Μέρος 53

214 29 0
                                    


Μια νοσοκόμα πλησίασε αργά τα δύο αγόρια. Ντυμένη στα λευκά, πέρασε ανάμεσα απ'τους παγωμένους κορμούς των πεύκων, σαν καλό φάντασμα κι όταν πλησίασε αρκετά, μπόρεσαν να δουν το γλυκό της πρόσωπο και τα μαλλιά της πιασμένα σε μια αλογοουρά.

«Ελάτε αγόρια μέσα! Κάνει κρύο εδώ!» τους προτεινε με μικρό, ζεστό χαμόγελο και έδωσε το χέρι της στο μικρό αγόρι.Τους κοίταξε για λίγο και το χαμόγελό της έγινε πιο πλατύ:

«Βλέπω πιάσατε φιλίες...» έδωσε το άλλο χέρι της στο μεγαλύτερο.

«Ναι!» είπε χαρούμενο το αγόρι με το πράσινο βλέμμα και πήρε το χέρι της νοσοκόμας.

Ο μικρός δε μίλησε, μόνο έδωσε το χέρι του και άφησε τη γυναίκα να τον τραβήξει μαλακά από την κούνια. Τα παπούτσια του ετριξαν απαλά στην επαφή με τα παγωμένα χαλίκια του εδάφους.

«Αχ, χαίρομαι!»είπε η γλυκιά γυναίκα. «Σας έχουμε βάλει στο ίδιο δωμάτιο! Θα είστε μαζί, για όσες μέρες θα μείνετε εδώ.»

«Αλήθεια;!» έκανε ο μεγαλύτερος με μάτια που έλαμπαν και γύρισε στο μικρό. «Ακούς φίλε; Είμαστε γείτονες!»

Ο μικρός τους αγνόησε. Κοιτούσε μπροστά, με βλέμμα βυθισμένο σε σκέψεις. Πως γινόταν να ήταν τόσο χαρούμενοι για κάτι τόσο μικρό...απλά δεν καταλάβαινε.

Ή μάλλον εκείνοι δεν καταλάβαιναν.



(Εκείνοι δεν καταλάβαιναν.)

Μπήκαν μέσα στο τεράστιο νοσοκομείο. Η γνωστή μυρωδιά του οινοπνεύματος και του ιωδίου τον χτύπησε. Λευκοί τοίχοι και έντονα φώτα. Συζητήσεις χαμηλόφωνες, κάποιος γελούσε, κάποιοι έκλαιγαν.

Μέσα σε αυτή τη βαβούρα άκουσε τη γυναίκα που τον κρατούσε να λέει, οτι το νοσοκομείο ήταν πολύ πιο απασχολημένο απ'οτι συνήθως και ίσως αργούσε κάπως η τακτοποίηση των δύο τους. Ο μικρός αναρωτήθηκε από μέσα του γιατί ήταν όλοι τόσο απασχολημένοι.

Το μεγαλύτερο παιδί ρώτησε φωναχτά την ίδια απορία και η γυναίκα του απάντησε με φωνή διστακτική, πως έρχονταν πολλοί μικροί ασθενείς ταυτοχρονα και δεν προλάβαιναν να τους τακτοποιήσουν όλους μέσα σε μια ώρα.

Η νευρική της φωνή δεν πέρασε απαρατήρητη από τον μικρό. Της έριξε μια εξεταστική ματιά κι εκείνη του χαμογέλασε απαλά. Δεν έλεγε ψέματα, απλά όχι όλη την αλήθεια, σκέφτηκε ο μικρός.

Έφτασαν μπροστά από μια λευκή πόρτα. Το βλέμμα του μικρού σηκώθηκε ψηλά και περιεργάστηκε το καφέ ταμπελακι με τον αριθμό δώδεκα. Η γυναίκα την άνοιξε.

«Εδώ είμαστε.» είπε η γυναίκα και κοίταξε τα δύο αγοράκια.
«Καθίστε φρόνημα και θα στείλω κάποιον να σας δει και να σας εξετάσει. Ελπίζω να μην αργήσει πολύ...»

Ο μεγαλύτερος ορμηξε μέσα σιφουνας για να διαλέξει κρεβάτι. Πήρε αυτό που ήταν πιο κοντά στην πόρτα, παραδόξως, και με ένα πήδο, βρέθηκε να κάθεται στα απαλά σεντόνια, με τα πόδια του να κρέμονται απ'το στρώμα. Ο μικρός δεν συμμερίστηκε τον ενθουσιασμό του συγκατοίκου του και γύρισε στη νοσοκόμα.

«Που ειναι...ο κύριος Καραμάνου;» ρώτησε ψυχρά.

«Πρέπει να ειναι στο γραφείο του, αγόρι μου...» είπε απορημένη η γυναίκα. «Στάσου, εσύ δεν είσαι-»

«Α εντάξει. Ευχαριστώ.»

«Μπορώ να περάσω αργότερα και να σε οδηγήσω αν θες...αν και σίγουρα θα περάσει εκείνος να σε δει.» προσφέρθηκε η γυναίκα.

Αστείο...σκεφτηκε ο μικρός.



(Υστερικό.)

«Όχι, όχι. Μπορώ και μόνος. Ξέρω που είναι.»

Ο μικρός μπήκε στο δωμάτιο και η πόρτα έκλεισε πίσω του, με την γυναίκα να τους ρίχνει μια τελευταία ματιά. Το αγόρι κοίταξε γύρω. Το δωμάτιο ήταν σχετικά μεγάλο. Λευκοί τοίχοι στολισμένοι με ζωγραφιές προηγούμενων παιδιών, ένα μπαούλο με παιχνίδια και μια μεγάλη ντουλάπα όπου θα έμπαιναν τα ρούχα τους. Υπήρχε ένα μεγάλο παράθυρο από όπου έμπαινε το αχνό φως του συννεφιασμένου απογεύματος.

Ο μικρός αναστέναξε κουρασμένος, η σημερινή μέρα ήταν χάλια. Σκαρφάλωσε και κάθησε στο κρεβάτι κοντά στο παραθυρο, τα μαύρα του ρούχα έκαναν αντίθεση μα τα λευκά σεντόνια και τους λευκούς τοίχους.

Παρατήρησε οτι ο μεγάλος ειχε ξαπλώσει ανάσκελα και ξεκουραζοταν με μάτια κλειστά. Αναρωτήθηκε, άραγε εκείνος γιατί ήταν εδώ; Πόσο καιρό θα έμενε;

Ξεφυσηξε κουρασμένα λες και η σκέψη ήταν υπερβολικά βαριά και κοίταξε έξω απ'το παραθυρο.

Άραγε ο ίδιος πόσο θα έμενε εδώ...;

(Υπό Διόρθωση) Το Παιχνίδι Του ΔολοφόνουΌπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα