγόρι είχε απλώσει το χέρι του αστραπιαία, μπηγωντας ενα πολύ αιχμηρό αντικείμενο στο στομάχι του.

Δεν μπόρεσε να ουρλιάξει, ο πόνος του έκοψε την ανάσα. Καυτό υγρό μουσκεψε το σημείο στο οποίο ο μικρός είχε καρφώσει το αντικείμενο.

Το αγόρι τράβηξε απότομα το νυστέρι. Κόκκινες σταγόνες έσταξαν στο πάτωμα και στον τοίχο, σαν οργισμένη βροχή. Ο άντρας μπροστά του κάλυψε την πληγή με το χέρι του, μια μάταιη προσπάθεια να σταματήσει την αιμορραγία.

«Τι διάολο κάνεις κωλοπαιδο!» φώναξε ο άντρας οργισμένος και φοβισμένος ταυτόχρονα. Τίναξε το χέρι του προς το αγόρι προκειμένου να το πιάσει. Μα εκείνο ήταν γρήγορο.

Αφήνοντας ενα σιγανό νευρικό γέλιο, έκανε λίγα βήματα πίσω και εξαφανίστηκε στο σκοτάδι.

Ο άντρας δεν έχασε καιρό. Κρατώντας ακόμα την πληγή, έκανε στροφή και γύρισε το χερούλι της πόρτας.

Με τρόμο διαπίστωσε πως ήταν κλειδωμένη.

Το φως του γραφείου του άναψε. Ο άντρας γύρισε.

Μπροστά απ'το γραφείο, στεκόταν το αγόρι. Τα μάτια του ήταν ακόμα καλυμμένα με τα μελαχρινά μαλλιά του. Στο δεξί του χέρι κρατούσε ενα αιχμηρό, ματωμένο νυστέρι. Στο αριστερό του κρατούσε το κλειδί της πόρτας. Το πετούσε στον αέρα και το ξαναεπιανε, σαν να έπαιζε.

«Αυτό εδώ ψάχνεις;» ρώτησε το αγόρι με φωνή απόκοσμη. Ο άντρας μορφασε τρομαγμένος.

«Εσύ...» έκανε θυμωμένος.

Το αγόρι χαμογέλασε.

«Έλα να παίξουμε...μπαμπά.» είπε το αγόρι. Η φωνή του ακούστηκε κοροϊδευτικη.

«Τι...νομίζεις...οτι κάνεις, μικρέ;» ρώτησε ο άντρας με κομμένη την ανάσα.Ο φόβος τυλιγε αργά το νου του. «Διάβολε, δώσε το κλειδί. Αμέσως.»

«Έλα να το πάρεις.» είπε το αγόρι και εγλειψε τον κυνόδοντά του.

Ο άντρας ένιωσε θυμό, μέσα στον ίδιο του το φόβο για το θάνατο. Σαν στριμωγμένο, πανικοβλημενο ζώο, όρμησε μουγκριζοντας προς το μικρό.

Ο μικρός απέφυγε εύκολα τον άντρα. Κλώτσησε τα πόδια του άθλιου κι εκείνος ουρλιάζοντας έπεσε με φόρα πάνω στο γραφείο. Σωριάστηκε ανάσκελα στο έδαφος έκπληκτος.

Δεν είχε καταλάβει τι συνέβαινε, όταν άκουσε έναν θόρυβο, σαν κάποιος να κλωτσάει κάτι. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, ένιωσε το δυνατό βάρος του γραφείου να πλακώνει τα πόδια του. Ο άντρας ούρλιαξε.

Είδε μια φιγούρα να στέκεται και να τον κοιτάζει ακριβώς μπροστά του. Ήταν σκοτάδι, αλλά μπορούσε να διακρίνει το περίγραμμα του νυστεριου.

Και το ψυχωτικό βλέμμα του αγοριού.  

(Υπό Διόρθωση) Το Παιχνίδι Του ΔολοφόνουΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα