Τράβηξε το χέρι του και αποκάλυψε μια μικροσκοπική, μαύρη συσκευή που ήταν δεμένη σε ένα κορδόνι, περασμένο απ'το λαιμό του. Η συσκευή κάθε πέντε δεύτερα αναβοσβηνε με ένα κόκκινο φωτάκι. Το χαμόγελο του ξένου πλάτυνε και παραμορφώθηκε σε μια παρανοϊκή μάσκα.

«Επειδή δεν ξέρω κατά πόσο θα το πάρεις στα σοβαρά όλο αυτό...» είπε αργά. «...είπα να κάνω τη μικρή σου αναζήτηση λίγο πιο διασκεδαστική. Υπάρχει κάποιος που παρακολουθεί αυτή τη στιγμή τη θεία και θα την παρακολουθεί μέχρι να τελειώσεις το παιχνίδι.»

Ανατρίχιασα στο άκουσμα.

«Μην τολμήσεις...» έκανα ξεπνοα.


«Από σένα εξαρτάται, γλύκα. Καθε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ειδοποιώ το συνεργό μου με αυτή την συσκευή. Ένα κουμπί, ένα λαμπάκι για τον συνεργό και όλα καλά. Ένα φωτακι για τη θεία.» είπε και έπαιξε με τη συσκευή στα δάχτυλά του. «Αν όμως δεν πατήσω το κουμπί επειδή έκανες κάποια ανοησία, ή αν πατήσω το κουμπί εκτός χρονικού διαστήματος...μάλλον, θα δεις. Ας μην χαλάσω την έκπληξη. Έτσι κι αλλιώς, σε λίγο τελειώνει το πρώτο χρονικό διάστημα και θα πρέπει να το πατήσω, για να ειδοποιήσω τον συνεργό μου να μην πετσοκοψει τη γυναίκα. Προκάλεσέ με και δες τί θα γίνει αν ξεχάσω να πατήσω το κουμπί. Εχεις πέντε δευτερόλεπτα να μου πεις. Να το πατήσω ή όχι...;»

Η καρδιά μου σταμάτησε.

«Περίμενε, τί—»

«Πέντε, Αμαλία...»

Τί στο καλό εννοούσε;

Τέσσερα...

Δεν είναι σοβαρός έτσι;

Τρία...

«Πάτησέ το! Χριστέ μου, πάτησέ το!» του φώναξα τρέμοντας.

Δύο...

Χριστέ μου...

«Ένα, γλύκα.» είπε ο απαίσιος ξένος και επιτέλους πάτησε το καταραμένο κουμπί της συσκευής, κοιτώντας με με το πιο φριχτό χαμόγελο που είχα δει.

Ένιωσα τη μαύρη άβυσσο της απελπισίας να με καταπίνει, καθώς η κατάσταση είχε αρχίσει να γίνεται ακόμα πιο βαριά. Ήμουν παγιδευμένη.

Ποιός ειναι αυτός ο άνθρωπος; Γιατί το κάνει αυτό;

Τί στο καλό συμβαίνει...;

«Άρα ειμαι σαφής... μακριά η αστυνομία.» είπε αυτός με νόημα, κρύβοντας τη συσκευή στο φούτερ του. «Καμιά άλλη ερώτηση;»

(Υπό Διόρθωση) Το Παιχνίδι Του ΔολοφόνουWhere stories live. Discover now