Ομίχλη...;

(Ναι...ομίχλη.)

Το παιδί μέσα σε ένα δεύτερο, συνειδητοποιησε κι ένα τρίτο πράγμα. Αυτές οι μικρές ταλαντώσεις στο έδαφος που έπιαναν μόνο τα δικά του μάτια, ήταν πολύ αραιή ομίχλη. Διάφανη και στοιχειωμένη. Δεν θυμόταν από πότε είχε ξεκινήσει ακριβώς, ούτε θυμόταν πως κάποτε ήταν σχεδόν αόρατη.

Ο άντρας έβρισε δυνατά και τινάχτηκε  ξαφνιασμένος, σαν να είχαν πέσει χίλιοι διάβολοι απ'τον ουρανό, προσπαθώντας να σηκώσει το παντελόνι του με μουδιασμενα χέρια. Η γυναίκα, που προς μεγάλη δυσαρέσκεια του μικρού, ήταν η νοσοκόμα που τους είχε ντύσει και εξετάσει το πρωί...


(Λοιπόν...για πάμε σιγά σιγά να δούμε τι γίνεται με εσένα, το μπάσταρδο και μετά θα χαραμίσω την ώρα μου σε κανά περιοδικό, ή να δείχνοντας το πόσο πολύ μισώ τη δουλειά μου και αργότερα κατά το βραδάκι, θα πάω να πηδήξω τον πατέρα σου για να μου δώσει κάποια αύξηση, χωρίς να χρειαστεί να ξεσκατίσω χίλια μωρά για να την πάρω. Άστειο, ε;)

...σηκώθηκε ξαφνιασμενη και κουμπωσε άγαρμπα τη στολή της. Ο απαίσιος άντρας κοίταξε το μικρό παιδί, που βαριανασαινε σαν χαλασμένη ατμομηχανή, με βλέμμα θολό και θυμωμένο.

«Τι διάολο θέλεις εθύ εδώ τέτοια ώρα;» ψεύδισε ζαλισμένος. Είχε πιεί. Το αλκοόλ είχε περάσει στο αίμα του άφθονο και το ένιωθε υπερβολικά μαζεμένο στα μουδιασμενα του δάχτυλα, που σαν άψυχα πλοκάμια προσπαθούσαν να τραβήξουν το καταραμένο φερμουάρ, στη γλώσσα του και (-χα, αστείο!) στη στύση του.

«Το ήξερα οτι δ-δεν έδινες δεκάρα για τη μαμά! Την πρόδωσες!»φώναξε ο μικρός. Το μπλε του βλέμμα έβγαζε φωτιές, παρόλο τα δακρυσμένα του μάτια.

«Μην φωνάζεις, μαλακισμένο. Πάρε δρόμο!»του φώναξε ψιθυριστά και τα μουδιασμένα του δάχτυλα επιτέλους υπάκουσαν και κατάφεραν να τραβήξουν το φερμουάρ, με ένα κοφτό, νικητήριο ήχο.

«Πώς μπορείς να την προδιδεις έτσι! Δεν σου έκανε ποτέ τίποτα!»το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς για να βρει τις κατάλληλες λέξεις, δεν ήταν συνηθισμένος σε μεγάλες προτάσεις, όμως τώρα το στόμα του κινούνταν μόνο του, ορμητικό και ω, πόσο ήλπιζε αυτή η δύναμη των λέξεων να μην στερέψει στο επόμενο λεπτό.

«Γι'αυτό γίνεται αυτή η φασαρία...; Για τη μάνα σου;»ρώτησε ο άντρας και φάνηκε πιο χαλαρός, το φερμουάρ έβαλε τέλος στην ξαφνιασμένη, αλαφιασμένη του αντίδραση. Ήταν στην ασφαλή ζώνη.

(Υπό Διόρθωση) Το Παιχνίδι Του ΔολοφόνουWhere stories live. Discover now