Μερος 85

189 21 0
                                    

 
Πέρασε αρκετή ώρα από τότε που ξύπνησε, με αυτό το πηχτό σύννεφο να πιέζει τις άκρες των ματιών του. Καθόταν μόνος στο δωμάτιο, χωρίς κανένα να τον ενοχλήσει απ'το εξωτερικό του κάποτε οικείου δωματίου, κοιτώντας -αλλά χωρίς να εστιάζει- το κενό κάπου ανάμεσα στο μπαούλο των παιχνιδιών και στον τοίχο.

Ενα μικροσκοπικό κομμάτι του πονούσε. Του έλειπε το γέλιο και το χαμόγελο του Μάρκου. Ήταν περίεργο που δεν ήταν μαζί του.

Απαλά βήματα ακούστηκαν στο διάδρομο. Δεν ήταν σαν τα άλλα, ο Αχιλλέας τα αναγνώρισε.

Η καρδιά του χτύπησε, δεν θυμόταν πότε ξαναχτύπησε τελευταία φορά.

Στο κατώφλι της πόρτας εμφανίστηκε το κορίτσι. Χαμογελούσε απαλά. Στο βλέμμα της όμως φαινόταν μια μικρή λάμψη λύπης.

Ο Αχιλλέας την κοίταξε. Προσπάθησε να χαμογελάσει αλλά κάτι τον εμπόδισε.

Η πληγή μέσα του μαλακωσε απ'τον τρόπο που το κορίτσι έτρεξε κοντά του.

«Καλά Χριστούγεννα!» του ευχήθηκε. Ο Αχιλλέας της έκανε νεύμα, αμίλητος.

Το κορίτσι γύρισε στο άδειο πια κρεβάτι του Μάρκου. Μορφασε μπερδεμένη.

«Μάρκος;» ρώτησε.

Ο Αχιλλέας βρήκε τον εαυτό του ανήμπορο να μιλήσει. Δεν βγήκε ήχος.

Συνειδητοποίησε πως στ'αλήθεια πονούσε.

Μπορούσε ακόμα να νιώσει πόνο...; Πώς...πώς ήταν δυνατόν...

«...έφυγε.»

Το δωμάτιο ήταν τόσο άδειο χωρίς την παρουσία του.

Το κορίτσι τον κοίταξε για λίγο ανέκφραστη. Ύστερα τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Οι ώμοι της σφιχτηκαν.
Δάκρυα έτρεχαν άφθονα απ'τα μάτια της, σαν τις κρυστάλλινες πηγές των παγωμενων βουνών.

«Μην...μην κλαίς, Αχιλλέα...» ψέλλισε η μικρή.

Το αγόρι συνοφρυωθηκε.

«Χαζή...» είπε σιγανά. «Δεν κλαίω.» άπλωσε το χέρι του και το ακούμπησε στο κεφάλι του κοριτσιού. Την χάιδεψε απαλά και καθησυχαστικά.

Μόνο τότε παρατήρησε πως τα μάτια του ήταν δακρυσμένα, κάνοντας το περιβάλλον να μοιάζει με θολό όνειρο. Τα ανοιγοκλεισε παραξενεμενος.

Τι...

Το κορίτσι κάθησε στο πάτωμα, κοντά του. «Τώρα; Τώρα...;» έκανε το κορίτσι ανάμεσα στους σιγανούς λυγμούς της. Η ερώτηση ήταν τόσο αθώα μα συνάμα τόσο απελπισμένη, λες και είχαν φτάσει στην άλλη άκρη του κόσμου οι δύο τους, για να ανακαλύψουν πως δεν υπήρχε τίποτα, παρά μόνο ένα κενό σύμπαν...

Ο μικρός την κοίταξε ξεφυσωντας λυπημένος. Κάτι βάρυνε το στήθος του με την τελευταία της ερώτηση. Έμοιαζε με— με καρδιά; Ήταν καρδιά αυτό που χτυπούσε μέσα του;

«Δεν ξερω.»

Το κορίτσι τον πλησίασε αργά και έπεσε στην αγκαλιά του. Τύλιξε τα χέρια της γύρω του, μην μπορώντας να σταματήσει τα δάκρυα.

Ο Αχιλλέας τινάχτηκε ελαφρά.Η καρδιά του -ναι, αυτό ηταν- χτυπούσε δυνατά. Στεκόταν ακίνητος, άκαμπτος σαν κλαρί, με την Αμαλία να κλαίει στον ώμο του.

«...Συγγνώμη.» είπε σιγανά χωρίς να ξέρει για ποιό λόγο το είπε.  

(Υπό Διόρθωση) Το Παιχνίδι Του ΔολοφόνουΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα