Μέρος 34

233 28 1
                                    




Το σπίτι φάνηκε από μακριά και κοντοστάθηκα για μια στιγμή νιώθοντας ρίγος σε όλο μου το σώμα. Σκοτεινό και ήσυχο, όπως το λημέρι ενός τρομαχτικού, δόλιου θηρίου. Ένιωσα τους σφιγμους μου να γίνονται πιο γρήγοροι στις φριχτες αναμνήσεις του πρωινού,μια αόρατη, απαίσια αύρα το είχε τυλίξει στα παγωμένα δάχτυλά της.

Από πότε άρχισε το ίδιο μου το σπίτι να μοιάζει...τόσο απειλητικό;

Κρύο συμπλήρωνε τις λεπτομέρειες της νυχτερινης εικόνας, φαινόταν πως η χθεσινή καταιγίδα ειχε φέρει μαζί της το φθινόπωρο και τους σχετικά ψυχρούς του ανέμους. Τα άστρα έλαμπαν, σε άλλους κόσμους μακρινούς και αιώνιους.

Πως θα ήταν άραγε να κολυμπάς ανάμεσά τους, στο κενό;

Τα μάτια μου μισοκλεισαν, καθώς κοιτούσα το σπίτι σκεφτικη.

Υπήρχε κάτι που η αστυνομία ίσως δεν το ειχε σκεφτεί, διότι δεν είχε χρόνο ή επειδή το θεωρούσαν ασήμαντο. Ίσως ήταν πράγματι ασήμαντο.

Το παρελθόν του, σκέφτηκα και ξεκίνησα να περπατώ ξανά.

Από τη μια, μπορούσε να είναι ασήμαντο. Απο την άλλη όμως, μπορούσε να κρύβει κάποιο στοιχείο για το ποιός ήταν,μια στοιχειώδη πληροφορία γι'αυτον. Βέβαια, αυτό ίσως ήταν κρίσιμο  σημείο και ίσως να μην απαντούσε σε καμία απολύτως ερώτηση, λέγοντας πως ήταν 'προσωπικές'. Όμως οι επιλογές μου είχαν λιγοστέψει επικίνδυνα.

Το παρελθόν του...σκεφτηκα συνοφρυωμενη.

Που γεννήθηκε, που μεγάλωσε,η οικογένεια. Και το όνομα. Το όνομά του.

Τα χέρια μου έσπρωξαν απαλα την πόρτα και μπήκα αθόρυβη, σκεπτόμενη το πώς έπρεπε να διαμορφωσω τις ερωτήσεις.νΜα σταμάτησα αμέσως, καθώς μία τρομερή θυμηση φωτιστηκε μπροστά στα μάτια μου.

Ενα κορίτσι με φακίδες.

Δύο τρομαγμένα μάτια να μου ανταποδίδουν το βλέμμα.

Μπήκα μέσα φοβούμενη για το τι θα αντικρυσω, με μάτια ορθανοιχτα. Για ένα δεύτερο νόμιζα πως μπορούσα να μυρίσω το αίμα, να ακούσω την τελευταία, πνιγμένη κραυγή να βγαίνει...

...απ'το τίποτα. Το χέρι μου πήγε στο στήθος μου με μια ανάσα τρεμάμενης ανακούφισης. Αλλη μια φορά το βλέμμα μου περιεργάστηκε το περιβάλλον νευρικά, μα ήρθα αντιμέτωπη με την ίδια εικόνα.

Με την υπερβολικά φυσιολογική εικόνα του σαλονιού μου.

Ω, ναι, αυτή ήταν η υπερβολικα φυσιολογική εικόνα, την οποία είχε αναφέρει η Αλεξάνδρα Περακάκη εκείνο το απόγευμα. Το υπερβολικά φυσιολογικό περιβάλλον, που είναι σχεδόν μη φυσιολογικό. Πίσω από αυτό το γλυκό, άνετο (ψεύτικο) μέρος, κρύβεται το πράγμα. Το πράγμα που σέρνεται, χωρίς να αφήνει σημάδια πίσω του.

Δεν υπήρχε τίποτα. Τα μαξιλάρια του καναπέ καθαρά, το τραπεζάκι εκεί, το πάτωμα καθαρό, ο τοίχος λευκός και το φως του φεγγαριού απ'το παράθυρο να φωτίζει την πόρτα του δωματίου μου, το μισό του καναπέ και την αρχή του διαδρόμου. Όπως πάντα. Ούτε αίμα, ούτε πτώμα και ούτε...ο απαισιος;

Το ρολόι έδειχνε δυόμιση.

Έκλεισα την πόρτα πίσω μου δύσπιστη. Τι είχε γίνει με...το κορίτσι;

Κάτι περίεργο συνέβαινε μα δεν μπορούσα ακριβώς να καταλάβω. Στάθηκα ακίνητη, με την πλάτη στην πόρτα, προσπαθώντας να αφουγκραστω. Νεκρική σιγή-

Κάτι ακούστηκε.

(Υπό Διόρθωση) Το Παιχνίδι Του ΔολοφόνουΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα